Σελίδες

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Τίτος Πατρίκιος -Ποιήματα

Στον τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ, I 1943-1953 του Τίτου Πατρίκιου περιλαμβάνονται οι ποιητικές συλλογές:

Πρώτα ποιήματα 

Επιστροφή στην ποίηση 

Largo 

Μεγάλο γράμμα 

Ασκήσεις 

Χωματόδρομος 

Χρόνια της πέτρας

Τίτου Πατρίκιου, «Μεγάλο γράμμα» (αποσπάσματα)

Πρέπει να σου μιλήσω…

Δίχως σκιάδι στα μάτια,

δίχως μάτια που ν’ απαντούν στον πρωινό σου χαιρετισμό,

μέναμε όρθιοι όταν

ο ήλιος πυρπολούσε βράχια, βλέφαρα, καρδιές,

όταν μες στη βροχή τη νύχτα ξεκλέβαμε μια μακρυνή μουσική,

κι όμως με το μάγουλο πάντα μες στη ζεστή σας παλάμη,

ακόμα κι όταν την τραβούσατε μακρυά,

ακόμα κι όταν καν δεν την απλώνατε,

ακόμα κι όταν λέγαμε:

Καλύτερα έτσι,

καλύτερα!..

Κανείς ποτέ δε μπόρεσε να μας αποστερήσει

την παλάμη αυτή…

Μα τώρα το καλοκαίρι μπήκε μέσα

στο καλύβι μας.

Ίσως να ήρθε ξαφνικά.

Ίσως να πέρασε το φράχτη

όταν εμείς βρισκόμαστε στο πλοίο

και πώς να δεις εκεί τα χόρτα που κιτρίνισαν…

Όμως ήρθε…

Οι σκιές σκληράνανε μαζί με το κριθάρι.

Και οι πέτρες κάτω στο ποτάμι καίνε.

Δε μπορείς άλλο να ρωτάς τον άνεμο…

Όταν γλυκαίνουν τα σταφύλια,

το αύριο πηδάει πίσω απ’ τη μάντρα τ’ αμπελιού και φεύγει.

Οι σκιές σκληράνανε.

Οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν.

Απαιτούν να ειπωθούν…

Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος
και η φωνή μου θα σε φτάση…
…Αλήθεια, έχεις σκεφτεί ποτέ,
τι ‘ναι για μας αυτή η μακρινή ομιλία;
Φυσικά, δεν ξέρεις το πόσο σ’ αγαπώ.
Ίσως καμιά φορά να συλλογιέσαι:
…Μα ναι.., Θα ‘πρεπε!..
Ίσως καμιά φορά να λες..-
μα τι να λες;..
Ένα κλωνί της σκέψης σου δεν μπορώ να πιάσω…
Οι καθημερινές φροντίδες, λέει…
Η ζωή με τις απαιτήσεις της, λέει…
Άλλωστε δεν είναι εκείνη που φαντάζεσαι…
Μα ποιος είπε πως εγώ φαντάζομαι;
***
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.
Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σα μαθητές που σπαν’ τα καλαμάρια τους στην πόρτα του
σχολείου…
Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις
Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.
Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δε γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’αγαπώ
μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε
ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.
Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να ’μαι δυνατός
(έπρεπε…)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’ άγγιζες
πονούσα.
Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.
***
Έγινε ξαφνικά
όπως ξαφνικά έρχεται η άνοιξη.
Μιλούσα γι’ αγάπη
κι η αγάπη ήσουν εσύ,
μιλούσα για το φιλί
και το φιλί ήσουν εσύ,
με τ’ όνομά σου,
τη διεύθυνση του σπιτιού σου,
το δειλινό χαμόγελο
που μόνο εγώ μπορούσα να βλέπω.

Πως να υπάρξει τώρα
εκείνο το χαμόγελο
όταν κανείς δεν το καταλαβαίνει;
(Μα κι αν το καταλάβει
θα πάψει πια να ‘ναι το ίδιο.)
Πως να υπάρξει εκείνη η μουσική
που μου ζητούσες να σφυράω;
Πόσες φορές την εμπιστεύτηκα
στο νυχτερινό άνεμο
στα κουρασμένα ηλεκτρικά.

Την άκουσες ποτέ;
Ήταν για σένα.
Δεν το παραδεχόμουνα.
Μα ήταν.
Δεν έβλεπα
τις μικρές σταλαγματιές το φως
που πέφταν στο φεγγίτη μου
διαπερνώντας τις φυλλωσιές των σύννεφων.
Λιώσανε απότομα τα κρύσταλλα.
Μια φωτεινή πλημμύρα
σκόρπισε την επιμονή της σκόνης
τα μισοτελειωμένα χειρόγραφα
τα μισοτελειωμένα βήματα.

