I am a dreamer. I know
so little of real life that I just can’t help re-living such moments as
these in my dreams, for such moments are something I have very rarely
experienced. I am going to dream about you the whole night, the whole week, the whole year. I feel I know you so well that I couldn’t have known you better if we’d been friends for twenty years. You won’t fail me, will you? Only two minutes, and you’ve made me happy forever. Yes, happy. Who knows, perhaps you’ve reconciled me with myself, resolved all my doubts. Fyodor Dostoyevsky, White Nights Portrait of Dostoyevsky by Vasily Perov, 1872 Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι υπήρξε κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γεννήθηκε το 1821 στη Μόσχα. Μελέτησε την κοινωνία και τον κόσμο όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη. Θέμα των έργων του, η ίδια η ζωή. Είδε από κοντά τις υποβαθμισμένες συνοικίες, γνώρισε τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών ανθρώπων και στη συνέχεια μετέφερε τις εικόνες αυτές στα μυθιστορήματα του. Ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης. Εναντιώθηκε στην πολιτική του Τσάρου Νικολάου του Α'. Αυτή του η στάση είχε αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για συνωμοσία και να καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Τα χρόνια του εγκλεισμού του στις φυλακές του Όμσκ υπέφερε τρομερά βασανιστήρια και εξευτελισμούς. Το 1859 επέστρεψε στην Πετρούπολη, ο μόνος τρόπος για να συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή. Άρχισε λοιπόν να γράφει συνέχεια και ακούραστα με αποτέλεσμα να καταφέρει να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχετικά άνετα. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και η προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Θεωρείται ως ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Ilya Glazunov, Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky Φιόντορ Ντοστογιέφσκι - Ο παίχτης Πιεζόμενος από τους δανειστές του αλλά και από τον εκδότη Στελόφσκι, ο Ντοστογιέφσκι γράφει μέσα σε λίγες εβδομάδες, τον Οκτώβριο του 1866 τον Παίκτη. Το μυθιστόρημα αυτό αποτέλεσε την αφορμή της γνωριμίας του Ντοστογιέφσκι με τη δεύτερη σύζυγό του, Άννα Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, η οποία στάθηκε πλάι του, στο ρόλο του φύλακα αγγέλου, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Παίκτης έχει αυτοβιογραφική βάση και περιλαμβάνει τις εμπειρίες του δημιουργού του από την εποχή του δεύτερου ταξιδιού του στο εξωτερικό, το 1863, στις γερμανικές λουτροπόλεις Βισμπάντεν και Χόμπουργκ, όπου ο Ντοστογιέφσκι γνώρισε τον κόσμο της ρουλέτας και του χαρτοπαίγνιου και γοητεύθηκε για ένα διάστημα από αυτόν. Από μικρό παιδί έχει το πάθος των χαρτιών – αλλά μόνο στην Ευρώπη ανακαλύπτει το διαβολικό καθρέφτη της νευρικότητάς του: το Κόκκινο και το Μαύρο, τη