Σελίδες

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Στρατής Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω (1924) »- «Η Μεγάλη Παρασκευή στη Σκάλα»


Ο Επιτάφιος Θρήνος. Η εικόνα υπογράφεται από τον Κρητικό ζωγράφο Εμμανουήλ Λαμπάρδο. Αναπαράγει έναν εικονογραφικό τύπο που αναπτύχθηκε στην Κρήτη τον 15ο αιώνα και βασίζεται σε παλαιολόγεια πρότυπα. Στο κάτω μέρος της εικόνας διακρίνεται κανάτι με αρώματα για την περιποίηση του σώματος του νεκρού.
ΠΗΓΗ

Στρατής Μυριβήλης, «Η Μεγάλη Παρασκευή στη Σκάλα»

 Όπου έρχεται η Μεγαλοβδομάδα, έρχεται κ’ η Μεγάλη Παρασκευή, να βγάλουν τη νύχτα τον Επιτάφιο, να τον γυρίσουν μέσα στο χωριό. Τούτες οι γιορτάδες παίρνανε μορφή εθνικής επίδειξης μπροστά στους Τούρκους. Προπάντων ο Επιτάφιος και η Δευτερανάσταση, που είχαν τις μεγάλες λιτανείες με όλα τα λάβαρα.
Τον Επιτάφιο τον περιμέναμε όλο το χρόνο με λαχτάρα. Ήταν μια νύχτα γεμάτη μαγεία και συγκίνηση, όλο χρυσαφιά χρώματα και φως. Μύριζε ως τ’ άστρα ο αγέρας δάφνες και μοσκολίβανα.
Σαν ξεκινούσε η λιτανεία, μπροστά πήγαιναν τα ασημένια φανάρια με τα χρωματιστά κρύσταλλα, σηκωμένα ψηλά – ψηλά, πάνω στα γαλάζια τους κοντάρια. Τα ξεφτέρουγα με τις μαλαματένιες αχτίδες άστραφταν στα φώτα.
Και κείνα τα λάβαρα, οι πελώριες βελουδένιες εικόνες, σηκωμένες σαν σημαίες, όλο χρυσή φούντα από καθαρό μαλαματένιο σύρμα, ν’ αντιφεγγίζουν κάτω από τις λαμπάδες και να τρέμουν. Στη μέση η Ταφή και η Σταύρωση.
Τα κρατούσαν «τα παπαδάκια», αγόρια ντυμένα με άσπρα και γαλάζια άμφια, τα σήκωναν όσο μπορούσαν πιο ψηλά, να φτάνουν ως εκεί μπροστά στα «ξεπεταχτά» των τούρκικω σπιτιών.
Ξέραν πως πίσω από τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα ξενυχτούσαν οι χανούμισσες, τα τουρκάκια, οι γέροι μουσουλμάνοι, φαρμακωμένοι όλοι τους από τη ζήλια, να βλέπουν την αρχοντιά και τα μεγαλεία της θρησκείας μας.
Πίσ’ από τα λάβαρα ερχόταν ο παπάς με τ’ αγιονταφίτικα άμφια. Χοντρό μενεξελί μεταξωτό με ολόχρυσες ουγές, στολισμένο με σταυρούς από αληθινά μαργαριτάρια. 