Δεν ξέρω πως έγινε
(ίσως και να ξέρω…)
όμως το φως ποτέ δεν είχε στερέψει.
Να μου χαμογέλασες ποτέ
από μακριά;
Δεν γίνεται. Κάποια στιγμή θα χαμογέλασες.
Ακόμα κι όταν έδιωχνες
κάθε τι δικό μου.
Ακόμα κι όταν νόμισες πως το ‘διωξες
***
Αγάπη αγάπη
μόνο η πάχνη του πρώτου άστρου-
άσε να σου μιλήσω.
Αγάπη δεν φοβάμαι πια.
Σ’ αγαπώ.
Άσε ν’ ακουστεί η φωνή μου
πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων
πέρα απ’ τους οριζόντιους καπνούς των πλοίων.
***
…Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχτα
που ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα;
(Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι
και λυπόμουν που δεν το ‘βλεπες.)
Ποτέ δε σου ‘πα πως κάποτε βρεχόμουν
τρεις μέρες και τρεις νύχτες
κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ ένα τζάκι, νηστικός,
χαιρόμουνα που κάποτε θα ‘ρθεις
για να στο λέω.
Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα και δε μίλησα
κι όταν μου λεγες βουβά
“έλα πάρε με”
δεν μπορούσα πια…
***
Να τον πάλι ο κόσμος και τα πράγματα
μπροστά μας.
Να οι άνθρωποι.
Να ‘μαστε εμείς στο κατώφλι της μέρας.
Μπορούμε πάλι να πούμε:
«Αυτό είναι πέτρα, αυτό ένα ποτήρι νερό,
κι αυτό ένα πήλινο πιάτο,
κι αυτό το ξεραμένο αίμα».
Μπορούμε να πούμε:
«Να, ο Γιάννης μας χαιρετάει από πέρα.
Να, αυτό λέγεται χαρά».
Ακουμπάμε πάνω στα γόνατα
το μεγάλο βιβλίο των άστρων
και διαβάζουμε αργά, δυνατά,
ν’ ακούνε όλοι:
Η πατρίς της γεννήσεώς μου
είναι απ’ το Λιδορίκι
χωριό του Λιδορικού
ονομαζόμενον Αβορίτη.
Η πατρίς της γεννήσεώς μας
είναι ο κόσμος.
Πατρίδα μας είναι η αλήθεια.
Καλημέρα λοιπόν.
Καλημέρα.


ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ
ΧIII
Δεν τη σκεφτήκαμε ποτέ
εκείνη τη μικρή κορομηλιά.
Ακλάδευτη έμεινε κι απότιστη,
πέτρωσε το χώμα γύρω της –
μικρή κορομηλιά
ακλάδευτη κι απότιστη
σε ξεχάσαμε
Μικρή κορομηλιά
σε ξέχασε το πηγάδι
σε ξέχασε το δρομάκι μεσ’ από τις φασολιές
σε ξέχασαν τα παιδιά με τις σφεντόνες…
( Εκείνος ο δρόμος ένα μαχαίρι.
Σκουριασμένο μαχαίρι στομωμένο μαχαίρι
όχι ένα ψόφιο ψάρι που το σέρνει ένα παιδί στο χώμα.
Εκείνος ο δρόμος
ήταν μαχαίρι.)
Το ξεραμένο χόρτο
κρύβει τα λαγούμια των εντόμων,
κρύβει όσες ρίζες αναδεύονται
και μας δένουν με τη γη
τα λαγούμια που σκάβουν μέσα μας
οι ξεχασμένες ώρες.
Μα πώς μπορεί το κλαρί αυτό να βγάζει φύλλα;
Πώς μπορεί ο αγέρας ν’ αρχίσει πάλι να θροΐζει εδώ;
Κορομηλιά μου καταπράσινη

πώς μπόρεσες

Τίτος Πατρίκιος: “Υμνώ το σώμα” 
Ι.
Υμνώ το σώμα που υψώνεται σαν μίσχος 
σώμα γυναίκας που γοργά ή νωχελικά κινείται 
που ανθίζει και τον χειμώνα ακόμα 
που αλλάζει όσα νεκρώνουν κύτταρά του 
σε ρόδινη φρέσκια σάρκα, που δίνει 
τις δικές του προσταγές γι’ αέναες επιθυμίες 
για σμίξιμο και συνταύτιση μ’ ένα άλλο σώμα. 

Υμνώ και το κουρασμένο σώμα της γυναίκας 
το λυγισμένο από τον μόχθο κάθε μέρας 
το φυραμένο, με στεγνωμένους τους χυμούς
το σώμα που το απειλεί η ακινησία 
το φοβισμένο από την ηλικία, την αρρώστια 
που ενώ ξέρει πως τελικά νικάει ο θάνατος 
δεν παραδίδεται άνευ όρων στη φθορά.
ΙΙ. 
Υμνώ τα πόδια που δεν αγγίζουν λες τη γη 
σαν να ήσανε αέρινα, τις γάμπες σαν σπαθιά 
που σκίζουνε στα δυο και το πιο βαθύ σκοτάδι 
τ’ ασυμβίβαστα γόνατα, τους γλυπτούς μηρούς 
που προλειαίνουν ως τα κατάβαθα τις συνερεύσεις 
τους διπλοθόλωτους γλουτούς, τη χαραγή τους 
το σχίσιμο του κόλπου, το κλειδί της ηδονής.