ρουλέτα, αυτό το τόσο επικίνδυνο παιχνίδι μέσ’ στον πρωτόγονο δυϊσμό του. Η πράσινη τσόχα του Μπάντεν, η ρουλέτα του Μόντε-Κάρλο είναι οι εντονότερες εκστάσεις του στην Ευρώπη: τον υπνωτίζουν πιο πολύ απ’ τη Μαντόνα της Σιξτίνα, απ’ τ’ αγάλματα του Μιχαήλ Άγγελου, απ’ τα μεσηβρινά τοπία, απ’ την τέχνη και τον πολιτισμό ολόκληρου του κόσμου. Επειδή εκεί βρίσκει την ένταση, την τελεσίδικη απόφαση: μαύρο ή κόκκινο, μονά ή ζυγά, ευτυχία ή εκμηδένιση, χασούρα ή κέρδος – συμπυκνωμένα στα δευτερόλεπτα εκείνα που η ρόδα γυρίζει: η ένταση συγκεντρωμένη μέσ’ σ’ αυτή την αστραπή του πόνου ή της απόλαυσης, όπως τη λαχταράει η ιδιοσυγκρασία του. Στο πρόσωπο του βασικού ήρωα, του Αλεξέι Ιβάνοβιτς, αντανακλώνεται πολλές από τις ψυχολογικές δοκιμασίες που υπέστη τότε ο Ντοστογιέφσκι, ενώ στο χαρακτήρα της Πωλίνας αντανακλάται ο ψυχικός κόσμος της Πωλίνας Σουσλόβα, της τότε αγαπημένης του. Παράλληλα, στα πρόσωπα των υπόλοιπων ηρώων του, ο Ντοστογιέφσκι σατιρίζει με ιδιαίτερα έντονο τρόπο τα ήθη των Δυτικοευρωπαίων, ιδίως των Γάλλων, και τον ηθικό μαρασμό της Γαλλίας κατά την περίοδο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, ενώ τονίζει την ηθική υπεροχή των, έστω και ξεπεσμένων, Ρώσων ηρώων του απέναντί τους. Πηγή https://athens.indymedia.org/post/853401/
"Θα προτιμούσα να ζήσω όλη μου τη ζωή σε μια τσερκέζικη σκηνή παρά να προσκυνήσω το γερμανικό είδωλο".
"Ποιο είδωλο;" φώναξε ο στρατηγός που είχε αρχίσει να θυμώνει.
"Το γερμανικό τρόπο πλουτισμού. Δεν είμαι καιρό εδώ κι όμως έχω παρατηρήσει πράγματα που κάνουν την ταταρική μου φύση να αγανακτεί. Μα την αλήθεια μακριά από κάτι τέτοιες αρετές! Χτες περπάτησα καμία δεκαριά χιλιόμετρα στα περίχωρα. Λοιπόν είναι ακριβώς όπως στα ηθικοπλαστικά βιβλία, ξέρετε εκείνα τα μικρά εικονογραφημένα βιβλία που κυκλοφορούν στη Γερμανία: όλα τα σπίτια έχουν τον πατέρα τους, έναν υπερβολικά ενάρετο και τίμιο άνθρωπο, τόσο τίμιο που φοβάται κανείς να τον πλησιάσει. .....Λοιπόν εδώ η κάθε οικογένεια είναι υποταγμένη, τυφλά υποταγμένη στον πατέρα. Δουλεύουν όλοι σαν τα ζώα και κάνουν οικονομία σαν Εβραίοι. Όταν ο πατέρας συγκεντρώσει κάποιο σημαντικό ποσό, μεταβιβάζει τη δουλειά ή τα κτήματα του στον πρωτότοκο γιο του. Για αυτό αρνιέται να δώσει προίκα στη κόρη του που έτσι καταδικάζεται να μείνει γεροντοκόρη. Ο μικρότερος γιος είναι αναγκασμένος να δουλέψει σκληρά, κι όσα κερδίζει, τα προσθέτει στο κεφάλαιο της οικογένειας που όσο πάει και αυξάνεται. Ναι αυτό γίνεται εδώ, το έχω ερευνήσει. Και το μοναδικό κίνητρο για όλα είναι η τιμιότητα, μια τιμιότητα που φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε ο μικρότερος γιος φαντάζεται ότι τον εκμεταλλεύονται από τιμιότητα…» Ο παίκτης - Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (απόσπασμα)
- Παραφλυαρήσατε και
χάσατε τον ειρμό σας. Αν όχι εμένα, την εχτιμησή μου νομίζετε όμως πως
θα μπορέσετε να την αγοράσετε με χρήματα.
