Σελίδες

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Παραθέματα ποιητικού λόγου για τη ''Μοίρα''



'Ερημο μεγαλώνει το δέντρο / στην άκρη της Θάλασσας..
Με την αγάπη του Ηλιου ψηλώνει/το φεγγάρι του μαθαίνει /την Άνοιξη να καρτερεί..
Η παλίρροια των κυμάτων /του διδάσκει την υπομονή/το πέταγμα των γλάρων την Ελπίδα..
'Ερημο μεγαλώνει το δέντρο/στην άκρη της θάλασσας..
Εκεί, όπου ευδοκιμούν τα όνειρα /σε τόπους σιωπηλούς..
Μοίρα τ' ονόμασα..
Εχει τις ρίζες μαύρες/και τα κλαδια / φτερά....(Μ.Λαμπράκη)

Παραθέματα ποιητικού λόγου για τη ''Μοίρα''
Μικρή Πράσινη Θάλασσα(απόσπασμα, Οδυσσέας Ελύτης)


Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά 'θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά μάθεις μανταρίνι καί ἄψινθο

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Στό πυργάκι τοῦ φάρου τό καταμεσήμερο
Νά γυρίσεις τόν ἥλιο καί ν' ἀκούσεις
Πῶς ἡ μοίρα ξεγίνεται καί πῶς
Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται

Ἀκόμα οἱ μακρινοί μας συγγενεῖς
Πού κρατοῦν τόν ἀέρα σάν ἀγάλματα

Το μονόγραμμα-απόσπασμα-Οδυσσέας Ελύτης)

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

http://hdwallpaperbackgrounds.net/wp-content/uploads/2015/08/best-beautiful-girl-eye-dark-wallpapers.jpgΤόλης Νικηφόρου, Σκοτεινή μοίρα

σκοτεινή μοίρα

εκούσια βυθίζομαι
μες στις αστραφτερές παγίδες
τις κόρες των γυμνών ματιών σου
τη σκοτεινή εκείνη θάλασσα των τροπικών
που λαχταράει τον ξάστερο ουρανό
τους μυστικούς βυθούς όπου ελλοχεύει
στο αίμα βουτηγμένη
γεμάτη αγκίδες κι άρωμα μεθυστικό
ακέραια η ψυχή σου
μετά τις τόσες μάταιες απόπειρες λεηλασίας

τυλίγομαι στα μαύρα σύννεφα
και τον κατακλυσμό δακρύων των μαλλιών σου
κι εσύ δεν μου μιλάς
μα στέλνεις τις σκιές σου αδιάκοπα
να απλωθούν στους ώμους μου

ζητάς βοήθεια απεγνωσμένα
με ήχους που δεν κρυσταλλώνονται
ξέροντας πως καμιά φυγή
καμιά προσποιητή αδιαφορία
τίποτα δεν σε σώζει πια

μα όπως δεν θέλεις να σωθείς
και διάλεξες ν' ακολουθήσεις χωρίς δισταγμό
τον τελικό αυτό δρόμο της φωτιάς
χαμογελάς και χαίρεσαι
καθώς με βεβαιότητα ορθώνεται μπροστά
η σκοτεινή μας μοίρα

Από τη συλλογή ''Το μαγικό χαλί'' (1980)
Πηγή
http://www.mixanitouxronou.gr/wp-content/uploads/2015/05/Clotho-Lachesis-and-Atropos.jpg

The Fates, by Paul Thumann

Η μορφή της Μοίρας(απόσπασμα)-Γιώργος Σεφέρης

Ιστορισμένα παραμύθια στην καρδιά μας
σαν ασημένια σκούνα μπρος στο τέμπλο
μιας άδειας εκκλησιάς, Ιούλιο στο νησί.

Γ. Σ.

Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού, γύροι των άστρων κι ο άνεμος μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που τρίζουν
 

 και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην αυλή.

Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας μαυρομαντιλούσας χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στήθος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρμένος
πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.







Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Ιούλιος! Καλό μήνα!