Υμνώ και τα πόδια με τους πρησμένους αστραγάλους 
τα κότσια, τις τριχωμένες γάμπες τις χοντρές 
μ’ εξογκωμένες φλέβες, φαγωμένες από κιρσούς 
τα τσακισμένα γόνατα της δουλειάς, της ορθοστασίας 
τα παχιά μεριά με βούλες απ’ την κυτταρίτιδα 
τις αδρόσιστες, συγκαμένες, μέσα παρειές τους 
τα κρεμαστά καπούλια με τους απόκρυφους καημούς.
ΙΙΙ. 
Υμνώ τα όρθια στήθη όπως των αγαλμάτων 
στο χάιδεμα άγουρα, στο χούφτιασμα γινωμένα 
με ρόγες κόκκινες όπως οι άγριες φράουλες 
τα μπράτσα που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν 
τον στητό λαιμό, τις πλάτες επίπεδες κι ανθεκτικές 
τη χορευτική κοιλιά με όσες χρειάζονται καμπύλες 
με το χρυσό της χνούδι ακύμαντο να περιμένει.

Υμνώ και τις χαλαρές κοιλιές μανάδων 
με ουλές από καισαρικές τομές, από εγχειρήσεις 
τα προκοίλια γυναικών με το αδηφάγο λίπος 
μοναδική απόλαυσή τους, τις κυρτωμένες πλάτες 
τα μπράτσα τα πλαδαρά με τις αξύριστες μασχάλες 
τους γερτούς τραχήλους, τους έρημους κούφιους κόρφους 
με τους σβησμένους πόθους, τις άσβηστες ορέξεις
IV. 
Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά του σε θαμπώνει 
το πρόσωπο με τ’ ατίθασα, ηλεκτροφόρα του μαλλιά 
τα ματοτσίνουρα που αναβοσβήνουνε το φως 
τη μύτη λεπτόγραμμη όπως πλώρη καϊκιού 
την τέλεια γεωμετρία των χειλιών με το πηγούνι 
το στόμα που στον έρωτα στάζει ροδόνερο και λόγια.

Υμνώ τα μάτια που καθρεφτίζουν δύο απρόβλεπτα πελάγη. 

Υμνώ και το πρόσωπο που η ομορφιά το εγκαταλείπει 
ή τρομαγμένη κρύβεται στο βάθος των ματιών 
το πρόσωπο το σκαμμένο από αγκαθωτές ρυτίδες 
με βλέμμα πήλινο, στεγνό, με βλέφαρα άδειες φούσκες 
με φρύδια αθέριστα χωράφια, το πάνω χείλι τριχωτό 
με κρεατοελιές στα χαμηλά της μύτης, στο πηγούνι. 
Υμνώ το πρόσωπο που το τύλιξε μια σταχτιά σκιά.. 
V. 
Υμνώ τα χέρια που δίνουν μορφή στην ύλη 
που γράφουν στο χαρτί, στη γραφομηχανή, στον υπολογιστή 
που σιωπώντας ξέρουν να μιλούν, τ’ ασημένια χέρια 
που σφίγγουν, θωπεύουν, αποχαιρετούν για πάντα 
τα χέρια που πιάνουν ό,τι ακάθαρτο μένοντας αθώα 
που ανασηκώνουν μωρά, αρρώστους, πληγωμένους. 
Υμνώ τα δάχτυλα που αγγίζουν όργανα και χαρίζουν μουσική. 

Υμνώ τα χέρια που βαριά δουλεύουν, τα τραχιά 
τα μασημένα από μηχανές, τα ματωμένα από εργαλεία 
τα καταπονημένα από τη λάτρα του σπιτιού 
τα δάχτυλα με τα ραγισμένα, ξεφλουδισμένα νύχια. 

Υμνώ τα χέρια που παίρνουν όπλα για την ελευθερία 
τώρα όμως μόνο αφού εξετάσω και βεβαιωθώ 
πως η ελευθερία που υπόσχονται δεν είναι μια νέα σκλαβιά.
VI. 
Υμνώ και το σώμα του άντρα, όμως αυτό λιγότερο 
ίσως γιατί λιγότερο μ’ εμπνέει, λιγότερο το παρατηρώ 
ίσως γιατί δεν διαφέρει τόσο πολύ απ’ της γυναίκας. 
Πάντως υμνώ το αρμονικό, το αθλητικό του σώμα 
όπως και το ακρωτηριασμένο σε πολέμους, σ’ ατυχήματα, 
το σώμα σε γιορτή, σε συντροφιά, σε στοχασμό. 
Κυρίως το υμνώ όπως το ύμνησαν γλύπτες και ζωγράφοι.