-
Ελάτε δα, κάθε άλλο. Σας είπα πως μου είναι δύσκολο να εξηγηθώ. Με
πνίγετε. Μη θυμώνετε για τη φλυαρία μου. Καταλαβαίνεται, γιατί δεν κάνει
να θυμώνει κανείς μαζί μου: είμαι απλούστατα τρελός. Άλλωστε το ίδιο μου κάνει κι αν θυμώνετε. Φτάνει πάνω στην καμαρούλα μου να θυμηθώ και να φανταστώ το θρόισμα μονάχα του φουδτανιού σας, κι είμαι έτοιμος να καταδαγκώσω τα χέρια μου. Και γιατί τάχα να θυμώνετε μαζί μου; Γιατί ονομάζω τον εαυτό μου δούλο; Επωφεληθείτε, επωφεληθείτε απ’ τη δουλεία μου επωφεληθείτε! Το ξέρετε πως κάποτε θα σας σκοτώσω; Δε θα σας σκοτώσω γιατί θα πάψω να σας αγαπώ ή θα σας ζηλεύω, μα έτσι – απλούστατα θα σας σκοτώσω, γιατί κάποτε με τραβάει κάτι να σας κατασπαράξω. Γελάτε...
- Δε γελώ καθόλου – είπε με θυμό – Σας διατάζω να σωπάσετε.
Σταμάτησε
βαρυανασαίνοντας από οργή. Μα το θεό δεν ξέρω αν ήταν ωραία αλλά μ’
άρεσε πάντα να την κυττάζω σα σταματούσε μπροστά μου και για το λόγο
τούτο ευχαριστιόμουνα συχνά να προκαλώ την οργή της. Μπορεί να το είχε
προσέξει και θύμωνε επίτηδες. Της είπα αυτό που σκέφτηκα.
- Τί αισχος – φώναξε μ’ αποστροφή.
-
Μου είναι αδιάφορο – εξακολούθησα – Ξέρετε ακόμα πως είναι επικίνδυνο
να περπατούμε οι δυό μας: πολλές φορές με είχε καταλάβει μια ακαταμάχητη
επιθυμία να σας χτυπήσω να σας παραμορφώσω να σας πνίξω. Και τι
νομίζετε, δε θα φτάσουμε ως αυτού; Θα με κάνετε να φτάσω σε παροξυσμό.
Λέτε να φοβάμαι το σκάνδαλο; Την οργή σας; Τι είναι για μένα ο θυμός
σας; Αγαπώ χωρίς ελπίδα, και ξέρω πως έπειτα απ’ την πράξη αυτή θα σας αγαπώ χίλιες φορές περισσότερο. Αν καμιά φορά σας σκοτώσω θα πρέπει κι εγώ να σκοτωθώ. Κι όμως εγώ θ’ αργήσω όσο μπορώ να σκοτωθώ για να νιώσω αυτόν τον αβάσταχτο πόνο του χαμού σας. Ξέρετε κάτι απίστευτο: μέρα με τη μέρα σας αγαπώ περισσότερο, κι αυτό είναι σχεδόν ανυπόφορο. Πως ύστερα απ’ όλα αυτά να μην είμαι μοιρολάτρης; Θυμάστε τρεις μέρες πριν στο Σλάνγκεμπεργκ, σας ψιθύρισα αυτό που σείς προκαλέσατε: πέστε μια λέξη κι εγώ θα πέσω μέσα σ’ αυτό το βάραθρο. Αν είχατε πει αυτή τη λέξη θάχα πέσει τότε. Πως είναι δυνατόν να μην πιστεύετε πως θά ‘πεφτα;
- Τί κουτή φλυαρία! – φώναξε η Πολίνα.
-
Δε με νοιάζει διόλου, αν είναι κουτή ή γνωστική – φώναξα. – Ξέρω μονάχα
πως μπροστά σας έχω ανάγκη να μιλώ – κι εγώ μιλώ. Χάνω όλο μου τον
εγωισμό μπροστά σας κι αυτό μου είναι αδιάφορο.
- Γιατί να σας ανάγκαζα να πέσετε στο Σλάνγκεμπεργκ; είπε κείνη ξερά. Αυτό θα ήτανε εντελώς ανώφελο για μένα.
