Σελίδες

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ -Δημοσθένης Βουτυράς


Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ΄ απ΄ τις σχισμάδες της μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρόυ που μούγκριζε έξω, να μας έρχεται. μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!... Κάμαρα!... Ένα είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο και σχεδόν πάντα υγρό. 
Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ΄ αυτό· αλλ΄ ο κύριος του σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ΄μείς πάρει, ακουγόταν αυτός απ΄ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ΄ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ΄ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:
Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.
Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.
Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ΄ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και καμπουριασμένος.
Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά. Αλλ΄ απ΄ την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.
Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω, περνούσαν απ΄ το νου μου...
Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ΄ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.
Νόμισα πως έβλεπα όνειρο!... Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!
– Παδούλη!... φωνάζω με πνιγμένη φωνή.
– Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.
– Έλα δω, μωρέ!... Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!... Δύο όρνιθες!... Να!...
– Έλα!...
Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί, με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.
– Τη ίγα!... έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.
Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα.
– Νά τοι, νά τοι!... Ωραία πάτε!... Απ΄ τ΄ αυγό στην κότα!... Κατά το παραμύθι!... Μπράβο σας!... Έτσι!... Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της κλέψετε τις κότες!...
Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.
– Πάψε, βρε!...
– Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!...
– Λέγε, λέγε!...
Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.
– Όχι!...
– Βρε κάτσε απ΄ εκεί!..., του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!...
– Στάσου βε!... του έκανε ο Παδούλης.
Ο Λάμπας τραβήχτηκε :
– Κάντε ό,τι θέλετε!... Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!... Στη φυλακή!... Και κλεψιά μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!...
– Λέε, λέε!... Ψάλτης δεν ήσουνα;...
– Μωρέ, θα πάψεις;... Ας το διάολο!
Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια του.
Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ΄ έξω απ΄ το παλιόσπιτο.
Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο κιτρινωπές όρνιθες.
– Νά τες!...
– Ωραία, ωραία!... Μπράβο σας!...
Μας έλεγε ο Λάμπας που είχε καθήσει στη θέση του.
– Μη φας, εσύ!...
– Χριστουγεννιάτικα!...
– Κόφ΄ τους το λαιμό, γιατί τις σταγκούλισα!...
Τους κόψαμε το λαιμό σ΄ ένα μέρος, που πλύναμε έπειτα, ύστερα σ΄ ένα τσουκάλι ρίξαμε νερό και το βάλαμε στη φωτιά.
Ο Λάμπας δε μιλούσε, μόνο μας κοίταζε.
Άμα ζεστάθηκε πολύ το νερό, τις ζεματίσαμε κι αρχίσαμε να τις μαδάμε. Και όταν έμειναν με μόνο το δέρμα, άσπρες, άσπρες, πήρε ο Παδούλης φτερά, πόδια, μάζεψε και τα φτερουλάκια, όλα, όλα, με προσοχή και τα πήγε έξω στην αυλή, όπου τα έθαψε σ΄ ένα λακκάκι, που άνοιξε, πατώντας έπειτα καλά το χώμα, που έριξε από πάνω.
Κοιτάξαμε και για τις σταγόνες το αίμα, που ήτανε δω και κει.
– Κλέφτες!... Σωστοί κλέφτες είσαστε!... μίλησε ο Λάμπας, που μας κοίταζε τι κάναμε.
– Δε θα φας; τον ρώτησα.
– Εγώ;... Ποτέ, ποτέ! να μαγαριστώ με κλεψιμέικο χρονιάρα μέρα!... Ποτέ!...
– Αν δεν ήτανε χρονιάρα μέρα;...
– Δεν ξέρω τι θάκανα!... Ούτε τότε!... Έφαγα απ΄ τ΄ αυγά;...
Ο αχρείος όμως ήξερε να μαγερεύει και του ζητήσαμε τη συμβουλή του.
Μας ειπε πώς να την κάνουμε, αφού πάλι που πήρε θάρρος μ΄ αυτό, μας έβρισε.
*
Η φωτιά ήτανε στις δόξες της. Το παλιοδωμάτιο μοσχοβολούσε.
Καθισμένοι κοντά ακούγαμε το τραγούδι το γλυκό-γλυκό του τσουκαλιού, που έλεγε, έλεγε, νανούριζε, μας υποσχότανε τόσα και τόσα καλά...
Ο Λάμπας καθότανε λίγο τραβηγμένος και στην ομιλία μας, τη γεμάτη ευχαρίστηση και ευθυμία, δεν ανακατευότανε. Ξαφνικά τον ακούσαμε να τραγουδά:
«Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι...»
– Δυο όνιθες!... του είπε ο Παδούλης.
Αυτός, χωρίς να φανεί ότι πρόσεξε, ξακολούθησε:
«Άστρον λαμπρόν...»
Ο βοριάς, που φυσούσε έξω, είχε πέσει λίγο και δεν ακουγότανε να βογκά όπως πριν.
Και η φωτιά ήτανε στις δόξες της με πάνω της σα στέμμα το τσουκάλι, που σα να υμνούσε κι αυτό μαζί με το Λάμπα τη γέννηση του Χριστού έλεγε, έλεγε, έψελνε....-
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 34-38.
ΠΗΓΗ
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872 - 27 Μαρτίου 1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους και πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων, που άλλωστε τον γοήτευαν. Αρκετοί κριτικοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως ''ο Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας''.Πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του. 
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