Υμνώ το κατορθωμένο σώμα σ’ όλες του τις εποχές 
όχι μονάχα στην εαρινή, την πρώτη 
που όλα τα σώματα είναι από μόνα τους ωραία. 
Υμνώ το σώμα που διασχίζει τους καιρούς 
όπως καράβι τους ωκεανούς, που συνεχίζει 
παρά τα ρήγματα, τις ζημιές, τις αβαρίες, 
που μπορεί ν’ αναγνωρίζει όλες τις δικές του απώλειες.
VII.
 Υμνώ το σώμα που πλάθει τη συνείδησή μου 
που φυλάει σε μια κρυψώνα του όσα της ξεφεύγουν 
που γεννάει αισθήσεις, σκέψεις, τη μιλιά μου. Το σώμα 
που όταν χαθεί θα ζει μες στις δικές μου λέξεις 
αυτό που μου γέννησε και τη λέξη χρόνος 
γιατί χωρίς το ανθρώπινο κορμί χρόνος δεν υπάρχει 
ή κι αν υπάρχει ποτέ δεν αποχτάει νόημα.

Υμνώ το σώμα που μ’ αντέχει, δεν μ’ έχει βαρεθεί 
δεν μ’ έχει αποτινάξει από πάνω του 
το σώμα που ό,τι κι αν του κάνω 
με μεταφέρει, με μετακινεί, με κρατάει ορθό.

Υμνώ το απόλυτο σώμα, το σώμα όλων, το δικό μου 
που με καλύπτει, μ’ έχει σφιχτά αγκαλιασμένο 
αυτό που μαζί μια μέρα θα τελειώσουμε.
(από το τελευταίο βιβλίο του Τίτου Πατρίκιου, Συγκατοίκηση με το χρόνο)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ, III 1959-1973 (Τίτος Πατρίκιος)

ΑΠΟ ΤΗ "ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ"

ΕΚΒΟΛΕΣ

Σαν μια πηγή που γυρεύει τη θάλασσα

προσπάθησα να σε φτάσω

και χάθηκα στις εκβολές των ποταμών

                                          Αθήνα, Μάρτης 1959

ΤΟ ΦΤΑΙΞΙΜΟ

Μια βέβαιη λύση

ένας εκβιασμός συγχώρεσης

για το φταίξιμο που δε σώνεται 

το φταίξιμο που θα ξανάρθει.

Κάτω απ' τα σκοτεινά αγκαλιάσματα

η άβυσσος των καθημερινών πραγμάτων

                                           Αθήνα, Μάης 1959

ΤΑΞΙΔΙ
Έσπαγα το κορμί σου
σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση
ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό.
Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια
με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου
την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας 
και με ταξίδευες όλο το δρόμο
από το αγρίμι ως τον άνθρωπο.

   Αθήνα, Αύγουστος 1959

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα
ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο
ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο.
   Παρίσι, Γενάρης 1960

ΜΝΗΜΗ
Σε μιαν απέραντη πολιτεία σε ήβρα
σε μιαν απέραντη πολιτεία σ' έχασα.
Άν άλλαζε η μνήμη σε γυαλί μπορεί και να 'βλεπα
πιο καθαρά, λίγο πριν σβήσει, την εικόνα σου.
Παρίσι, Μάρτης 1960

ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΡΕΝΟ
Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν
όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν
θα ξεχαστούνε όλα
όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ
που μας κρατάει ορθούς.
Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή 
που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου
κρατήθηκες στο μπράτσο μου.

                                              Παρίσι, Μάης 1960

Η ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ
Την άλλη μέρα του όνειρου
βγήκε ένας ήλιος τόσο μαύρος
που κι οι τυφλοί
βλέπαν διπλό σκοτάδι.

                                             Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961

VIA DEI CORONARI 123
Άχρηστο μέσα στη μνήμη τ' όνομά σου
χωρίς τους φθόγγους που το ζωντανεύαν
σαν τη χαμένη σύσταση σπιτιού
όπου κανείς δεν ξέρει πως έχω κατοικήσει.

                                              Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
Σε γνώρισα ναυαγός σε μια μεγάλη πόλη
που οι άνθρωποι περνούν και χάνονται
με μια βουή ωκεανού.
Κι ήταν σα θαύμα το πώς βγήκαν 
καινούργια λόγια απ' το στεγνό μου στόμα.
Τ' απόθεσα χωρίς καμιάν εγγύηση, παράλογα
σ' ένα μπουκάλι και το 'ριξα στην άσφαλτο.
Ήξερα πως δεν είχα τίποτα να περιμένω
μα δεν βρισκόμουν πια στην πρώτη νιότη μου
κι η σύνεση γινόταν μια πολυτέλεια δυσβάσταχτη.