Ιούλιος πορθητής
Φοράει νύχτα στα μαλλιά, του φεγγαριού την άλω
να γίνει η αγάπη διάφανη, γυναίκα ποθητή
από το κάστρο της Ωριάς στέλνει στερνό σινιάλο
και περιμένει τρέμοντας Ιούλιο πορθητή

Με της φωτιάς τα άλογα ο ήλιος ταξιδεύει
σε πάει όνειρο χρυσό στους δρόμους τ’ ουρανού
και μια ψυχή που καίγεται τον άνεμο αγναντεύει
και χάνεται στα σύννεφα τσιγάρου πρωινού

Ένα τσαμπάκι μέλισσες και λιάτικο σταφύλι
είναι του μήνα Καίσαρα το βιος το αληθινό
κι ο ποιητής που έψαχνε θαλασσινό τριφύλλι
έγινε άσπρο ανέσπερο και φως εωθινό
Στίχοι-Ηλίας Κατσούλης



ART-Antonio Cristobal
Ιούλιος κι ο άνεμος - 1997  
Λουδοβίκος των Ανωγείων
Ιούλιος κι ο άνεμος
δεν είναι `δω
Φτερούγισμα βεντάλιας
στο μπαλκόνι
Μα μια ανάμνηση παλιά
τα διπλωμένα μου πανιά
φουσκώνει 
Θα δανειστώ του ναύτη
τη ματιά
με δάκρυ αλμυρό θέλω
να κλάψω
και κει στου πάθους
τ’ ανοιχτά
ό, τι με κούρασε θα το πετάξω 
Θα βρω της νύχτας
το σκοπό
και με τη λύρα
του Ορφέα
μέσα στον ύπνο σου θα μπω
εσύ `σαι η αγάπη μου η ωραία


Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο



Πίνακας, Γιάννης Τσαρούχης

Από το Διάδρομος και σκάλα-Γιάννης Ρίτσος
ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ;
 
Ολα γερνάνε, παλιώνουν, αχρηστεύονται - είπε-
παράνομοι καπνοί, κλεισμένες κάμαρες,
σημαίες, σκοτωμένοι, προκηρύξεις, αγάλματα-
η άσπρη κουρτίνα κιτρίνισε,
ο καθρέφτης γδάρθηκε μαζί με το πρόσωπο,
στ' όμορφο φόρεμα που φορούσες κείνη τη νύχτα
εγκαταστάθηκε ο σκόρος,
το καφενείο της γωνιάς έκλεισε,
το μπαλκόνι έπεσε μπρούμυτα στις τσουκνίδες,
τ' άγαλμα του κήπου χωρίς φαλλό-
τι χρειάζεται, λοιπόν, η λύπη, τι χρειάζεται το μίσος,
η ελευθερία, η έλλειψη ελευθερίας,
τ' ασημένια κουταλάκια, η αποταμίευση,

η χρυσή μασέλα της νεκρής, ο ήλιος,
τα δυο κηροπήγια στο τραπέζι, οι ασπιρίνες,
τι χρειάζονται ο έρωτας κι η ποίηση;
Είχε λιακάδα τότε -Ιούλιος μήνας-
δίπλωναν το ψωμί στην πετσέτα,
το πλοιάριο έφευγε,
έκαιγαν οι εφημερίδες σ' ένα ψάθινο καπέλο
καταμεσής στο νερό.
Νίκος Καρούζος, «Αλλόφρονας Ιούλιος»
“Ο γενέθλιός μου μήνας στα θολερά/ λιοπύρια του Καρκίνου
μ’ έναν απρόκοφτον ίσκιο που αναβλύζει/ δονούμενος από φευγαλέα
φωνήματα κληματαριάς- τι άρια/ ο θάνατος ή η έβδομη κοίμηση…

Σα να αισθάνομαι το σώμα μου στον ιδρώτα/ λουσμένο μουσείο
Οπού ‘χει να δείξει σωζόμενες αστραπές
τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία.

Μοναστήρι παμπάλαιο τούτος- εδώ ο ύπερος.
Δεν επιτρέπω υπολειπόμενα δάκρυα
προχωρώντας με χαυλιόδοντες αταραξίας
ανάμεσα στα μελανθή με φως ανήμερο
να κατακάψω και τις πέντε ηπείρους.
Την καλησπέρα μου στα Ιδανικά σας”.
Οδυσσέας Ελύτης-
Γυμνός, Ιούλιο Μήνα
("Ο Μικρός Ναυτίλος")
  
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. 
Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.

Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ.
Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε Mόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.


(Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος)
«Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ’ ένα στεντόρειο μεσημέρι,
γεμάτο τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος.
Α, νάρθει η ώρα που θα

δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις δροσερό
νερό, καφέδες, και σιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.»
Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt
Γιάννης Ρίτσος, [Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου]
Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών
και των γρύλων – έλεγε, –
το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς αγκυροβολημένο στο
παλιό τζάκι της καλύβας,
η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –
δε σου ζητούν αποδείξεις,
οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,
υπάρχουμε,
μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της
θερινής νύχτας,
τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,
οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,
τα κορίτσια ξύπνια,
η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,
το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.

Ο μικρός ακούρευτος βοσκός

ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,
τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,
το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,
τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε,
έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο
και ξάπλωσε μόνος,
σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του,
(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),
κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –
Άγνωστη γνώση
γνώση του σώματος,
άγνωστο σώμα.


 

Να μείνει-Κ-Π-ΚΑΒΑΦΗΣ
Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.
           Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.

Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.

Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε 
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.


Από τη συλλογή ''Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής''-του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΟΥΛΙΟΣ
Κι ας είναι ήδη Νοέμβριος
με πτώση της θερμοκρασίας
και κασκόλ,
εγώ ακόμα σε βλέπω
να ξεπλένεσαι με το λάστιχο
απ’ το αλάτι της θάλασσας
και μισοκρυμμένη
πίσω από τις φυλλωσιές
να λύνεις το μαγιό σου
και να τυλίγεσαι με τη λευκή πετσέτα,
να είναι Ιούλιος,
ν’ αστράφτει ο ήλιος στο γυμνό κορμί
και κανείς να μην έχει πεθάνει ακόμα.
ART, by Arthur Braginsky.
Φ. Γκ. Λόρκα, «Μπαλάντα μιας μέρας του Ιουλίου»Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Ποιητική απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Χρήστος Λεοντής.



Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Πέτρινος Χρόνος (Μακρονησιώτικα)-Γιάννης Ρίτσος

Πηγή φωτογραφίας 
http://www.travelstyle.gr

Μονεμβασιά: Το «πέτρινο καράβι» του Ρίτσου

«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου.
Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου.
Κι όλο ασάλευτη μένεις
να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» (Τρίστιχα Γ).
Η Καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς, στέκει πάνω στο βράχο αγέρωχη αγναντεύοντας τις ανατολικές ακτές της Πελοποννήσου, από τον 6ο μ.Χ. αιώνα ως σήμερα.

Η Μονεμβασιά, η πόλη των 40 εκκλησιών με τις καμάρες και τα λιθόστρωτα καντούνια, είναι το βυζαντινό και βενετσιάνικο στολίδι της περιοχής.


Ιδρύθηκε από τους Λακεδαιμόνιους και στην συνέχεια πέρασαν από τα χώματά της διάφοροι κατακτητές. Μετά την παπική κατοχή την κατέλαβαν οι Ενετοί και έπειτα οι Τούρκοι. Το 1821 ήταν από τις πρώτες οχυρές πόλεις της Πελοποννήσου που απελευθερώθηκε.
Είναι η γενέθλια πόλη του Ποιητή της Ρωμιοσύνης, Γιάννη Ρίτσου, όπου και βρίσκεται σήμερα ο τάφος του.
O Γιάννης Ρίτσος με συντρόφους του στη Μακρόνησο.

Το 1949, o Γιάννης Ρίτσος, μεταφέρεται στην Μακρόνησο. Συνεχίζει να γράφει, αν και απαγορεύεται. Zωγραφίζει όπου και όπως μπορεί: Σε πέτρες, ξύλα, κόκαλα ζώων. Συνεξόριστοί του, κυρίως ο Μάνος Κατράκης, κρύβουν τα ποιήματά του μέσα σε μπουκάλια και τα θάβουν στη Μακρόνησο, για να τα σώσουν.

Εδώ το 1949,ο ποιητής γράφει τον «Πέτρινο χρόνο» (που έχει τον υπότιτλο «Μακρονησιώτικα»)

Τα «Μακρονησιώτικα» γράφτηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949 στη Μακρόνησο και φυλάχτηκαν, με τη βοήθεια των συντρόφων, θαμμένα στο χώμα μέσα σε σφραγισμένα μπουκάλια. Από εκεί τα διέσωσε ο Μάνος Κατράκης, παίρνοντάς τα μαζί του όταν μεταφέρθηκε τον Ιούλη του 1950 στον Αη-Στράτη.