Έβγαζαν και τ’ ακριβό Βαγγέλιο στη λιτανεία. Το δέσιμό του ήταν πλάκες ατόφιο χρυσάφι δουλεμένο. Οι τέσσερεις Ευαγγελιστές στις τέσσερεις γωνιές, κ’ ένα γύρω όλο ρουμπίνια σα ρωϊδοπαπούδες. Σπίθιζαν οι πέτρες, βυσσινιές, πράσινες, κρασουλιές.
Ύστερα ερχόταν το κουβούκλιο από τον Επιτάφιο, χαμένο κάτω από τις βιόλες και τους αβαγιανούς. Ο Επιτάφιος, μεγάλος, ολόσωμος, κεντημένος στο χρυσάφι και στα πετράδια. Κι από πίσω όλοι οι χριστιανοί με τις λαμπάδες και με τα φαναράκια. Άντρες, γυναίκες και μωρά.
Σε κάθε τρίστατο η λιτανεία σταματούσε κ’ έλεγαν την ευκή. Σταματούσε και στην πόρτα των δημογερόντω. Και παντού έκαιγε μοσκολίβανο, τα μπρούτζινα θεμιατά κάπνιζαν στις πόρτες, στις σκάλες, στα παραθύρια. Ο ευωδιαστός καπνός ανέβαινε ειρηνικά ίσαμε τ’ άστρα, ο αγέρας μύριζε ροδόσταμα.
Τα ράντιζαν οι κοπέλες από τα μπαλκόνια με κρουσταλλένια ροδοστάλια. 

Το φως από τις λαμπάδες έπαιζε παράξενα, ηδονικά, στο παχουλό τους πηγούνι, στα ρουθούνια και στα ματόκλαδα. (Ποτές οι κοπέλες του χωριού δε μας φαίνονταν έτσι γλυκιές και επιθυμητές, όσο τη νύχτα του Επιτάφιου).
Οι Τούρκοι πια να τα βλέπουν όλα αυτά και να σκάνουν από το κακό τους. Μόνο η δικιά μας η θρησκεία είχε τέτοια δόξα. Το ξέραμε και χαιρόμαστε γι’ αυτό. Περνούσαμε χαρούμενοι, συγκινημένοι ως τα δάκρυα και περήφανοι. Περνούσαμε μονιασμένοι ως το θάνατο, φρουρά ομόψυχη γύρω στο Χριστό μας, όλοι οι Έλληνες. Που θέλεις και δεν μπορείς να πας, σαν έχεις μπροστά σου τα λάβαρα και τα ξεφτέρια Του. Ποιον θέλεις και δε θα τον νικήσεις με τέτοιο μποστολάτη.
Όπου ήταν για να γίνει στάση, τα παιδιά της κάθε γειτονιάς είχαν μπλεγμένες καμάρες από δάφνες, να σταθεί από κάτου το κουβούκλι, ο Επιτάφιος. 

Απ’ αυτές κρέμαζαν μεγάλα χαρτένια φανάρια πολύχρωμα, στολισμένα με χρυσόχαρτα και λογής ξόμπλια. Σχημάτιζαν σταυρούς, σημαίες ασπρογάλαζες, τούμπανα, άστρα. Κάναμε και τρίγωνα χαρτοφάναρα με του Θεού το μάτι στη μέση.
Παράβγαιναν οι γειτονιές ποια να στολίσει πιο όμορφα την καμάρα της. Στη στάση της αγοράς, εκεί πια γινόταν η μεγάλη στολισιά.
Μια φαρδιά αψίδα σηκωνόταν κ’ έπιανε όλο το φάρδος της μικρής πλατέας. Τα φανάρια της αμέτρητα και στη μέση ένα μεγάλο, με τη Σταύρωση πάνω στο τριανταφυλλί χαρτί. Αυτό το λέγαμε «το δωδεκάφωτο». Μέσα έκαιγαν αράδα όλα τα σπαρματσέτα – οι δώδεκα Αποστόλοι. Εκεί σταματούσε για πολλήν ώρα η λιτανεία. Έψελναν τα παιδιά τον Επιτάφιο Θρήνο, οι παπάδες λέγαν όλες, τις ευχές. Αντίκρυ ήταν τα τούρκικα καφενεία. Γι’ αυτό.
Ανέβαινε το λοιπόν κείνη την αξέχαστη βραδιά η μεγάλη λιτανεία με ψαλμουδιές κι αναμένες λαμπάδες. Μέσα στο σκοτάδι, από τόσον κόσμο, δεν άκουγες μιλιά. Μόνο τα παπούτσια τα ρούχα, γιόμιζαν σούσουρο τη νύχτα.
*
Από το μυθιστόρημα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», 1943.
ΠΗΓΗ

Η ζωή εν τάφω (1924)- Στρατής Μυριβήλης
Απόσπασμα

‘Ηταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. ’Ενα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα. 