«Ενα ταξίδι με το τραμ»- 'Αγνωστα διηγήματα του Γιάννη Ρίτσου

«Βραδιάζει. Τα πρόσωπα κουρασμένα. Το φως κουρασμένο. Οι φωνές πιο μακρυνές, γιομάτες μνήμη και σιωπή. 
Δυο - τρία παιδιά παίζουν κάτου απ' τις σκονισμένες πιπεριές κλωτσώντας ένα άδειο κουτί τσιγάρα. Εδώ στη στάση λίγος κόσμος. Δε σκόλασαν ακόμα απ' τη δουλιά.
 Μια αντιφεγγιά κυκλαμινιά στα τζάμια. Μια σιωπηλή κοπέλα πλάι μας. Κρατάει μέσα στα μάτια της λίγο όνειρο, έτσι που μια μάνα κρατάει ένα δέμα για το γιο της που βρίσκεται στη φυλακή κάπου τρεις μήνες τώρα.
Να κι αυτός που ψαχουλεύει μ' ανοιχτή παλάμη απ' έξω την τσέπη του. Θάχει κει μέσα μιαν εφημερίδα. Δε μπορεί να την ξεδιπλώσει φανερά και να διαβάσει. Αμα φτάσει σπίτι του.
 Το τραπέζι, το φως, ο κόσμος. «Πρόσεξε μη χτυπήσουν την πόρτα. Ξέρεις πόσα φύλλα σκίσανε σήμερα; Ξυλοκόπησαν κι άλλους. Τι πες; Ναι βέβαια. Δημοκρατία».
Τα πρόσωπα ξεχνιούνται. Να, το τραμ. Μένουν μονάχα τα βασανισμένα χέρια πάνου στα γόνατα να συλλογιούνται το μόχτο τους. Γυρνάς κατά μέσα τη ματιά. Ψαχουλεύεις. Μια μέρα έφυγε. Λοιπόν; Α, τίποτα.
 Πούναι τώρα κείνος ο γυμνός χώρος «ο ανιδιοτελής», όπου καρδιά και στοχασμός δίνουν τα χέρια, εκεί που το χτες και το αύριο σμίγουν σ' ένα χαμόγελο, κι η ψυχή ξανασαίνει ξεπληρώνοντας με μια χούφτα άστρα όλα της τα χρέη; Κι ακόμα παραπέρα, πούναι η ανυποψία αυτού του χώρου, η πριν απ' τη γνώση απλότητα, τα πράγματα σκέτα χωρίς βαθμούς και συγκρίσεις, ζεστά μέσα στην ύπαρξή τους, αδιαίρετα στην πράξη μας...
Θάχει μπουνάτσα κάτου η θάλασσα. Ενα πανί ψαρόβαρκας θα χαζεύει στον ορίζοντα. Ενα ποτήρι νερό που λάμπει στο πράσινο τραπεζάκι της ακρογιαλιάς. Λίγη χαρά. Η ώρα που πέφτει τρυφερή - τρυφερή, ήσυχη, σαν τη στάχτη του τσιγάρου στη βραδυνή θάλασσα...
Κάποιος ανέβηκε στο τραμ. Λιοκαμένο πρόσωπο. Παράξενα ρούχα. Δυο σταγόνες αίμα νωπό στο σακάκι του. Κοντοζυγώνει το γέρο εισπράχτορα.
- Να μείνω; Δεν έχω να πληρώσω, λέει.
- Από πού έρχεσαι;
- Απ' την Ελ-Ντάμπα.
- Και ρωτάς, λεβέντη μου; Και δε ντρέπεσαι να με ρωτάς; Κάτσε γιόκα μου. Δυο - τρεις θέσεις γουστάρεις; Ούλο το τραμ δικό σου. Απλωσε και τα πόδια σου. Σε χτύπησαν; Τι δε μιλάς;
Του βάζει ένα τσιγάρο στο στόμα. Του τανάβει.