Εκδόθηκαν για πρώτη φορά από το εκδοτικό του ΚΚΕ, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», τον Ιούλη του 1957 στο Βουκουρέστι, στην πολιτική προσφυγιά.
Αν και ο τίτλος που είχε δώσει ο ποιητής στη συλλογή ήταν «Πέτρινος Χρόνος», κατά την αποστολή των δακτυλογραφημένων χειρογράφων στο Βουκουρέστι παράπεσε το εξώφυλλο κι έτσι πρωτοκυκλοφόρησαν με τον αυτοσχέδιο τίτλο «Μακρονησιώτικα».

Ο «Πέτρινος Χρόνος», με τον αρχικό του πια τίτλο, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1974 σε αναθεωρημένη από τον ποιητή έκδοση, από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Πηγή http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8441595

Γιάννης Ρίτσος, Μακρονησιώτικα, 1957(αποσπάσματα)
Ένας ήλιος από πέτρα ταξίδεψε πλάι μας,
καίγοντας τον αγέρα και τ’ αγκάθια της ερημιάς,
τ’ απόγεμα στάθηκε στην ούγια της θάλασσας
σαν κίτρινος γλόμπος σ’ ένα μεγάλο δάσος θύμηση.


Πέτρινο το κρεβάτι που κοιμόμαστεπέτρινο το ψωμί όπου ακονίζουμε τα δόντια μας
πέτρινο το χέρι όπου ακουμπάει το σαγόνι της η νύχτα.

«Ολα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,

το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα,
τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε
απλά κι όμορφα-
σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί
και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο».


Δε μιλάνε
Τηράνε την αντιφεγγιά της Αθήνας
τηράνε τον ποταμό του Ιορδάνη
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή

εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι.


Δεν το πιστεύαμε ποτές,

νάναι τόσο σκληροί οι ανθρώποι
Δεν το πιστεύαμε ποτές
νάχει τόση αντοχή η καρδιά μας.

«Οι ρίζες του κόσμου»

Κάτου απ’ τη δίψα μας
είναι οι ρίζες του κόσμου.

Πέρασε πολύς καιρός. Ό,τι πήραμε μαζί μας απ’ τα σπίτια μας
όλα τρυπήσανε, λυώσανε.



Απ’ το πολύ που κοιτάξαμε τη θάλασσα
τους ανθρώπους
και την καρδιά μας,
τα μάτια μας γέμισαν αύριο.


Δεν είναι ένα παράθυρο να κοιτάξουμε τη θάλασσα
Αλλιώς κοιτιέται η θάλασσα απόνα παράθυρο
αλλιώς πίσω απ’ το συρματόπλεγμα.

Από τη συλλογή Πέτρινος χρόνος (1949)

Γιάννη Ρίτσου, «Α. Β. Γ.»