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. ‘Εχει κι ένα κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα ‘ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. 

Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής. Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ. Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα.
Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός.
Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Στρατή Μυριβήλη / ΕΔΩ

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Έλα μαζί μου -Ποιήματα

Έλα μαζί μου- Μαρία Πολυδούρη
Ἔλα μαζί μου, ἀφοῦ ἤθελες ν᾿ ἀναίβης
σὲ τούτη τὴν ἀπόκοσμη κορφή.
Μονάχα μὴ θελήσης νὰ κατέβης,
δὲν εἶνε πουθενὰ μία ἐπιστροφή.


Τὴν πλάνα ἀνησυχία σου θὰ πληρώσης
ὄχι σὰν ἄλλοτε, μὲ χαλασμό.
Τώρα πρώτη φορά θὰ παραδώσης
καὶ τὸ στερνό σου ἀκόμα στοχασμό.


Καὶ τότε πιά, τὰ μάγια θὰ λυθοῦνε.
Θὰ μείνουμε μονάχοι στὴν ἐρμιά.
Τὰ γύρω σ᾿ ἕνα γύρο θὰ χαθοῦνε
καὶ θἄμαστε σὰν κρεμαστὰ κορμιά.


Τὰ χέρια μας μονάχα τὰ μαλλιά μας
θ᾿ ἀγγίζουνε, στὸ κενό.
Σὰν ἄνεμος θὰ πέρνη τὴ μιλιά μας
καὶ θἆναι τἄχα ἐμπόδιο κοινό,


ἐνῶ μέσα στὰ λόγια μας θὰ πνέη
τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς μας ὁ χαμός.
-Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ νὰ μοιάζουμε σὰ νέοι
κι᾿ οὔτε κι᾿ αὐτὸς νὰ λείπη ὁ στολισμός!)


Μικρή πρόσκληση  (Γιάννης Ρίτσος)
Έλα στις φωτεινές ακρογιαλιές –μουρμούριζε μόνος–
εδώ που γιορτάζουν τα χρώματα –κοίτα–
εδώ που δεν πέρασε ποτέ η βασιλική οικογένεια
με τις κλειστές καρότσες και τους επίσημους αποσταλμένους.
Έλα δεν κάνει να σε δουν –έλεγε–
είμαι ο λιποτάχτης της νύχτας
είμαι ο διαρρήκτης του σκοταδιού
έχω γεμάτο το πουκάμισο μου και τις τσέπες μου ήλιο.

Έλα – μου καίει το στήθος και τα χέρια.
Έλα να σου τον δώσω.
Έχω και κάτι να σου πω
Που δεν κάνει ούτε εγώ να το ακούσω.

ΠΗΓΗ

Γιάννη Ρίτσου, «Αναφυλλητό. V»-απόσπασμα

Ένας κήπος, ένα φεγγάρι
ένα πουλί από φεγγάρι
σε φωνάζουν.
Έλα.

Τα φύλλα ξεχάσανε το χρώμα τους.
Μην αργείς.
Σταχτί χρώμα, σταχτιά σκέψη,
ξεχνάω να δω, ξεχνάω να πάω
— πού πάω;

Θέλω τον πόνο ολόκληρο
όρθιο τον πόνο
πέτρινο
όρθιο κι ακέριο.
Μη φύγεις.

Από τη συλλογή Υδρία (1957-1958)      


Έλα μαζί μου- Κώστας Βασιλάκος

Σε συνάντησα να περπατάς
στους αρμούς της παραίτησης,
αγκαλιά με απολιθωμένες 
στιγμές ευτυχίας.

