Το βότσαλο είναι πέτρωμα το οποίο έχει λειανθεί από την παρουσία και ροή του νερού της θάλασσας, και το μέγεθος του ποικίλλει από 2 έως 64 χιλιοστά. Τα βότσαλα σε γενικές γραμμές θεωρούνται μεγαλύτερα από τους κόκκους της άμμου (οι οποίοι είναι διαμέτρου 2 εως 4 χιλιοστών) και μικρότερα από τις κροκάλες (διαμέτρου 64 έως 256 χιλιοστών). Ένας βράχος που αποτελείται κυρίως από βότσαλα ονομάζεται κροκαλοπαγές. Η υφή και το χρώμα των βοτσάλων ποικίλλει. Μπορούν να έχουν φλέβες χαλαζία και ιζηματογενούς βράχου διαφορετικού χρώματος από αυτό του υπόλοιπου βότσαλου. Συνήθως είναι λεία, αλλά ανάλογα με το πόσο συχνά έρχονται σε επαφή με τη θάλασσα, μπορεί να έχουν σημάδια από την επαφή με άλλα βότσαλα ή με βράχους. Στα βότσαλα που βρίσκονται σε απόσταση από την παραλία και δεν έρχονται σε επαφή με το θαλασσινό νερό μπορεί να αναπτύσσονται λειχήνες και άλλοι οργανισμοί. Γενικότερα, τα κενά μεταξύ των βοτσάλων μιας παραλίας αποτελούν κρύπτες και περιβάλλον ανάπτυξης διάφορων οργανισμών. Τα βότσαλα παρατηρούνται είτε σε παραλίες, είτε στην ξηρά σε μέρη που κατά το απώτερο παρελθόν υπήρχε παραλία. Τα εργαλεία και κοσμήματα από βότσαλα είναι μεταξύ των παλαιότερων γνωστών αντικειμένων που κατασκεύασε ο άνθρωπος και χρονολογούνται από την Παλαιολιθική περίοδο, όπως αυτά που βρέθηκαν στο Ολντουβάι της Τανζανίας. https://el.wikipedia.org Το βότσαλο στην Ποίηση Νίκος Γκάτσος "Αμοργός" 1942 Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
ZBIGNIEW HERBERT (1924-1998)
|
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017
Τα βότσαλα της ποίησης
Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017
OSCAR WILDE : Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΡΟΔΙΕΣ
Παρουσίαση
"Το τραγούδι της ήταν μαγευτικό. Γιατί τραγουδούσε για τους κάτοικους της θάλασσας πού σέρνουν τα παιδιά τους από σπηλιά σε σπηλιά και κουβαλάνε τα μικρά στους ώμους τους.
Για τους Τρίτωνες πού έχουν μακριές πράσινες γενειάδες και μαλλιαρά στήθια και πού όταν ο βασιλιάς περνάει εκείνοι φυσάνε μέσα από στριφτά κοχύλια, για το βασιλικό παλάτι που ολόκληρο είναι φτιαγμένο από κεχριμπάρι, η στέγη του από σμαράγδι κι έχει ένα πρεβάζι από μαργαριτάρια ολόλαμπρα.
Τραγουδούσε για τους κήπους της θάλασσας εκεί πού τα κοράλλια σαν ασημοκέντητες βεντάλιες σιώνται όλη μέρα, για τα ψάρια πού περιδιαβαίνουν σαν πουλιά από ασήμι, για τις ανεμώνες πού κολλάν στα βράχια και για τα ρόδινα βλαστάρια, πάνω στην κίτρινη άμμο πού σχηματίζει ραβδώσεις.
Τραγουδούσε για τις πελώριες φάλαινες πού έρχονται απ' τις βόρειες θάλασσες κι έχουν κοφτερά παγοκρύσταλλα κρεμασμένα στα φτερά τους. Για τις σειρήνες πού ξέρουν τόσα όμορφα τραγούδια, έτσι πού αναγκάζουν τους ναυτικούς να κλείνουν τ' αυτιά τους με κερί να μην τις ακούνε, γιατί αλλιώς θα βουτήξουν στο νερό και θα πνιγούν.