Τρία μεγάλα γράμματα
γραμμένα μ’ ασβέστη στη ραχοκοκκαλιά της Μακρόνησος.
(Όταν ερχόμαστε με το καράβι
στριμωγμένοι ανάμεσα στους μπόγους και στις υποψίες μας
τα διαβάσαμε πάνου απ’ το κατάστρωμα
κάτου απ’ τις βρισιές του χωροφύλακα, τα διαβάσαμε
εκείνο το ήσυχο πρωινό του Ιουλίου,
κι η αρμύρα κι η μυρουδιά της ρίγανης και το θυμάρι
δεν καταλάβαιναν καθόλου τι θα πουν αυτά τα τρία ασβεστωμένα γράμματα).
Α΄ τάγμα
Β΄ τάγμα
Γ΄ τάγμα
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Κι η θάλασσα του Αιγαίου είταν γαλάζια όπως πάντοτε
πολύ γαλάζια, μόνο γαλάζια.
Α΄ —
Α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη,
Β΄ —
για το γυμνό στήθος της υγείας κεντημένο με μιαν άγκυρα και μια γοργόνα,
Γ΄ —
για το θαλάσσιο φως που πλέκει τα κουρτινάκια των γλάρων.
Α.Β.Γ.
300 σκοτωμένοι.
Μιλούσαμε, ναι, για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη —
ο κάβουρας που ρεμβάζει στο νοτισμένο βράχο,
άντικρυ στη μαλαματένια δύση,
καθώς ένα μικρό μπρούτζινο άγαλμα του Ωκεανού.
Α.Β.Γ.
600 τρελλοί.
(Οι γυάλινες γαρίδες κυνηγώντας στα ρηχά τον ίσκιο του πρωινού άστρου,
το χρυσό και γαλανό καλοκαίρι πετροβολώντας με κουκουνάρια το μεσημεριάτικο ύπνο των κοριτσιών,
τα παλιά πεύκα ξύνοντας τη ράχη τους στην ασβεστωμένη μάντρα).
Α.Β.Γ.
900 κουτσοί.
Ζήτω
ο βασιλεύς Παύλος.
(Κι η Παναγιά του πόντου φλωροκαπνισμένη απ’το σούρουπο
να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα).
Α.Β.Γ.
Α.Β.Γ.
(Μιλούσαμε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, ναι, ναι).
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ —
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ — ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Κι η θάλασσα είναι ακόμη γαλάζια όπως πάντοτε
κι ο αμερικάνικος στόλος ταξιδεύει στο Αιγαίο
ήσυχος, ήσυχος, ωραίος,
και τ’ άστρα ανάβουν κάθε βράδι μικρές φωτιές
να ψήσουν οι Άγγελοι την ψαρόσουπα της Παναγίας.
Α.Β.Γ.
Α.Β.Γ.
Κι από κάτου απ’ τ’ αστέρια περνάνε
καραβιές-καραβιές οι εκτοπισμένοι
και τσουβάλια με κομμένα ποδάρια
και τσουβάλια με κομμένα χέρια
και τσουβάλια με νεκρούς
ξεβράζουν οι φουρτούνες στις αχτές του Λαυρίου.
(Αιγαιοπελαγίτικο τοπίο
χρυσό και γαλάζιο).
Α.Β.Γ.
Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α΄ Τάγματος,
τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά ξεκολλημένα μαζί με το δέρμα
απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση.
Α.Β.Γ.
Τα συρματοπλέγματα.
Οι νεκροί.
Οι τρελλοί.
Α.Β.Γ.
(Γαλάζια, η θάλασσα — πολύ γαλάζια.
Χρυσό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο.
Οι γλάροι).
Α.Β.Γ.
Μαύρη, κατάμαυρη θάλασσα
Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο.
Τα συρματοπλέγματα.
Α.Β.Γ.
Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο με σφιγμένα δόντια,
κόκκινο, κατακόκκινο τοπίο με σφιγμένη γροθιά,
μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της
κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος μες στο αίμα του.
Α.Β.Γ.
[πηγή:

(Γιάννης Ρίτσος -Πέτρινος χρόνος-Τα Μακρονησιώτικα)
«...Κι η Παναγιά του Πόντου φλωροκαπνισμένη απ' το σούρουπο
να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ' ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα...»
Η ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ /ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΕΔΏ

ΠΗΓΕΣ

Ημερολόγια εξορίας (απόσπασμα) - Γιάννης Ρίτσος


Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Ιούνιος ! Καλό μήνα!


Ο τέταρτος μήνας του αρχαίου ρωμαϊκού ημερολόγιου με 29 ημέρες.
 Σήμερα είναι ο 6οςμήνας του χρόνου και έχει 30 ημέρες. Κατά μια άποψη πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεά Γιούνο που ήταν αντίστοιχη με την ελληνική Ήρα, στην οποία ήταν αφιερωμένος. Κατά μια άλλη άποψη το όνομα του οφείλεται στον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στις 21 Ιουνίου έχουμε το  θερινό ηλιοστάσιο.

 Ο Ιούνιος  αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές  του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών.

Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια. 
Πάμπλο Νερούντα. Ένα ποίημα για τον Ιούνιο-Μετάφραση Γ. Κεντρωτής
(Η Σιγαλιά είταν πράσινη)

Η σιγαλιά είταν πράσινη, το φως μουλιάσει είχε·
κι ο Ιούνιος, μήνας μέγας, έτρεμε σαν πεταλούδα· 
κι εσύ, Ματθίλδη, στο βασίλειο έφτασες του Νότου 
νερά και πέτρες σπώντας, κόβοντας το μεσημέρι
στα δύο.
Κατάφορτη ήρθες με άνθη σιδηρούχα ώς πάνω, 
με φύκια που βασάνισε και ξέχασε ο αγέρας·
πλην άσπρα ακόμα, φαγωμένα απ’ το παμφάγο αλάτι,
τα χέρια σου σηκώνανε τα στάχυα απ’ τις αμμούδες.