- Φχαριστώ, λέει, το παιδί. Φχαριστώ παππού.
- Το λοιπόν, έτσι, συρματόπλεγμα, ε;
- Ναι, συρματόπλεγμα, μα καρδιά λεύτερη. Δω πέρα δεν έχει συρματόπλεγμα, μα...
- Εχει κ' εδώ, έχει...
- Εκεί απ' το πρωί ως το βράδι, δίναν και παίρναν τα τραγούδια του αγώνα μας. Ως κι οι αραπάδες. Ω... ξέρεις... να! κάθε που μας δίνανε παντζάρια δεν έτρωγε κανένας μας.
- Τι; απεργία πείνας;
- Οχι. Μα... με το κοκκινοζούμι βάφαμε τις σημαίες μας.
- Α, χα... γελάει ο γερο-εισπράχτορας κάτου απ' τ' άσπρο μουστάκι του. Φεγγοβολάει το πρόσωπό του σάμπως εξοχικό τοπίο γιομάτο στουρναρόπετρες κάτου απόνα ανοιξιάτικο άσπρο συγνεφάκι.
Γελάνε κι όλοι γύρω. Ξεθαρρεύονται. Ενα κοριτσάκι ως οχτώ χρονώ τρίβεται στα γόνατα του Ελνταμπίτη.
- Είναι κι ο πατέρας μου κει πέρα. Μπας και τον είδες;
- Πώς τόνε λένε;
- Γιώργο.
- Ου, και βέβαια, τόνε ξέρω τον πατέρα σου το Γιώργο. Οπου νάναι θάρθει.
"Τέρμα. Τέρμα". "Στο καλό, στο καλό". "Φχαριστώ".
- Στο καλό, κι όπως είπαμε λέει ο γερο-εισπράχτορας. Θα το κόψουμε το συρματόπλεγμα.
- Το κομένο λογαριάζεις.
Κατεβαίνουμε απ' το τραμ. Τι καθάριο το βράδι. Και το παιδί, να. Τον γνωρίσανε. Πόσοι φίλοι, θε μου. Πώς αγαπιούνται τούτοι οι άνθρωποι. Τρεις - πέντε - δέκα, του σφίγγουνε τα χέρια. Δεν προφτάνει ποιο χέρι να πρωτοχουφτώσει. Ενας γλόμπος ανάβει μονομιάς πάνω τους, φωτίζονται τα τίμια, σοβαρά και γκαρδιακά τους πρόσωπα.
Τι όμορφη βραδιά. Εχει και φεγγάρι. Να, για κοίτα. Το φεγγάρι. Μαλαματένια βέρα στο δάχτυλο της βραδιάς και στην ψυχή μας. Ο όρκος μας στον κόσμο».


«Γιορτάζει ο ήλιος στην Αθήνα μας. Λουστράρει τα παραθυρόφυλλα, τους τοίχους. Χυμάει στην άσφαλτο γυαλί - καθρέφτης, λούζει τις ακακίες απ' την κορφή ως τα νύχια, ξανακαινουργώνει τις παράγκες, κρεμάει φλουριά μέσα στις πιατοθήκες, βάνει δυο δάχτυλα χοντρό χρυσάφι άκρη-άκρη στον τσίγκο της αυλής.
Μοσκοβολάει ολούθες λεβεντιά το πρωί. Περνάει ένα κάρο φορτωμένο παλιολαμαρίνες. Λαμποκοπάνε οι λαμαρίνες ατόφιο μάλαμα. Σούρχεται να ρωτήξεις:
- Ε, μπάρμπα, πού τον πας όλον αυτό τον ήλιο;
Και δόστου, ντάγκα - ντούγκου, οι λαμαρίνες κουδουνίζουν. Ο καροτσέρης μερακλώνεται. Το ρίχνει στο τραγούδι:
«καροτσέρη τράβα ίσα
να μας πας για τα Πάτησα»