                                                 Παρίσι, Νοέμβρης 1962

Τίτου Πατρίκιου, «Όπως οι γάτες»
Όπως οι γάτες όταν αρρωσταίνουν
κουρνιάζουν στις πιο απόμερες γωνιές
όσο μονάχες τους να γιάνουν
έτσι κι εγώ σ' αυτή την κόχη θ' απομείνω
όσο να πάψει το αίμα μου σε κάθε χτύπο
υπόγεια να σχηματίζει τ' όνομά σου.
(Παρίσι, Μάης 1960)
[πηγή: Τίτος Πατρίκιος, Θάλασσα Επαγγελίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σ. 24] 
« αλλά μ’ ο λυσιμελής ωταίρε δάμναται πόθος»
Αρχίλοχος

ΠΟΙΝΗ
Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου
λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτάω. 
ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΟ ΦΩΣ
Έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου
και κάνε πως ποτίζεις τη ματζουράνα σου
Ούτε μάνα εδώ, ούτε ένα χάδι,
ούτε μια γλυκιά κουβέντα, τα λόγια
φτάνουν αλλαγμένα στον προορισμό τους,
δεν φτάνουν, δεν ξεκινούνε καν, μένουν
στους τοίχους καρφωμένα να ψήνονται σαν τα χταπόδια.
Ούτε μάνα, ούτε μια γλάστρα να ποτίσεις,
γλυφό νερό, αρμυρός αγέρας, τα πρόσωπα
παίρνουν μιαν όψη αγάλματος έτσι που δένεται
η σάρκα με τ’ αλάτι-
μα εσύ ακόμα έβγαινες τα πρωινά στο παραθύρι
τυλιγμένη τη ζεστή αντηλιά του ύπνου
και μέσα απ’ την τριανταφυλλιά σου νυχτικιά
ένα ποτάμι φως χυνόταν στη διψασμένη μέρα.
Τόσο σπάταλη στο φως – ίσως το μάντευες
που η αντοχή σου στέρευε.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Χ
Πέφτει η βροχή στυφή
ξεπλένοντας τα πρόσωπα
ξεθωριάζοντας τις παλιές επιγραφές
νοτίζοντας τα σπίτια του νησιού
Στάζει η βροχή απ’ τους γιακάδες
γλιστράει μέσα στις τσέπες υγραίνει τα χέρια
μουσκεύει ένα ξεχασμένο γράμμα
αλλάζει την προσφώνηση σβήνει τη διεύθυνση
Βρέχει στη χλαίνη του χωροφύλακα
στις αποθήκες με τις κονσέρβες
στα τσουβάλια με το αλεύρι
βρέχει στο νεκροταφείο βρέχει στα χωράφια
κάπως ανήσυχοι οι νεκροί κάτι τους λείπει
δεν νοιάζονται να μεγαλώσουν οι σοδειές
βρέχει στους μουσαμάδες των βαρκάρηδων
στη βάρκα με τους επιβάτες
βρέχει στον προβολέα του πλοίου.
Μακρύς ο δρόμος απ’ την επιθυμία στην απόφαση
μακρύς απ’ την επιστροφή στην άλλη αναχώρηση

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΜΟΝΗ
Άλλο ένα σπίτι φιλικό
να μείνω μια βραδιά, ένα μήνα
ανάμεσα στη λίμνη και τα χαμηλά βουνά.
Μια βδομάδα, όχι πιο πολύ,
ένα μήνα, όχι περισσότερο, μακριά σου.
Η κάθε μέρα εδώ, πάνω στο τέλειωμά της,
δεν συναρμόζει με την άλλη.
Σαν πέφτει το σκοτάδι
βάζω κουρέλια στις χαραματιές
μην τύχει κι έμπει ο θάνατος,
όταν γυρίζει ο καιρός
αλλάζω ρούχα και περπατησιά
μην τύχει και μ’ αναγνωρίσει.
Άλλο ένα σπίτι φιλικό, άλλο ένα σπίτι ξένο
άλλη μια μέρα μ’ ανοιχτούς αρμούς.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ
Απ’ όλες τις αναχωρήσεις μου η πιο ανυπόμονη
αυτή που μ’ αναστάτωνε, ήταν σαν πήγαινα
να συναντήσω τη γυναίκα που αγαπούσα.

Ο χρόνος μού φαινόταν όσο ποτέ αργός
όμως τον γέμιζα με προγεύσεις ευτυχίας
χωρίς να προσέχω τους χώρους, τα τοπία
χωρίς να παρατηρώ τους άλλους ταξιδιώτες.

Την άφιξη μου έτρεχα ν’ αναγγείλω
απ’ τα δημόσια τηλέφωνα, δεν είχε τότε κινητά
η υποδοχή μου, πρέπει να πω, δεν ήταν πάντα
όπως την περίμενα, μα ό,τι κι αν γινόταν
το ταξίδι έμενε στη μνήμη μου ανεξίτηλο
οι χώροι, τα τοπία, εμφανίζονταν ξανά
ακόμα κι οι άγνωστοι συνταξιδιώτες.