Τις άμειχτές σου χάρες αγαπώ, το λίθινό σου
λείο δέρμα και τα νύχια που προσφέρεις στων δαχτύλων τον ήλιο, 
και το στόμα σου που πλέχει μέσα στη χαρά·
για ’κείνο το σπίτι, όμως, που ’χω χτίσει πλάι στην άβυσσο
 το σύστημα να μου χαρίσεις της σιωπής που με πονά,
την τέντα τη θαλασσινή που ξέχασες στις θίνες. 
27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ. Κ-Π-Καβάφης, Κρυμμένα

Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».

Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου». 
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) 
      ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ-Οδυσσέας  Ελύτης (απόσπασμα)
  ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες

        με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου

                                  Δείχτης ήμουν εγώ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος

        Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη

        καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών

        Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -
Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι, «Ιούνιος»

“Όταν/ η νύχτα αυτή/ μου πεθάνει
και σαν τρίτος/ να την κοιτάζω θα μπορώ
κι όταν αποκοιμηθώ/ στο θρόισμα
των κυμάτων/ που έρχονται/ να τυλιχτούν
στο φράχτη από ακακίες/ του σπιτιού μου

Όταν ξαναξυπνήσω/ μες στο κορμί σου
που πάλλεται/ σαν τη φωνή του αηδονιού
Εξαντλείται/ όπως το στιλπνό
χρώμα/ του ώριμου σταριού
Στη διαφάνεια/ του νερού
το μεταξένιο χρυσάφι/ της επιδερμίδας σου
θα θαμπώσει

Καθώς θα ξεπετιέσαι
απ’ τις ηχηρές/ πλάκες
του αγέρα θα ‘σαι/ ίδια/ πάνθηρας
Στις κινούμενες/ κόψεις
της σκιάς/ θα φυλλορροήσεις
Μουγκρίζοντας/ σιωπηλή
στον κουρνιαχτό εκείνο/ θα με πνίξεις
Ύστερα/ τα βλέφαρα θα μισοκλείσεις
Θα δούμε τον έρωτά μας να γέρνει/ σαν δειλινό

Ύστερα θα δω γαληνεμένος
στον ασφάλτινο ορίζοντα/ των ιρίδων σου
να μου πεθαίνουν/ οι κόρες των ματιών
Τώρα/ η αιθρία έχει κλείσει
όπως/ την ώρα ετούτη
στην αφρικάνικη πατρίδα μου/ τα γιασεμιά

Τον ύπνο μου έχασα
Τρεμοσβήνω/ στην άκρη ενός δρόμου
σαν πυγολαμπίδα
Θα μου πεθάνει/ η νύχτα αυτή;”
Νίκος Γρηγοριάδης, Λίγος Ιούνης (9 - 12)
Λίγος Ιούνης
9
Νύχτωσε τόσο ξαφνικά
εκεί στο κέντρο τού μυαλού
που δεν ξέρεις αν είναι ο βάλτος που βουρκώνει
ή το βουβό το κλάμα που ρέει
στα έγκατα της μνήμης.

Κι ήταν εκείνη την ακαθόριστη στιγμή
που δεν μπορείς, όσο κι αν είσαι εξασκημένος,
να το μαντέψεις από σημάδια ασφαλή
αν ξημερώνει ή αν
θα σε βρει
η νύχτα.

10
Και τώρα σε ποιους δρόμους πια
θα συναντήσεις τα χρώματα
που έχουν εξαίσια βαφτεί απ' τη ματιά της;

Ολοένα η άμμος τρίβεται στα μάτια
κι ολοένα η θάλασσα μαυρίζει και φουσκώνει.

Μόνη η μνήμη κρατάει αναλλοίωτη το χρώμα της.

11
Την ώρα την ανέλπιστη
πήρε και μαύρισε το σπίτι
σαν το ξερό το κούτσουρο που τρίζει,
λίγο προτού πάρει φωτιά και γίνει
στάχτη.