- Έλα μαζί μου , σου είπα ,
είναι κι άλλοι πολλοί,
ένα δέντρο όλη η γη ,
να δροσίσει τον λίβα των ημερών.

- Δεν θέλω 
να μου κλαδέψουν την αναπνοή ,
το δικό τους άλλοθι να γίνω,
αποκρίθηκες.

- Έλα μαζί μου ,
τα ξερά κλαδιά δεν έχουν
παρά μόνο τη φωτιά τους ,
Γι΄ αυτό κι εγώ ακόμα ελπίζω.


- Έλα μαζί μου.

" Λόγια δραπέτες "

Κώστας Βασιλάκος / Άνεμος Εκδοτική.

Γιώργος Παυλόπουλος —Συλλογή "Που είναι τα πουλιά", Κέδρος 2004

  ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ-

Πολύ βαθιά μέσα στη νύχτα
Η φωνή μιας γυναίκας
"Έλα" μου ψιθύρισε
"Ποια είσαι;" είπα.
"Έλα" ψιθύρισε
και πάλι κι έκλεισε το τηλέφωνο.
"Πάλι λάθος" είπα κι έσκυψα στα χαρτιά μου.

Πάμε να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε -Βύρων Λεοντάρης (απόσπασμα)
“Τόσα φιλιά- μα δίχως χείλη/ τόσες αφές- μα δίχως χέρια
τόσοι φρουροί- μα δίχως πύλη/ τόσες ειδήσεις- δίχως περιστέρια
 τόσοι αγώνες- δίχως μάχη/ τόσες μαγείες- δίχως θάμα.

Κρυφά θα φύγει δίχως να ‘χει/ αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας…
 Έρωτας- δίχως ν’ αγαπάμε./ Ζωή- χωρίς ποτέ να ζούμε.
Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάμε/ να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε.
          ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ- Ντίνος Χριστιανόπουλος 
Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.

 
-Έλα να φύγουμε, Μαργαρίτα!
Οι πέτρες κι οι ωκεανοί δεν είναι τίποτα!
Περνάμε τη μυθική χώρα!
Κράτησε όσο μπορείς απ' τη λάμψη του Κόσμου!

Υπάρχουν χώρες που δεν έχει βρέξει ποτέ·
υπάρχουν χώρες που ποτέ δεν τις φώτισε ο ήλιος.
Στη χώρα, λόγου χάρη, των Ιλιλαμά
δε φύτρωσαν ποτέ λουλούδια!
Και κατεβήκαμε από τα βουνά
καβάλα στ' άσπρα μας άλογα
με κρεμασμένα στους ώμους μας
τη βροχή και τον ήλιο.

Οι σπόροι της ψυχής μας γιόμισαν
με κόκκινους ιριδισμούς το σύμπαν!


                     Μόνο μέσα στα όνειρα-Θανάσης Κωσταβάρας
"Μόνο μέσα στα όνειρα
πραγματοποιείται ο τέλειος έρωτας"

Έλα πάλι στα όνειρά μου απόψε.
Έλα άνθος που ανοίγεις και κλείνεις και γίνεσαι πέτρα.
Και γίνεσαι άγριο πουλί κι άλλοτε πάλι ραγισμένο χαμόγελο.
Έλα μέσα στον κήπο μου όσο θα κρατάει η εφήμερη βλάστηση.
Όσο θα παίζουν τα τρυφερά βιολιά των γρύλων
Κάτω απο τ' ανύποπτα φύλλα.
Έλα πριν να πέσει η πάχνη.
Πρίν να σύρει το γυάλινο ξίφος της
Η σκοτεινή αυγή.
Πριν να ματώσουν τα βλέφαρα.
Έλα και γίνε εσύ το κλειδί που ανοίγεις τις πόρτες
Και γίνε η βροχή και ο κρύος αέρας.
Έλα και χτύπα σαν το αστροπελέκι και χτύπα με.
Χτύπα με στην ασίγαστη επιθυμία μου να σ' αγγίξω
Και να σε κρατήσω για πάντα.
Για πάντα όπως κρατάει ο ουράνιος θόλος
Τον ήλιο και το φεγγάρι και τ'άστρα.
Κι έτσι από στιγμή σε στιγμή
Μέσα από ίσκιους κι από ψεύτικα είδωλα
Ας σε κερδίζω.
Κι ας σε χάνω πάλι σε λίγο.
Κι ας γίνεσαι πέτρα κι ας γίνεσαι βροχή και κρύος αέρας.
Εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα.
Εκεί θα σε περιμένω
Ακόμα κι ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω.
Αγγίζοντάς σε μονάχα στον ύπνο μου.