Αργότερα το σκέφτηκα πως μπορεί κι εκείνοι
να μη βρήκαν φτάνοντας ό,τι προσδοκούσαν

ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ
Όπως κι αν έρθουνε τα πράγματα
όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες
πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται.
Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς.

Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Ποιητή/ ΕΔΩ

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Τα βότσαλα της ποίησης

Το βότσαλο είναι πέτρωμα το οποίο έχει λειανθεί από την παρουσία και ροή του νερού της θάλασσας, και το μέγεθος του ποικίλλει από 2 έως 64 χιλιοστά. Τα βότσαλα σε γενικές γραμμές θεωρούνται μεγαλύτερα από τους κόκκους της άμμου (οι οποίοι είναι διαμέτρου 2 εως 4 χιλιοστών) και μικρότερα από τις κροκάλες (διαμέτρου 64 έως 256 χιλιοστών).
Ένας βράχος που αποτελείται κυρίως από βότσαλα ονομάζεται κροκαλοπαγές.

Η υφή και το χρώμα των βοτσάλων ποικίλλει. Μπορούν να έχουν φλέβες χαλαζία και ιζηματογενούς βράχου διαφορετικού χρώματος από αυτό του υπόλοιπου βότσαλου. Συνήθως είναι λεία, αλλά ανάλογα με το πόσο συχνά έρχονται σε επαφή με τη θάλασσα, μπορεί να έχουν σημάδια από την επαφή με άλλα βότσαλα ή με βράχους.
Στα βότσαλα που βρίσκονται σε απόσταση από την παραλία και δεν έρχονται σε επαφή με το θαλασσινό νερό μπορεί να αναπτύσσονται λειχήνες και άλλοι οργανισμοί. Γενικότερα, τα κενά μεταξύ των βοτσάλων μιας παραλίας αποτελούν κρύπτες και περιβάλλον ανάπτυξης διάφορων οργανισμών.

Τα βότσαλα παρατηρούνται είτε σε παραλίες, είτε στην ξηρά σε μέρη που κατά το απώτερο παρελθόν υπήρχε παραλία.

Τα εργαλεία και κοσμήματα από βότσαλα είναι μεταξύ των παλαιότερων γνωστών αντικειμένων που κατασκεύασε ο άνθρωπος και χρονολογούνται από την Παλαιολιθική περίοδο, όπως αυτά που βρέθηκαν στο Ολντουβάι της Τανζανίας.
https://el.wikipedia.org

Το βότσαλο στην Ποίηση
Νίκος Γκάτσος "Αμοργός" 1942
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι

Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

ZBIGNIEW HERBERT (1924-1998)
ΒΟΤΣΑΛΟ
Το βότσαλο

είναι ένα τέλειο ον
ίσο με τον εαυτό του
με συνείδηση των ορίων του
γεμάτο ακριβώς
μ’ ένα βοτσαλένιο νόημα
με μιαν οσμή που δε θυμίζει τίποτα
δεν τρομάζει κανένα και δεν ξυπνάει καμιάν επιθυμία
η ψυχρότης κι η θερμότης του ισορροπούν
είναι δίκαιες και πλήρεις αξιοπρεπείας
αισθάνομαι βαθιά τύψη
κάθε φορά που το κρατώ στο χέρι μου
και το ευγενές σώμα του
επηρεάζεται απ’ την απατηλή ζέστη
- Τα βότσαλα δεν είναι δυνατόν να δαμαστούν
ως το τέλος θα μας κοιτούν
μ’ ένα σταθερό και τέλεια καθαρό μάτι
Μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς.
Από το βιβλίο: Χέρμπερτ, «Επιλογή από το έργο του», Η μικρή Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 37.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΙΒ΄

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει·
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη·
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά,
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.

Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.


Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.
Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»
ΘΑΛΑΣΣΑ θάλασσα

στο νου στην ψυχή και στις φλέβες μας θάλασσα.

Είδαμε τα πλοία να φέρνουν τις μυθικές χώρες
εδώ στην ξανθή αμμουδιά
όπου αργοπορούν οι βραδινοί οδοιπόροι.

Ντύσαμε τις παιδικές αγάπες μας
με νωπά φύκια.
Προσφέραμε στους θεούς της ακρογιαλιάς
όστρακα στιλπνά και βότσαλα.


Τ΄ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ- Γιάννης  Ρίτσος
 Ετούτα τ' άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι
λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει
από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας
δεν υποπτεύεται με το ριψοκίνδυνες
καταδύσεις τ' ανέβασες. Με τι
στερήσεις κι αρνήσεις τ' απέσπασες
από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων.
Γι' αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια
ν' αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ
να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
http://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/2014/02/blog-post.html

Οδυσσέας Ελύτης, «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο»
Ω αν ήταν δυνατόν ένα βότσαλο, κει που γυαλοκοπά καθώς αποτραβιέται το κύμα, ν' αποκτήσει, συνείδηση πως θα μάς καταλάβαινε!