Απάνου ο ουρανός φαρδής - πλατής και πεντακάθαρος, σάμπως νυφιάτικο σεντόνι πλυμένο με τα χέρια μιας εικοσάχρονης ρωμιάς πέντε βολές περασμένο απ' το λουλάκι. Και κει στην άκρη, ασάλευτα και κάτασπρα τρία καλοθρεμένα σύνεφα θαρείς και καρτεράνε τρία στρουμπουλά αγγελούδια να χώσουνε το δάχτυλό τους μες στο βάζο του ήλιου και να γλείψουνε το μέλι.
Κάτι σβαρνάει μες στα πλευρά σου, τραντάζει την καρδιά η χαρά. Θέλεις νανοίξεις τις φούχτες σου και να μοιράσεις φως στον κόσμο, θες να σκουντήσεις κάποιον στον αγκώνα και να του πεις: "Βλέπεις; Βλέπεις;" - "Νάτος ο ήλιος".
 Σαν όταν είσαι στον κινηματογράφο και βλέπεις μια όμορφη σκηνή και σκουντάς το διπλανό σου να μοιραστείς μαζί του την ομορφιά και τη χαρά για να μπορείς ναν τη χαρείς έτσι διπλά. Μα βλέπεις τότες πως ο άλλος ξεθεωμένος απ' το μόχτο της μέρας έχει αποκοιμηθεί. Θαμπίζουνε τα μάτια σου, πες από πίκρα, πες από ντροπή.
Κι οι άνθρωποι, να, σκυμμένοι ολημερίς ιδρωκοπάνε σαν τους ζευγάδες με τα μάτια κολημένα στο χώμα, δίχως να βλέπουν παρακεί μια συντροφιά από παπαρούνες που ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους.
"Βλέπεις; Βλέπεις;". Το τεντωμένο δάχτυλο - η ψυχή - που δείχνει. Φτεροκοπάει ένα τραγούδι ολόγυρα. Δεν τ' ακούς; Θυμάσαι τότες που διαβάζαμε... Σε ποιο βιβλίο; Τότες που γινόταν συνεδρίαση στο σπίτι του γιατρού.
 Κι έξω στην αίθουσα αναμονής, πρόσμενε η Μάνα του Γκόρκι με ένα κατσαρόλι στα χέρια, για να φάει ο γιος της σα θα τέλευε τη "δουλιά".
Τι παστρικά πούταν εκεί μέσα. Τι ήσυχα. Η μάνα στέκονταν και κοίταζε. "Δες μάτια μ' τι λοής πραμάτειες βρίσκουνται στον κόσμο". Ετούτο το τραπέζι. Αμ η καρέκλα με τα στολίδια...