Για τις ναυαγισμένες γαλέρες με τα ψηλά κατάρτια, για τους παγωμένους ναύτες πάνω στα σκοινιά και τους κολιούς πού κολυμπάνε πότε μέσα, πότε έξω απ' τα λιμάνια. Για τα μικρούλια όστρακα πού είναι μεγάλοι ταξιδιώτες καθώς κολλάνε στην καρίνα των πλοίων γυρίζοντας έτσι σ' όλο τον κόσμο".
Ο κήπος με τις ροδιές του Όσκαρ Ουάιλντ αποτελείται από δύο κύκλους διηγημάτων του που η διεθνής κριτική κατάταξε στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Πρόκειται για τα πολύ γνωστά διηγήματα-παραμύθια: Ο ευτυχισμένος πρίγκηπας, Ο ψαράς και η ψυχή του, Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο, Τα γενέθλια της Ινφάντα, Το αστερόπαιδο, Μια διακεκριμένη ρουκέτα, Ο αφοσιωμένος φίλος, Ο σκληρόκαρδος γίγαντας και Ο μικρός βασιλιάς πού πολύ διαβάστηκαν και αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό κάθε ηλικίας.
Γραμμένα με τον γνώριμο ουαϊλδικό τρόπο, αποτελούν έναν αξεπέραστο συνδυασμό, λυρισμού, λεπτής ειρωνείας και θαυμάσιας γλώσσας.ΠΗΓΗ |
Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο(απόσπασμα) …«Είπε ότι θα χόρευε μαζί μου αν της έφερνα κόκκινα τριαντάφυλλα,» φώναξε ο νεαρός φοιτητής, «άλλα σ’ όλο τον κήπο μου δεν υπάρχει ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο… Θα χορεύει τόσο ανάλαφρα που τα πόδια της δεν θα αγγίζουν το δάπεδο, αλλά με μένα δεν θα χορέψει, γιατί δεν έχω κόκκινο τριαντάφυλλο να της προσφέρω», και σωριάστηκε κάτω στο γρασίδι, και έχωσε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του, και έκλαψε. Όμως η Αηδόνα κατάλαβε το μυστικό της θλίψης του φοιτητή, και κάθισε σιωπηλή στη βελανιδιά, και σκέφτηκε σχετικά με το μυστήριο του Έρωτα. Έτσι η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά που φύτρωνε κάτω από το παράθυρο του Φοιτητή. «Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι.» Αλλά το Δένδρο κούνησε το κεφάλι του. «Τα τριαντάφυλλά μου είναι κόκκινα,» απάντησε, «τόσο κόκκινα όσο τα πόδια του περιστεριού, και πιο κόκκινα από τις μεγάλες βεντάλιες του κοραλλιού που κυματίζουν και κυματίζουν στα σπήλαια του ωκεανού. Αλλά ο χειμώνας έχει παγώσει τις φλέβες μου, και η παγωνιά έχει κάψει τα μπουμπούκια μου, και η θύελλα έχει σπάσει τα κλαριά μου, και δεν θα έχω καθόλου τριαντάφυλλα αυτό το χρόνο.» |
«Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο είναι το μόνο που θέλω,» φώναξε η Αηδόνα, «μόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο! Δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον όποιο να μπορέσω να το αποκτήσω;» «Υπάρχει ένας τρόπος,» απάντησε το Δένδρο, «αλλά είναι τόσο τρομερός που δεν τολμώ να σου τον πω.» «Πες τον μου,» είπε η Αηδόνα, «Δεν φοβάμαι.» Αν θέλεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» είπε το Δένδρο, «πρέπει να το δημιουργήσεις από τη μουσική στο φως του φεγγαριού, και να το βάψεις με το αίμα της ίδιας σου της καρδιάς. Πρέπει να μου τραγουδήσεις με το στήθος σου πάνω σε ένα αγκάθι. Όλο το βράδυ πρέπει να μου τραγουδήσεις, και το αγκάθι πρέπει να τρυπήσει την καρδιά σου, και το αίμα της ζωής σου πρέπει να