 ART-Mikhail & Inessa Garmash
Η Μαρίνα των βράχων-Οδυσσέας Ελύτης-απόσπασμα
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού

Και τ' άρωμα των γυακίνθων –Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»-(απόσπασμα)
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς
Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης
(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.


 ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ – «ΤΟ ΕΛΑΒΕΣ;»
Από την ποιητική συλλογή της «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»


Σου ταχυδρόμησα ένα βότσαλο
χθες.


Στην άμπωτη το βρήκα
τη σαρκοφάγο κάθε πλημμυρίδας.

Ολόιδιο με πετρωμένο πρόσωπο λυγμού
απροσδιορίστου ηλικίας
– άγνωστο πότε εισχώρησε στο στέρνο μας
αυτό το θορυβώδες φέρσιμο των δακρύων
ούτε ξεκαθάρισε ποτέ
αν ο λυγμός είναι προϊόν των γεγονότων
για η κανονική ανάσα των ονείρων.

Ίδιο με πρόσωπο λυγμού.
Στενότερος του δέοντος
ο δρόμος του μετώπου
λίγο φουρνέλο στα ζυγωματικά
το στόμα λειωμένο
– είθε από τα’ ασίγαστα φιλιά
που του ‘δινε το κύμα.

Άθικτες οι κόγχες των ματιών.
Η μία μισάνοιχτη φρικιώσα
να περιγράψει τον διαρρήκτη
ή άλλη κούφια ορθάνοιχτη
να τον καθιερώσει.

Μόλις το λάβεις

εσύ που ξέρεις να πεταλώνεις χρώματα
και να δαμάζεις ποιάν απόχρωση
παίρνει το ακατόρθωτο όταν αφηνιάζει
ζωγράφισέ μου σε παρακαλώ
αυτές τις άδειες κόγχες
με χρώμα βαρύ, σιδερένιο, κλειστό
διπλαμπαρωμένο
να μοιάζουνε απόρθητες

στη μία να φυλάσσονται τ’ αμέτρητα
τ’ αμύθητα στην άλλη

να ξεγελιέμαι να μη βλέπω

να χάσκουν τόσο αδειανά
λεηλατημένα
αυτά τα θησαυροφυλάκια όσων είδαν

και τι δεν είδανε τα μάτια μας.

 Σάμιουελ Μπέκετ
Άτιτλα
Ο δικός μου τόπος βρίσκεται πάνω στη ρέουσα άμμο
ανάμεσα απ’ τα βότσαλα και τους αμμόλοφους

η καλοκαιρινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
και η ταλαιπωρημένη μου ζωή
τρέπεται σε φυγή
μία στην αρχή της και μία στο τέλος της

Η γαλήνη μου βρίσκεται εκεί-
στην υποχωρούσα ομίχλη

όταν ίσως παύσω να περπατώ
αυτά τα μακριά ασταθή κατώφλια
και ζήσω μέσα στο χώρο μιας πόρτας
που ανοίγει και κλείνει

 Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΧΑ / CUEVA DE NERJA/ Μεξικανής ποιήτριας και πεζογράφου
Xánath Caraza Για την Ισαβέλ

Στήλες χρόνου
σαν βότσαλα.

Ρέουν νότες μουσικές
στα ορυκτά,
σε κάθε εκατοστό
που προχωράει, ηχώ, ηχώ, ηχώ.

Φτερουγίσματα νερού
σε ρυθμικά διαστήματα,
διαβάζονται στις πτυχώσεις της γης,
στο κέντρο του θόλου
σαν πέτρινοι καταρράκτες,

κοιλότητα υγρή.
Στους άδειους θόλους
το μεγαλύτερο μέρος του αέρα γεμίζει τις αίθουσες.
Ο χρόνος απορροφάται
σε κάθε αναπνοή,
σε κάθε ανάσα
που παράγει μουσική από νερό.

Χτυπήματα λάσπης
τραγούδι κρυστάλλων
τσαλακωμένα σπλάχνα
από θόλους παλμικούς.

Το δέρμα της γης
ανοίγει, ανοίγει, ανοίγει.
(Cueva de Nerja, Ανδαλουσία, Ιούλιος 2013)


ΑΠΟ ΧΑΔΙ ΣΕ ΧΑΔΙ-Μιχάλης Γκανάς
Από χάδι σε χάδι
έγινε βότσαλο.
Καμιά παλάμη δεν τη θυμάται.
ΠΕΤΡΑ ΣΚΛΗΡΗ
 Κώστας Χαραλαμπίδης

Πέτρα  που πίστεψες
Πως ήσουνα σκληρή
Και πως κανείς δεν θα μπορέσει
Να σ´ αλλάξει
Τώρα έχεις γίνει στρογγυλή
Λιάζεσαι  στ ακρογιάλι εκεί
που  η θάλασσα σ' έχει πετάξει