Ενα τετράφαρδο παράθυρο. Μπαίνει τετράγωνος ο ήλιος στο πάτωμα. Γυαλοκοπάει το χερούλι της πόρτας.
- Μπα, μπα, τι πράματα μαθές...
Παίρνει δειλά κάποιο βιβλίο στα χέρια. Το ξεφυλλίζει. Εχει ζωγραφισμένες πεταλούδες...
- Για δες, για δες... Ετούτο εδώ το ζούδι έχει μια ολάκερη πολιτεία από λουλούδια ζουγραφισμένη στα φτερά του. Αμε δαύτο... Πού να ξέρω αυτά τα ζούδια... Α, ναι, καλέ. Είναι πεταλούδες. Για δες...
Χαμογελάει βαθιά και συλλογιέται περιμένοντας το γιο της:
- Πόσα όμορφα πράματα βρίσκονται στον κόσμο, που περνάνε κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μας και μεις μηδέ τα νογάμε, μηδέ τα βλέπουμε...
Πάλι χαμογελάει στοχαστικά πάνου στο βιβλίο με τις πεταλούδες. Α, τώρα ξέρει. Μέσα κει ο γιος της κάτι όμορφο ετοιμάζει μαζί με τους άλλους... και...
- Αχ, θε μου, πότες πια θα ξαστερώσει το μάτι κι η ψυχή τ' ανθρώπου, να ξαστερώσει πια για πάντα ο ουρανός...
Πιάνει απόξω το κατσαρόλι με το φαΐ του γιου της: "Αργεί, θα κρυώσει το φαΐ του. Πάλι παγωμένο θα το φάει. Μα... ναι. Δεν πειράζει... Θα ξαστερώσει κι η ψυχή κι ο ουρανός...".
Εκεί έξω, μες στο φως της Αθήνας, περνούν με συνοδεία τρία παλικάρια αλυσοδεμένα, σκονισμένα.
- Τι είναι; Ποιοι είναι;
- Είναι αυτοί που τινάξαν στον αγέρα γερμανικά καράβια και σιδηρόδρομους, αυτοί που αφήσανε δουλιές και φαμίλιες, και ολάκερα χρόνια νηστικοί, κουρελιάρηδες, γυμνοπόδαροι, χύναν το αίμα τους πολεμώντας για τη λευτεριά. Είναι τα παιδιά της Αντίστασης. Τα παιδιά του λαού, τα παιδιά μας.
- Πού τους πάνε;
- Να τους σκοτώσουν.
- Γιατί;
- Αυτή ναι τώρα η "λευτεριά".



Βουρκώνει ο ουρανός. Τα τρία αγγελούδια κουτρουβαλιάζονται απ' τα σύννεφα. Χτυπάνε τα παραθυρόφυλλα. Η Μάνα του Γκόρκι κλείνει το βιβλίο με τις πεταλούδες.
- Μπα, λέει. Πώς άλλαξε μονομιάς ο καιρός. Τι κρύο. Ανεβάζει το μαύρο μποξά της ως το κεφάλι και συμμαζώνεται στην καρέκλα της.
Στην άλλη κάμαρα ο γιος της κι ο γιατρός και τ' άλλα παιδιά του λαού, κουβεντιάζουν:
- Πρέπει να...
Σφιχτές οι γροθιές τους πάνου στο τραπέζι, σα να δίνουν τον όρκο του Μακρυγιάννη:
- Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;
- Στο Μισολόγγι.
- Πού το τσάκισα αυτό εγώ;
- Στους Μύλους τ' Αναπλιού.
- Γιατί τα τσακίσαμε;
- Για τη λευτεριά της πατρίδας.
- Πούναι η λευτεριά κ' η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου.

Σφίγγουνε πιότερο οι γροθιές, κι όλες μαζί οι καρδιές μια πέτρινη γροθιά που αστράφτει μ' όλη την άγριαν ομορφιά της, μ' όλη της τη μεγάλη απόφαση.
Μεθαύριο, θ' ανοίξει τρυφερά η παλάμη να χαϊδέψει, θ' ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα στον ήλιο, θ' ανοίξουν τα πνεμόνια στον αγέρα κι όλες οι μάνες θα ρίξουν απ' τη ράχη τους το μαύρο τους μποξά και θ' ανοίξουν τα βιβλία με τις πεταλούδες - κάτι καινούργιες πεταλούδες... 
Κι έξω στο φως οι παπαρούνες θα ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους - τις ολοκαίνουργες ζητωκραυγές τους. Και τότες, βέβαια, θ' ακούει όλος ο κόσμος».
ΠΗΓΗ


Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Η Βροχή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Γιάννης Ρίτσος - Προσφορά (απόσπασμα)
-Στὸν φίλο μου Κώστα Γκοβόστη


Ἀδέλφι
ἐδῶ βαθειά μου ἀνθίζει
ἕνας κῆπος γιὰ σένα.

Καθὼς ἔπεφτε ἡ βροχὴ
καὶ δὲν ἦταν ἕνα πράσινο φύλλο
γιὰ νὰ μὲ μάθει πῶς χαμογελοῦνε
ἐσὺ χτύπησες τὸ τζάμι μου
καὶ μοὔβαλες κρυφὰ καὶ σιωπηλὰ
στὴν ἔρημη παλάμη
τοὺς σπόρους τῆς ἀγάπης.