τρέξει μέσα στις φλέβες μου, και να γίνει δικό μου.» «Ο Θάνατος είναι μεγάλο τίμημα να πληρώσει (κάποιος) για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε η Αηδόνα, «και η Ζωή είναι πολύ ακριβή για όλους. Είναι ευχάριστο να κάθεσαι στο πράσινο δάσος, και να παρακολουθείς τον Ήλιο στο άρμα του από χρυσό, και τη Σελήνη στο άρμα της από μαργαριτάρια. Γλυκό είναι το άρωμα του κράταιγου, και γλυκοί είναι οι άγριοι υάκινθοι που κρύβονται στην κοιλάδα, και η ερείκη που ανθίζει στο λόφο. Ωστόσο ο έρωτας είναι καλύτερος από την Ζωή, και τι είναι η καρδιά ενός πουλιού συγκρινόμενη με την καρδιά ενός ανθρώπου;» |
Έτσι άπλωσε τα καστανά φτερά της για πτήση, και υψώθηκε στον αέρα. «Να είσαι ευτυχισμένος,» φώναξε η Αηδόνα, «να είσαι ευτυχισμένος, θα το έχεις το κόκκινό σου τριαντάφυλλο. Θα το φτιάξω από μουσική στο φεγγαρόφωτο, και θα το βάψω με της ίδιας της καρδιάς μου το αίμα. Και όταν η Σελήνη έλαμψε στους ουρανούς η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά, και έβαλε το στήθος της πάνω στο αγκάθι. Όλο το βράδυ τραγουδούσε με το στήθος της πάνω στο αγκάθι, και η ψυχρή κρυστάλλινη Σελήνη έσκυψε και αφουγκράστηκε. Όλη νύχτα τραγουδούσε, και το αγκάθι έμπαινε όλο και βαθύτερα στο στήθος της, και το αίμα της ζωής της άδειαζε από μέσα της. Τραγούδησε πρώτα για τη γέννηση της αγάπης στην καρδιά ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Και στο πιο ψηλό κλαδάκι της Τριανταφυλλιάς άνθισε ένα θαυμάσιο τριαντάφυλλο, πέταλο με το πέταλο, τραγούδι με το τραγούδι. Ωχρό ήταν, στην αρχή, όπως η καταχνιά που κρέμεται πάνω από το ποτάμι – ωχρό σαν τα πόδια τού πρωινού, και ασημένιο σαν τα φτερά της αυγής. Σαν τη σκιά ενός τριαντάφυλλού σε καθρέφτη από ασήμι, σαν τη σκιά ενός τριαντάφυλλού σε λίμνη νερού, έτσι ήταν το τριαντάφυλλο που άνθισε στο ψηλότερο κλαδάκι του Δένδρου. Μα το Δένδρο φώναξε στην Αηδόνα να πιέσει περισσότερο πάνω στο αγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρή Αηδόνα», φώναξε το Δένδρο, «αλλιώς η Μέρα θα ‘ρθει πριν να τελειώσει το τριαντάφυλλο.» Έτσι η Αηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στο αγκάθι, και ολοένα και δυνατότερο έγινε το τραγούδι της, καθώς τραγούδαγε για τη γέννηση του πάθους στην ψυχή ενός άνδρα και μίας κόρης. Και μία απαλή απόχρωση από ροζ ήρθε στα φύλλα του τριαντάφυλλου, σαν το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπο του γαμπρού όταν φιλά τα χείλη της νύφης. Αλλά το αγκάθι δεν είχε ακόμα φτάσει στην καρδιά της, κι έτσι η καρδιά του τριαντάφυλλου παρέμενε λευκή, καθώς μόνο το αίμα της καρδιάς ενός Αηδονιού μπορεί να κοκκινίσει την καρδιά ενός ρόδου. Και το Δένδρο φώναξε στην Αηδόνα να πιέσει περισσότερο πάνω στο αγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρή Αηδόνα», φώναξε το Δένδρο, «αλλιώς η Μέρα θα ‘ρθει πριν να τελειώσει το τριαντάφυλλο.» Έτσι η Αηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στο αγκάθι, και το αγκάθι άγγιξε την καρδιά της, και μία άγρια σουβλιά πόνου τη διαπέρασε. Πικρός, πικρός ήταν ο πόνος, και όλο και πιο ξέφρενο γινόταν το τραγούδι της, καθώς τραγουδούσε για τον Έρωτα που τελειοποιείται με το Θάνατο, για τον Έρωτα που δεν πεθαίνει στο μνήμα. |