Πέτρα που η θάλασσα
Βότσαλο σ έχει κάνει τώρα

Δεν ήρθε ακόμη η ώρα
Της θάλασσας τη δύναμη να νοιώσεις
Και θα το μετανιώσεις

Που πίστεψες πως ήσουνα
Εσύ η πιο σκληρή
Ο άνεμος όταν φυσήξει  πάλι
το κύμα θα σ αρπάξει
Απ τ ακρογιάλι
Μύργιες  φορές θα σε χτυπήσει
Θα σε λιώσει, άμμο θα σε κάνει ,και θα σ' απλώσει


Εκεί στην ακροθαλασσιά για να θυμάσαι
Πως δεν υπάρχουνε  σκληροί
Και πως το μαλακό νερό
Είναι από σένα πιο σκληρό !!


Φώτης Κόντογλου - Οἱ πέτρες (αποσπάσματα)
Πρώτη σύσταση, στερνὸ ἀπομεινάρι τῆς γῆς
*

Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσα νὰ μαζεύω βότσαλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν ἔχω ἀκόμα. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἕνα βράδυ, βρέθηκα κοντὰ στὴν ἀγαπημένη μου τὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βορεινὴ ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος ἔγερνε στὸ βασίλεμα. Φυσοῦσε λίγο βοριαδάκι, καὶ τὰ κύματα ἔρχονταν ἥμερα ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀφρίζανε ἀπάνω στὰ χαλίκια. Ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος ἄμα ἄκουσα τὸ ροχαλητὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ μὲ νανούρισε ἀπὸ τὴν κούνια μου. Πῆρα τὸ γιαλό-γιαλό, καὶ τράβηξα κατὰ κεῖ ποὺ ἔβγαινε ἕνας κάβος κ᾿ ἔκλεινε ὁ κόρφος.

Περπατοῦσα, λοιπόν, γιαλὸ-γιαλὸ καὶ μάζευα πέτρες. Εἶχε χρωματιστὰ χαλίκια λογῆς-λογῆς, μὰ ἡ θάλασσα τὰ ξέπλυνε κι ἀνάβανε τὰ γλυκὰ χρώματα ποὺ εἴχανε. Τὰ κύματα ἀφρίζανε δίπλα μου, βγάζοντας τὴ μυστικὴ βουή τους, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ἀνασαμιὰ τῆς θάλασσας, κι ἐγὼ ἔσκυβα κάθε τόσο κι ἔπαιρνα ἕνα χρωματιστὸ λιθάρι, κι ἀφοῦ τὸ κοίταζα καλά, τὸ ἔχωνα στὴν τσέπη μου, σὰ νά ῾τανε κανένα ρουμπίνι ἢ ζουμπρούτι.

Κάθε τόσο, κάθιζα χάμω καὶ κοίταζα, μιὰ κατὰ τὰ πέλαγο, μιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ πατοῦσα, τὶς δροσερόχρωμες κεῖνες πέτρες ποὺ στολίζανε τὸ σύνορο τῆς θάλασσας. Ὅπως μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πολιτείας κι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες της τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας, γεμίζοντας τ᾿ αὐτιά μου μὲ τὰ μυστικὸ καὶ βαρὺ ἴσο του, τὸ ἴδιο καὶ τὰ χαλίκια μὲ κάνανε νὰ ξεχάσω κάθε τι πολύπλοκο καὶ μάταιο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος.

Μάζεψα κάμποσα βότσαλα καὶ τὰ πῆγα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ τὰ φύλαξα. Ὕστερα ξαναγύρισα καὶ μάζεψα κι ἄλλα. Τί ἔμορφα κ᾿ ἐκφραστικὰ χρώματα ποὺ εἴχανε τὰ χαλίκια! «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Τί παράξενα κόκκινα, κεραμιδιά, βυσσινιά, τριανταφυλλιά, σταχτιὰ λογιῶν-λογιῶν, κίτρινα, ἀσπροκίτρινα, πορτοκαλλιά, μελιά, πρασινογάλαζα, λαδιά, μαῦρα, πρασινόμαυρα!


Σάν γύρισα στὸ σπίτι μου, τὶς ἔβαλα μέσα σ᾿ ἕνα τάσι, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ποὺ εἶχα μαζέψει ἄλλη φορά, κι ἔχυσα μέσα νερὸ γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦνε καὶ ξεθωριάσουν.

«Ἄχ! Τίποτα μέσα στὴν κάμαρα δὲν ἤτανε τόσο ἔμορφο, σὰν καὶ κεῖνες τὶς πέτρες, μήτε οἱ ζωγραφιές, μήτε τὰ κανάτια, μήτε τὸ παλιὸ κιλίμι ποὺ εἶναι στρωμένο χάμω. Ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰπωμένα ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται».
ΠΗΓΗ