Εἶναι δικός σου ὁ κῆπος μου.

Πόσο κρύωνα τότε!

Σὰ χελιδόνι
μουσκεμένο ἀπ᾿ τὴ βροχή,

ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ φύγει
κρυμμένο κάτω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια ὀμπρέλλα
τῆς Ἄνοιξης,
δίπλωνα τὰ φτερά μου
καὶ σώπαινα.

 Οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς
ποὺ μούσκεψαν τὰ μαλλιὰ
καὶ τοὺς ὤμους μου
ἀνάβουν μὲς τὴ ζέστα τῆς ἀγάπης
καθὼς ἀνάβουν ἕνα-ἕνα τ᾿ ἄστρα
στὸ βραδυνὸ οὐρανὸ τοῦ θέρους.

 Γιάννης Ρίτσος — Προσωπογραφίες μιας αρχαίας βροχής
ΙΧ
Αυτός ο αργοπορημένος γύρισε μέσα στη βροχή τα μεσάνυχτα.
Ο φύλακας τού άνοιξε την πόρτα.
Οι καμαριέρες τού στρώσαν το κρεββάτι.

Οι λύκοι ξάπλωσαν επίπεδοι μπροστά στα πόδια του.
Δεν είχε προσωπείο. Δεν ήταν άγαλμα.
Όχι. Δεν ήταν μόνος.

Κρατούσε μες στα χέρια του ένα μακρύ, σκληρό κι ευαίσθητο τραγούδι
Σαν το ραβδί των μάγων θέλοντας να μεταμορφώσει τη ζωή
σαν το ραβδί των τυφλών ψάχνοντας να εισχωρήσει στον κόσμο.


Στην άκρη του ραβδιού των τυφλών
Είναι συγκεντρωμένη η όρασή τους· η άκρη του ραβδιού τους
είναι το μάτι τους, βαθύ, εξοικειωμένο στο σκοτάδι. Οι τυφλοί
χτυπάνε το ραβδί τους, δοκιμάζουν τον αέρα, τη σιωπή, τη ρίζα, την
             πέτρα,
χτυπάνε το ίδιο τους το μάτι σ’ όλες τις πέτρες και πονάνε.
Εκεί που πονάνε, βλέπουν και γνωρίζουν.
Εκεί που βλέπουν και γνωρίζουν, δείχνουν.
Το ποίημα είναι ένα τεντωμένο δάχτυλο μες στη βροχή
που δείχνει τρέμοντας προς τη μεριά του ήλιου.

Οι ποιητές έχουν νικήσει την τυφλότητα.

Το 1943 Ἐκδίδεται ἡ «Παλιὰ μαζούρκα σὲ ρυθμὸ βροχῆς» μὲ τίτλο «Μακρινὴ ἐποχὴ ἐφηβείας» καὶ ἡ «Δοκιμασία», τὴ σύνθεση τῆς ὁποίας μὲ τίτλο «Παραμονὲς ἥλιου» ἀπαγορεύει ἡ γερμανικὴ λογοκρισία και αφιερώθηκε από τον ποιητή στη μνήμη της μητέρας του, Ελευθερίας Ρίτσου.
 
Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (αποσπάσματα)
Μαζεύτηκαν τα σύγνεφα στη δύση. Δεν είναι κόκκινα μήτε χρυσά.
Ένα χρώμα θαμπό μελιτζανί. Κ’ οι φωνές των παιδιών
πολύ μακρινές σα χαλασμένες φυσαρμόνικες
μέσα σε κάμαρες κλεισμένες όταν λείπει η μητέρα σε βεγγέρα
με κείνο το μωβ φόρεμα και τα μωβ μάτια
δυό μακρινά λιμάνια δίχως καΐκια. Συγνέφιασε πολύ.