-
Θαυμάσια! Φώναξα, τόπατε επίτηδες αυτό το υπέροχο «ανώφελο», για να με
πνίξετε. Σας βλέπω δα πέρα ως πέρα. Ανώφελο, λέτε;
Μα η ευχαρίστηση πάντα είναι ωφέλιμη, και μια άγρια, απεριόριστη εξουσία, έστω και σε μια μύγα, είναι κι αυτή στο είδος της μια απόλαυση. Ο άνθρωπος είναι δεσπότης από φυσικού του κι αγαπάει να βασανίζει. Αυτό σας αρέσει φοβερά.
Μετάφραση από τα Ρώσικα: Αθηνά Σαραντίδη
Εκδόσεις: Γκοβόστη
http://gianniszelianaios.blogspot.gr/2008/10/blog-post.html
Mikhail Andreevich Dostoevsky and Maria Ivanovna Dostoevskaya From /http://pages.stolaf.edu/russian261-fall2014/russian-lit-main-page/dostoevsky/
Dostoyevsky, 1872.
Image from www.fdostoevsky.ru
Anna Dostoevskaya portrait
of the wife of Russian writer Feodor Dostoevsky ( or Fyodor Dostoyevsky /
Dostoevsky ) , 1878 . The Dostoevsky museum in Moscow .
The Dostoevsky family -from http://pages.stolaf.edu/russian261-fall2014/russian-lit-main-page/dostoevsky/
Tomb of the novelist Fyodor Dostoevsky in the Necropolis of Masters of Art |
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016
Ο παίκτης - Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky)
Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016
Παραθέματα ποιητικού λόγου για τη ''Μοίρα''
Παραθέματα ποιητικού λόγου για τη ''Μοίρα'' | ||||||||||||||
Μικρή Πράσινη Θάλασσα(απόσπασμα, Οδυσσέας Ελύτης)
|
Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016
Ιούλιος! Καλό μήνα!
|
Πίνακας, Γιάννης Τσαρούχης
|
Οδυσσέας Ελύτης- Γυμνός, Ιούλιο Μήνα ("Ο Μικρός Ναυτίλος") Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε Mόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. (Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος) «Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ’ ένα στεντόρειο μεσημέρι, γεμάτο τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, νάρθει η ώρα που θα δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις δροσερό νερό, καφέδες, και σιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.» Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt Γιάννης Ρίτσος, [Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου] Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών και των γρύλων – έλεγε, – το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς αγκυροβολημένο στο παλιό τζάκι της καλύβας, η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς – δε σου ζητούν αποδείξεις, οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση, υπάρχουμε, μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της θερινής νύχτας, τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα, οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές, τα κορίτσια ξύπνια, η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της, το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι. Ο μικρός ακούρευτος βοσκός ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων, τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού, το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του, τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε, έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο και ξάπλωσε μόνος, σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του, (μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας), κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα – Άγνωστη γνώση γνώση του σώματος, άγνωστο σώμα.