12
Πώς μπόρεσες, χέρι μου άγνωμο,
να ρίξεις τόσο μαύρο
μες στην αιθρία και καρβούνιασες
το λαμπερό διαμάντι,
συ που γλιστρούσες τρεμουλιάζοντας
ανάσα πάνω στο κορμί της;

Από τη συλλογή Δειγματοληψία Β' (1996)
Μέρες του Ιουνίου ’41-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ /

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄
Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια
κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του
κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου *
μες στο σκοτάδι της καρδιάς — τρεις φίλοι.

Ποιός θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;
Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας
με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια
σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά·
πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.

Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο
με το παλιό· με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας
λαβωμένο· το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.
Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά
και σαν ξεριζωμένες ρίζες.

Η δίψα μας
ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος
στη σκοτεινή πόρτα του Ήλιου
δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε: φυλάγεται
ξενιτεμένη εδώ τριγύρω
κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάντρου.
(Κρήτη – Αλεξάνδρεια – Νότιος Αφρική, Μάης ‒ Σεπτέμβρης 1941)
Τάκης ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η τελευταία κραυγή»
                     (απόσπασμα)
“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας
σε  τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…
Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα
που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…

Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε
το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.
Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…
της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα
πρωτόγονη ακυβέρνητη…
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.

Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες
εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…
Και τότε ορθώθηκα
κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα
το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…

Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο…
Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα
με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους…
κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.

Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα
χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος…
Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα
και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά…

Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί
στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.
Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα
δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.

Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός
σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.
Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε
μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…”

Frederick Childe Hassam (American painter, 1859-1935) 
Γιάννης Ρίτσος - Ἐρωτικὴ ἱστορία (γ)

Δυὸ χρόνια ἐκείνη τὸν περίμενε, μὲ τὴν ψυχή στὰ δόντια, ὅπως λένε,
κ’ ἐκεῖνος ἦρθε κάποια μέρα, ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης, σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα.
Αὐτό ἀκριβῶς τὴ σκότωσε. Δέν κατάλαβε ἐκεῖνος
πὼς ἦταν πεθαμένη ἀντίκρυ του, μὲ φόντο
ἕνα περίλαμπρο, τετράγωνο, ἀνοιχτό παράθυρο.

Τὴν κοίταζε μ’ ἐρωτικὴν αὐτοπεποίθηση,
μ’ αὐτὴ τὴν εὔκολη, σχεδόν ἐπαγγελματική, ἀσκημένη ἐπιθυμία. Τὸ βλέμμα του
ζεστά ψυχρό τρυπάνιζε κάποια παλιά ναρκωμένη πληγή μὲς στὰ ὀστά της.

Κ’ ἤτανε μιὰ σκηνή παράξενη κι ὡραία, σὰν κάποιος
νἄχε πεθάνει ἀμίλητος στὴν πολυθρόνα τοῦ ὀδοντιατρείου
κι ὁ γιατρὸς νὰ συνέχιζε ἥσυχα νὰ τοῦ σφραγίζει ἕνα δόντι
ἐνῶ ὁ ἥλιος τοῦ Ἰουνίου λαμποκοποῦσε στὸ καφετί πετσί τῆς πολυθρόνας. 
Γιάννης Ρίτσος, [Ιούνιος μήνας]
“Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας –
άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι
ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,
μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη
καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.

Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.
Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.
Ένα πουλί ξύπνησε.
Το ποτάμι κυλούσε.
Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση
σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του
κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους
όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.”
Κική Δημουλά, «Ζούγκλα»-(απόσπασμα)
Η εξοχή βρισκόταν στην ήβη/ και το πράσινο ασελγούσε.
Κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας/ έσερνε ο Ιούνιος της υπαίθρου.
Πιανόταν και πηδούσε/ από κλαδί δέντρων και αισθήσεων,
Ταρζάν  ταινίας μικρού μήκους/ που κυνηγάει αθέατα θηρία
στη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας.
Το δάσος υποσχότανε πουλιά/ και φίδια.
Δηλητηριώδης αφθονία αντιθέτων.
Το φως έπεφτε καταπέλτης, σε ό, τι δεν ήταν φως,
κι η ερωτομανής λαμπρότης
παράφορα φιλούσε κι ό, τι δεν ήταν έρωτας,
μέχρι και τη δική σου συνοφρύωση.