Και το θαυμάσιο ρόδο έγινε βαθυκόκκινο, σαν το ροδόχρωμα του ουρανού της ανατολής. Βαθυκόκκινη ήταν η γιρλάντα από πέταλα, και πορφυρή σα ρουμπίνι ήταν η καρδιά. Μα της Αηδόνας η φωνή γινόταν όλο και πιο αχνή, και τα μικρά φτερά της άρχισαν να τρέμουν, και μία λεπτή μεμβράνη σκέπασε τα μάτια της. Όλο και πιο αδύναμο γινόταν το τραγούδι της, και ένοιωσε κάτι να την πνίγει στο λαιμό. Τότε έβγαλε ένα τελευταίο ξέσπασμα μουσικής. Η λευκή Σελήνη το άκουσε, και ξέχασε την αυγή, και παρέμεινε στον ουρανό. Το κόκκινο ρόδο το άκουσε, και τρεμούλιασε σύγκορμο από έκσταση, και άνοιξε τα πέταλά του στον κρύο πρωινό αέρα. Η ηχώ το μετέφερε στις πορφυροβαμμένες της σπηλιές στους λόφους, και ξύπνησε τους κοιμισμένους τσοπάνηδες από τα όνειρα τους. Αρμένισε μέσα από τα καλάμια του ποταμού, και αυτά μετέφεραν το μαντάτο του στη θάλασσα. «Κοίτα, κοίτα!» φώναξε το δένδρο, «το τριαντάφυλλο είναι έτοιμο τώρα», μα η Αηδόνα δεν έδωσε καμία απάντηση, γιατί κειτόταν νεκρή στο ψηλό χορτάρι, με το αγκάθι στην καρδιά της. “Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο” – Oscar Wilde Μετάφραση: Περικλής Γιαννόπουλος |
Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017
Τα Θαλασσοπούλια στις ελληνικές θάλασσες
foto from Ortsa.gr Τα Θαλασσοπούλια στις ελληνικές θάλασσες Θαλασσοπούλια δεν είναι μόνο οι γλάροι! Αλλά ακόμα και αυτοί δεν είναι όλοι ίδιοι μεταξύ τους. Οι ελληνικές θάλασσες φιλοξενούν έξι είδη θαλασσοπουλιών: τον Αιγαιόγλαρο, τον Ασημόγλαρο, τον Θαλασσοκόρακα, τον Αρτέμη, τον Μύχο και τον Υδροβάτη. Το να ψάχνεις την τροφή σου στη θάλασσα είναι μια δύσκολη δουλειά. Όπως και οι ψαράδες όμως έτσι και τα θαλασσοπούλια έχουν δύο επιλογές: ή τη σιγουριά της γνωστής ακτής με τα μικρά όμως κοπάδια ψαριών ή τη μεγάλη ανταμοιβή με τις σπουδαίες ψαριές που ωστόσο βρίσκονται στο άγνωστο πέλαγος. Τα θαλασσοπούλια που ψαρεύουν κοντά στην ακτή μετακινούνται πολύ λιγότερο από τα είδη που βγαίνουν στο ανοιχτό πέλαγος. Τα παράκτια είδη, όπως λέγονται, θα τα δούμε να πετάνε κατά μήκος των ακτών, να γυρίζουν στα λιμάνια, να κάθονται στα βράχια και το πολύ-πολύ μετακινούνται από νησί σε νησί. Τα θαλασσοπούλια που ανήκουν σε αυτά τα είδη διανύουν μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα ανά μέρα. Τα παράκτια θαλασσοπούλια του Αιγαίου, το Θαλασσοκόρακα, τον Αιγαιόγλαρο και τον Ασημόγλαρο δεν θα τα δούμε να τρέφονται στα ανοιχτά εκτός κι αν ακολουθούν κάποιο ψαροκάικο, εκεί δηλαδή όπου η τροφή είναι εξασφαλισμένη. Αντίθετα, τα πελαγικά θαλασσοπούλια είναι αξεπέραστα στο πέταγμα, διανύουν τεράστιες αποστάσεις κάθε μέρα και δεν θα τα δούμε συχνά κοντά στη στεριά. Έτσι στα ανοιχτά θα δούμε τα πελαγικά είδη, δηλαδή τον Αρτέμη και το Μύχο και τον μικροσκοπικό Υδροβάτη. Όσον αφορά τις αποστάσεις που μπορεί να διανύσουν τα πελαγικά θαλασσοπούλια ενδεικτικά, ο Αρτέμης μπορεί άνετα να διανύσει 500 χιλιόμετρα σε μια διαδρομή ρουτίνας για να