|
Σάββατο 11 Ιουνίου 2016
Πέτρινος Χρόνος (Μακρονησιώτικα)-Γιάννης Ρίτσος
Πηγή φωτογραφίας http://www.travelstyle.gr Μονεμβασιά: Το «πέτρινο καράβι» του Ρίτσου«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου.Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» (Τρίστιχα Γ).Η Καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς, στέκει πάνω στο βράχο αγέρωχη αγναντεύοντας τις ανατολικές ακτές της Πελοποννήσου, από τον 6ο μ.Χ. αιώνα ως σήμερα. Η Μονεμβασιά, η πόλη των 40 εκκλησιών με τις καμάρες και τα λιθόστρωτα καντούνια, είναι το βυζαντινό και βενετσιάνικο στολίδι της περιοχής. Ιδρύθηκε από τους Λακεδαιμόνιους και στην συνέχεια πέρασαν από τα χώματά της διάφοροι κατακτητές. Μετά την παπική κατοχή την κατέλαβαν οι Ενετοί και έπειτα οι Τούρκοι. Το 1821 ήταν από τις πρώτες οχυρές πόλεις της Πελοποννήσου που απελευθερώθηκε. Είναι η γενέθλια πόλη του Ποιητή της Ρωμιοσύνης, Γιάννη Ρίτσου, όπου και βρίσκεται σήμερα ο τάφος του. |
O Γιάννης Ρίτσος με συντρόφους του στη Μακρόνησο.Το 1949, o Γιάννης Ρίτσος, μεταφέρεται στην Μακρόνησο. Συνεχίζει να γράφει, αν και απαγορεύεται. Zωγραφίζει όπου και όπως μπορεί: Σε πέτρες, ξύλα, κόκαλα ζώων. Συνεξόριστοί του, κυρίως ο Μάνος Κατράκης, κρύβουν τα ποιήματά του μέσα σε μπουκάλια και τα θάβουν στη Μακρόνησο, για να τα σώσουν.Εδώ το 1949,ο ποιητής γράφει τον «Πέτρινο χρόνο» (που έχει τον υπότιτλο «Μακρονησιώτικα»)Εκδόθηκαν για πρώτη φορά από το εκδοτικό του ΚΚΕ, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», τον Ιούλη του 1957 στο Βουκουρέστι, στην πολιτική προσφυγιά. Αν και ο τίτλος που είχε δώσει ο ποιητής στη συλλογή ήταν «Πέτρινος Χρόνος», κατά την αποστολή των δακτυλογραφημένων χειρογράφων στο Βουκουρέστι παράπεσε το εξώφυλλο κι έτσι πρωτοκυκλοφόρησαν με τον αυτοσχέδιο τίτλο «Μακρονησιώτικα». Ο «Πέτρινος Χρόνος», με τον αρχικό του πια τίτλο, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1974 σε αναθεωρημένη από τον ποιητή έκδοση, από τις εκδόσεις «Κέδρος». Πηγή http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8441595 Γιάννης Ρίτσος, Μακρονησιώτικα, 1957(αποσπάσματα) Ένας ήλιος από πέτρα ταξίδεψε πλάι μας, καίγοντας τον αγέρα και τ’ αγκάθια της ερημιάς, τ’ απόγεμα στάθηκε στην ούγια της θάλασσας σαν κίτρινος γλόμπος σ’ ένα μεγάλο δάσος θύμηση. Πέτρινο το κρεβάτι που κοιμόμαστεπέτρινο το ψωμί όπου ακονίζουμε τα δόντια μας πέτρινο το χέρι όπου ακουμπάει το σαγόνι της η νύχτα. «Ολα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι, το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα, τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε απλά κι όμορφα- σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο». Δε μιλάνε Τηράνε την αντιφεγγιά της Αθήνας τηράνε τον ποταμό του Ιορδάνη σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι. Δεν το πιστεύαμε ποτές, νάναι τόσο σκληροί οι ανθρώποι Δεν το πιστεύαμε ποτές νάχει τόση αντοχή η καρδιά μας. «Οι ρίζες του κόσμου» Κάτου απ’ τη δίψα μας είναι οι ρίζες του κόσμου. Πέρασε πολύς καιρός. Ό,τι πήραμε μαζί μας απ’ τα σπίτια μας όλα τρυπήσανε, λυώσανε. Απ’ το πολύ που κοιτάξαμε τη θάλασσα τους ανθρώπους και την καρδιά μας, τα μάτια μας γέμισαν αύριο. Δεν είναι ένα παράθυρο να κοιτάξουμε τη θάλασσα Αλλιώς κοιτιέται η θάλασσα απόνα παράθυρο αλλιώς πίσω απ’ το συρματόπλεγμα. Από τη συλλογή Πέτρινος χρόνος (1949) Γιάννη Ρίτσου, «Α. Β. Γ.»