Οδυσσέας Ελύτης -Προσανατολισμοί (απόσπασμα)
Ώ έλα μαζί μου να ιδρύσουμε τα όνειρα,
Έλα μαζι μου να δούμε τη γαλήνη.
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Γενναίο το στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε στο γαλάζιο φως
στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Ξέρεις κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια.

"Ψαλμός και Ψηφιδωτό για μιαν Άνοιξη στην Αθήνα"(Οδυσσέας Ελύτης-απόσπασμα)
Έαρ έλα
"Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα. Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει και πώς εκείνος την κοιτάζει!
Πως ύστερα που πάλεψε να βγει μεσ’ απ’ τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει […]"
Οδυσσέας Ελύτης
ADAGIO

*

Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε από τον ύπνο το νωχελικό προσκέφαλο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα. Γιατί πού θα χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και θ αγαποθμε τη σωστή γαλήνη.
Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι με άσωτα βιολιά ν απαρτίζουν τις νυχτιές μ αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! 
Φλάουτα ν αγεροδρομούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. 
Και πιο βαθειά μες στ αναμμένα φραγκοστάφυλα, σιγά-σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλλογισμένα δένδρα.
Ω! έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δεν θάναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ την πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται από τη γοητεία, δε θάναι παρά η καρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.
Έλα στον ώμο μου να ονε
ιρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.

Ἐρωτικὸ κάλεσμα-Μενέλαος Λουντέμης
Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια.
Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.

Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος.

Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά.
Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.
Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.

Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς
ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.


H μεγάλη μέρα-Πωλ Ελυάρ (Μετάφραση, Ανέστης Μελιδώνης)
Στη Γκαλά Ελυάρ

Έλα, ανέβα. Όπου να ‘ναι τα πιο ανάλαφρα φτερά, σκάφανδρο του αέρα, θα σε κρατήσουν απ’ τον λαιμό.
Η γη κομίζει μόνο το αναγκαίο και τα πανέμορφά σου πουλιά, χαμόγελο. Στους τόπους της θλίψης σου, όπως μια σκιά πίσω απ’ τον έρωτα, το τοπίο καλύπτει τα πάντα.
Έλα γρήγορα, τρέξε. Και το σώμα σου πάει πιο γρήγορα απ’ τις σκέψεις σου, αλλά τίποτα, ακούς; τίποτα, δεν μπορεί να σε ξεπεράσει.

ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΗΠΟ-Ανν Σέξτον
(FROM THE GARDEN)
Έλα, αγάπη μου,
Συλλογίσου τους κρίνους.
Έχουμε λίγη πίστη.
Μιλάμε πάρα πολύ.
Κάνε πέρα τη μπουκιά σου από λέξεις
Κι έλα μαζί μου να παρατηρήσουμε
Τους κρίνους ν’ ανοίγουν σ’ ένα τέτοιο αγρό,
Να πληθαίνουν εκεί σαν κότερα,
Αργά καθοδηγώντας τα πέταλά τους
Δίχως νοσοκόμες ή ρολόγια.
Ας συλλογιστούμε τη θέα:
Ένα σπίτι όπου λευκά σύννεφα
Διακοσμούν τα μουντά δωμάτια.
Ω, κάνε πέρα τις καλές σου λέξεις
Και τις κακές σου λέξεις. Φτύσε
Τις λέξεις σου σαν πέτρες !
Έλα εδώ ! Εδώ να ’ρθείς !
Έλα και φάε τα ευχάριστα φρούτα μου.
Μετάφραση: Κώστας Λιννός
ΠΗΓΗ
Δύο τραγούδια τῆς Ἄνοιξης-Γιώργος Σαραντάρης
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της

Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ
Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!