φέρει τροφή στη φωλιά! Γνωρίστε τα θαλασσοπούλια που ζουν στις ελληνικές θάλασσες: Ο κατεξοχήν γλάρος του πελάγους αναγνωρίζεται από το σκουρόχρωμο κόκκινο ράμφος. Αποφεύγει τα κατοικημένα νησιά, προτιμώντας να ψαρεύει στην ανοιχτή θάλασσα και να φωλιάζει ομαδικά στις ακατοίκητες νησίδες. Οι περισσότερες αποικίες Αιγαιόγλαρου στην Ελλάδα βρίσκονται στο νότιο και το ανατολικό Αιγαίο. Οι άνθρωποι ψαρεύουν εντατικά στα παράκτια νερά και παίρνουν τα μικρά αφρόψαρα που είναι η μοναδική τροφή του. Επιπλέον, όταν επισκέπτονται τις ακατοίκητες νησίδες διώχνουν τους ενήλικους Αιγαιόγλαρους αφήνοντας αυγά και νεοσσούς εκτεθειμένα στο ζεστό ήλιο και τους θηρευτές, όπως οι Ασημόγλαροι, οι γάτες και οι αρουραίοι. Θαλασσοκόρακας: ο επίμονος δύτης Ο Θαλασσοκόρακας δεν ταυτίζεται με την κλασσική εικόνα των θαλασσοπουλιών. Συνήθως συναντάται σαν μια μαύρη φιγούρα που κάθεται στα βράχια της ακτής ή να κολυμπά μισοβυθισμένος στο νερό. Ψαρεύει κολυμπώντας κάτω από την επιφάνεια και γι’ αυτό μπορεί να πιαστεί και να πνιγεί σε δίχτυα ή να προσβληθεί από πετρελαιοκηλίδες. Υπάρχει παντού στις ελληνικές θάλασσες, αλλά σε μικρούς αριθμούς και είναι πιο κοινός στο κεντρικό και το βόρειο Αιγαίο.
Ο γνώριμος γλάρος
πίσω από τα πλοία και πάνω από τη στεριά. Χάρη στην άφθονη τροφή που
βρίσκει στους σκουπιδότοπους, έχει πολλαπλασιαστεί υπερβολικά με
αποτέλεσμα να επιβαρύνει άλλα θαλασσοπούλια, αρπάζοντας αυγά και
νεοσσούς ή καταλαμβάνοντας τις καλύτερες θέσεις φωλιάσματος.
Μοιάζει με γλάρο, αλλά συγγενεύει με τα άλμπατρος τα θαλασσοπούλια των ωκεανών του νότου και -όπως αυτά- νοιώθει άνετα στην ανοιχτή θάλασσα και διανύει καθημερινά εκατοντάδες χιλιόμετρα πετώντας ανάμεσα στα κύματα. Φωλιάζει στις ακατοίκητες νησίδες της Μεσογείου, αλλά ξεχειμωνιάζει στον νότιο Ατλαντικό. Διαβάστε περισότερα / ΕΔΩ |
Η ''ποίηση'' των γλάρων
Γυναίκα Νίκος Καββαδίας (απόσπασμα) Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία. Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα. Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει. Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες; Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες Αρμίδα-Νίκος ΚαββαδίαςΗ πλώρια Γοργόνα μια βραδιάπήδησε στον πόντο μεθυσμένη,δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιάτου Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.Κι έπειτα στις ξέρες του Ακοράτσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλητέρατα βαμμένα πορφυράμε φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.
Σα γλάρος μαυροφτέρουγος πετά η ψυχή μου, σμίγει
με την ψυχούλα του νερού και τηνε πάει ο άνεμος και τηνε πάει το κύμα κι είναι παιχνίδι του καιρού. Σβήνω τη μουσική του αγέρα Και σε ακούω Πλάση από τριαντάφυλλα Κι από σύννεφα Τώρα που μιλούν οι γλάροι Και κρέμεται η θάλασσα Σαν σφεντόνα Πάνω σε μιά παροδικη Απουσια Η φωνή σου είναι το φως που πέφτει σαν σκιά Σαν να ήτανε Βουνό θεόρατο Ο ήλιος. (1939)
Έλα.Οι γλάροι μ' αναγγέλνουν -Γιώργος Σαραντάρης
|
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)