Τρία μεγάλα γράμματαγραμμένα μ’ ασβέστη στη ραχοκοκκαλιά της Μακρόνησος. (Όταν ερχόμαστε με το καράβι στριμωγμένοι ανάμεσα στους μπόγους και στις υποψίες μας τα διαβάσαμε πάνου απ’ το κατάστρωμα κάτου απ’ τις βρισιές του χωροφύλακα, τα διαβάσαμε εκείνο το ήσυχο πρωινό του Ιουλίου, κι η αρμύρα κι η μυρουδιά της ρίγανης και το θυμάρι δεν καταλάβαιναν καθόλου τι θα πουν αυτά τα τρία ασβεστωμένα γράμματα). Α΄ τάγμα Β΄ τάγμα Γ΄ τάγμα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Κι η θάλασσα του Αιγαίου είταν γαλάζια όπως πάντοτε πολύ γαλάζια, μόνο γαλάζια. Α΄ — Α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, Β΄ — για το γυμνό στήθος της υγείας κεντημένο με μιαν άγκυρα και μια γοργόνα, Γ΄ — για το θαλάσσιο φως που πλέκει τα κουρτινάκια των γλάρων. Α.Β.Γ. 300 σκοτωμένοι. Μιλούσαμε, ναι, για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη — ο κάβουρας που ρεμβάζει στο νοτισμένο βράχο, άντικρυ στη μαλαματένια δύση, καθώς ένα μικρό μπρούτζινο άγαλμα του Ωκεανού. Α.Β.Γ. 600 τρελλοί. (Οι γυάλινες γαρίδες κυνηγώντας στα ρηχά τον ίσκιο του πρωινού άστρου, το χρυσό και γαλανό καλοκαίρι πετροβολώντας με κουκουνάρια το μεσημεριάτικο ύπνο των κοριτσιών, τα παλιά πεύκα ξύνοντας τη ράχη τους στην ασβεστωμένη μάντρα). Α.Β.Γ. 900 κουτσοί. Ζήτω ο βασιλεύς Παύλος. (Κι η Παναγιά του πόντου φλωροκαπνισμένη απ’το σούρουπο να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα). Α.Β.Γ. Α.Β.Γ. (Μιλούσαμε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, ναι, ναι). ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ — ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ — ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Κι η θάλασσα είναι ακόμη γαλάζια όπως πάντοτε κι ο αμερικάνικος στόλος ταξιδεύει στο Αιγαίο ήσυχος, ήσυχος, ωραίος, και τ’ άστρα ανάβουν κάθε βράδι μικρές φωτιές να ψήσουν οι Άγγελοι την ψαρόσουπα της Παναγίας. Α.Β.Γ. Α.Β.Γ. Κι από κάτου απ’ τ’ αστέρια περνάνε καραβιές-καραβιές οι εκτοπισμένοι και τσουβάλια με κομμένα ποδάρια και τσουβάλια με κομμένα χέρια και τσουβάλια με νεκρούς ξεβράζουν οι φουρτούνες στις αχτές του Λαυρίου. (Αιγαιοπελαγίτικο τοπίο χρυσό και γαλάζιο). Α.Β.Γ. Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α΄ Τάγματος, τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά ξεκολλημένα μαζί με το δέρμα απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση. Α.Β.Γ. Τα συρματοπλέγματα. Οι νεκροί. Οι τρελλοί. Α.Β.Γ. (Γαλάζια, η θάλασσα — πολύ γαλάζια. Χρυσό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο. Οι γλάροι). Α.Β.Γ. Μαύρη, κατάμαυρη θάλασσα Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο. Τα συρματοπλέγματα. Α.Β.Γ. Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο με σφιγμένα δόντια, κόκκινο, κατακόκκινο τοπίο με σφιγμένη γροθιά, μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος μες στο αίμα του. Α.Β.Γ. [πηγή: (Γιάννης Ρίτσος -Πέτρινος χρόνος-Τα Μακρονησιώτικα) «...Κι η Παναγιά του Πόντου φλωροκαπνισμένη απ' το σούρουπο να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών καρφώνοντας μ' ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα...» Η ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ /ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΏ ΠΗΓΕΣ Ημερολόγια εξορίας (απόσπασμα) - Γιάννης Ρίτσος |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)