Τὸ σκάκι-Μανόλης Αναγνωστάκης

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη

Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα

Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει

δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω

Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη

γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...
Αλεξάντρ Πούσκιν | Έλα να με φιλήσεις
Απόδοση: Γιάννης Αηδονόπουλος

Έλα να με φιλήσεις πριν τα ρόδα, τα πέταλα με θλίψη ξεφυλλίσουν, πριν οι βροχές του γκρίζου φθινόπωρου τα παραθύρια μου έρθουν να χτυπήσουν.

Πριν ν’ απλωθεί παντού –τάφος- το χιόνι
κι η ομίχλη μαρμαρώσει μου τα χείλια
πριν να περιφρονήσω και πετάξω
μεσ’ απ’ τα στήθια μου τη ζήλια!
Έλα να με φιλήσεις τώρα, που όπου και να περάσω φως ίσκιος μου θα ‘ναι που μεθυσμένα είναι τα βήματά μου και είναι καλόδεχτα όπου πάνε.
Τώρα που περπατάω ψηλά κοιτώντας και που ανασαίνω αρώματα και μύρα τώρα που κάθε πόθος μου έχει γίνει χορδή και είναι η ψυχή μου λύρα.
Μεθαύριο θα ‘ναι αργά, τα βήματά μου θα σέρνονται βαριά πάνω στο χιόνι. Μεθαύριο θα ‘ναι αργά. Στα δυο σου μάτια θα σουρουπώνει θα νυχτώνει!
ΠΗΓΗ
 
Τάσος Λειβαδίτης, «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»
(απόσπασμα)
«… Έλα λοιπόν, σκούπισε τα μάτια σου, μην κλαις. Θεέ μου τι
όμορφα μάτια!
Θυμάσαι, αλήθεια, ένα βράδυ που καθόμαστε στο παράθυρο
μακριά ένα γραμμόφωνο, κι ακούγαμε δίχως να μιλάμε.
Είπες: Ας μην έχουμε γραμμόφωνο, κι ας μη βάλανε αυτή
την πλάκα του για μας.
Όμως αυτό το σιγαλό τραγούδι είναι δικό μας. Κι αυτό το
βράδυ είναι δικό μας.
Και κείνο το άστρο, εκεί, καταδικό μας. Έτσι είχες πει.
Μιλάς σαν ποιητής, αγάπη μου, έκανα ξαφνιασμένος.
Πέρασες τα όμορφα μπράτσα σου γύρω απ’ το λαιμό μου
και με φίλησες. Όπως εσύ μονάχα ξέρεις να φιλάς.
Έλα, λοιπό, μην κλαις.
Έτσι μπράβο, έτσι μ’ αρέσεις – να χαμογελάς.
Εμείς θα ζήσουμε, αγαπημένη μου, και θα νικήσουμε. Ό, τι
κι αν κάνουν
θα νικήσουμε.
Μια μέρα θα ξαναβρεθούμε.
Θ’ αγοράσουμε τότε κ’ εμείς ένα δικό μας γραμμόφωνο
και θα το βάζουμε να παίζει όλη την ώρα. Ναι, αγάπη μου,
θα κάτσουμε κιόλας στο παράθυρο, κοντά κοντά.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Και τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα άστρα κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας. 
 

Πίνακες ζωγραφικής, Irina Vitalievna Karkabi, 1960 ~ Figurative painter