Μην αργήσεις, μητέρα, θα βρέξει. Κ’ οι φωνές θα μείνουν μονάχες
σαν τ’ άδεια ποτήρια του νερού στο βραδινό τραπέζι,
τα ψίχουλα και τ’ άπλυτα πιάτα. Δε μπορώ. Κουράστηκα…

Απ’ τα προχτές μας το ’λεγε ο παππούς: θα βρέξει.
Κι ας έγραφε το μετεωρολογικό δελτίο: Καλοκαιρία
άνεμοι ασθενείς εις το Αιγαίον πέλαγος…
Μα αν ακούγαμε τον παππού (όλο βροχή και κρύο προμάντευε)
θα ’πρεπε να φοράμε διαρκώς τις μάλλινες φανέλες
το μάλλινο κασκόλ και το παλτό. Α, Θε μου…
Κι αν τύχαινε ποτές να κρυολογήσουμε:
«Δε στο ’λεγα – έλεγε ο παππούς στη μάνα μας –
να μην τ’ αφήνεις να γυρνούν χωρίς παλτό; Δε στο ’λεγα;»

…Γύρισε η μητέρα.
Ω, να, σκουπίζει τώρα τα παπούτσια της στο διάδρομο
κι ο ήχος της ομπρέλας της που κλείνει. Πέρασε η βροχή.
Μοσκοβολάει όλο το σπίτι μουσκεμένη ρίγανη και ζεσταμένες
κουβέρτες.

Η βροχή θα ’χει σαπουνίσει όλα τα φύλλα ένα – ένα
όπως η μητέρα μας σαπούνιζε τα χέρια μας σαν είμαστε μικρά
παιδιά –
τα φύλλα θα γυαλίζουν σαν τα μάτια των παιδιών. Πιότερο ακόμη.
Τα φύλλα πράσινα. Κ’ η θάλασσα γαλάζια. Μεγάλος που ’ναι ο
κόσμος…
Πάνω στη βέρα της μητέρας νύσταξε το φως.
Σηκώνουν τα μαχαιροπήρουνα και τα ποτήρια απ’ το τραπέζι.
Λίγα ψίχουλα σκόρπια. Οι πετσέτες σωριασμένες
σαν άσπρα πουλιά με σπασμένες φτερούγες.

Το πιάνο πάλι κ’ η μαζούρκα πιο προσεχτική.
Η σκόνη γλύστρησε απ’ τα φύλλα. Κ’ η βροχή
που φεύγει με το βήμα της παλιάς μαζούρκας
μακριά – μακριά στο αγαπημένο βράδι. Η μητέρα
που βγάζει τις φουρκέτες της αργά σα να βγάζει
τις πρόκες απ’ τους τοίχους σε μια κάμαρα που ξενοικιάστηκε
και μένει μόνη αμήχανη στο σκοτεινό ελευθερωμένο αέρα της.


Πρώτη σταγόνα της βροχής έξω στον τσίγκο. Πώς αργεί.
Ο θυρωρός της πλαϊνής πολυκατοικίας
θα κουβαλήσει την καρέκλα του απ’ το πεζοδρόμιο
και θα σταθεί σκυφτός με σταυρωμένα χέρια πίσω απ’ τη τζα-
μένια πόρτα


Καλή βροχή. Θ’ ανοίξει πέρα στους αγρούς μικρές λακκούβες
ίσαμε μια παλάμη για να σπείρει αγριοβιολέτες και κυκλάμινα
θα γεμίσει τις γούρνες του δάσους για να πιουν τα ελάφια
θα κρεμάσει στους βράχους μικρούς καθρέφτες μακρουλούς
να κοιταχτούν οι γλάροι και να δέσουν τις γραβάτες τους.
Ύστερα ο ουρανός θα ροδίζει χαμηλά κατά τους λόφους με τα
λιόδεντρα…

 Απόσπασμα από το ποίημα -Σχήμα της απουσίας. 
 Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί 
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει
σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.

Υπερώον- Απόβροχο- Γιάννης Ρίτσος Σταμάτησε η βροχή.
Και τί να κάνεις πια
μ’ αυτές τις λίγες στάλες
που μείναν στο αδιάβροχο;
Άχρηστη καρτερία:
να βρίσκεις δικαιολογητικά
και ξένα επιχειρήματα
μπροστά στη νύχτα.


Αν χτυπήσεις τα πλήκτρα
με το βρεγμένο χέρι σου
θα βγουν οι λέξεις μουσκεμένες,
κι ύστερα; — τίποτα;

 Αθήνα, 16.III.85 ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος, "Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή" (απόσπασμα)

Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,

νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει.

Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της – γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’ οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε απολογία-
Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σαν να τα κλείνει…


[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]
Γιάννης Ρίτσος, Ο λύχνος τών φτωχών και ταπεινών
    Στην αδελφή μου ΝΙΝΑ

Μόλις έπαψε το σούρουπο η βροχή
βγήκες αργά στον έρημο κάμπο
κοίταξες τον πλυμμένο ουρανό
και περίμενες τη νύχτα.

Είδες έναν κύκλο φωτεινό
γύρω στο φεγγάρι
κ’ είπες : πάλι θα βρέξει.

Κ’ είσουνα τόσο χαρούμενος
που κοίταξες τον ουρανό
που είδες το κίτρινο φεγγάρι
που άκουσες τη φωνή σου.

Κάτου απ’ τα μουσκεμένα δέντρα
περνούσε Εκείνος
μ’ ένα μικρό φανάρι στο δεξί του χέρι
να φωτίζει το δρόμο
μη σκοντάφτουν τα μαμούδια.
Μην ξεχάσεις τη λειτουργία της Κυριακής.

Μελέτη του χρόνου-Γιάννης Ρίτσος
Ι

Ο χρόνος και τα χρώματα του στα τζάμια της πόλης.
Τα βράδια το σφύριγμα του τραίνου παίρνει τον τόνο του ανέκλητου.
Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή.

Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη χώρα,
τ’ αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους
σαν καρφιά σκουριασμένα-αν κάνεις να τ’ αγγίξεις
θα ξεκολλήσουν-θα πέσει λίγη σκόνη και λίγος σουβάς,
δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα παλιό κάδρο
ούτε τ’ αδιάβροχο σου και το καπέλο σου.
ΙΙ
Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,
ανάμεσα στις ροχάλες της βροχής και στη γκρίνια των δέντρων.
Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα ,_δε γαυγίζει.

Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα κάγκελλα
_μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.
Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,
έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.
_»Δε θα ξανάρθω, έλεγε, δεν θα ξανάρθω».

Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,
στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;
Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.
 ΩΡΕΣ ΒΡΟΧΗΣ-Γιάννης Ρίτσος

Ήρθαν οι πρώτες βροχές. Άλογα μουσκεμένα
στέκονται κάτω απ’ τα δέντρα με μισόκλειστα μάτια
κάνοντας πώς μασάνε λίγο ξερό χορτάρι
μέσα στη φθινοπωρινή τους άνοια. Η Μαρία
θα ’θελε να χτενίσει με τη χτένα της τη βρεγμένη τους χαίτη. ’Αλλά
οι τελευταίοι παραθεριστές έφευγαν κιόλας. Μια κότα
λίγο πιο κει κακάριζε ανάρμοστα. Κι ήταν μια λύπη
να βλέπεις πλήθος τα σπουργίτια πεινασμένα να χαμοπετάνε
στα τρυγημένα αμπέλια, να βλέπεις και τα σύννεφα
ν’ αλλάζουν, να σκίζονται, να τρέχουν παρ’ ότι
καρφωμένα εδώ κι εκεί με μαύρες πρόκες από κοράκια.
Έτσι, μέσα σε λίγες ώρες, γέρασε ή Μαρία.

Καρλόβασι, 28.VIII.87

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Τα φύλλα του Φθινοπώρου (Ποιήματα)

Νίκος Καρούζος, «Παραίνεση»
Να μη λυπάσαι που πέφτουν τα φύλλα φθινόπωρο. Η δική σου τρυφερότητα θαν τα φέρει και πάλι στα δέντρα. Δάκρυα μη χαλνάς· όλοι ανήκουμε στην ανάσταση. (Από τη συλλογή «Θρίαμβος χρόνου», εκδ. Απόπειρα, 1997

 Αλκυόνη Παπαδάκη΄΄Τι μπορεί να προσφέρει, αλήθεια, ένα κίτρινο φύλλο, που θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα του ποταμού; Μπορεί να μάθει το ποτάμι να ονειρεύεται...''

Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου (απόσπασμα) Τάσος Λειβαδίτης
Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη,
έναν φυλακισμένο να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της,
ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου
να γείρει η χαμένη ζωή μου.
''Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου'' Διαβάστε ΕΔΩ

 Κ.Π. Καβάφης
Πόθος

Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις άλλες...

Τα καλοκαίρια μ᾿ έψησαν και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά πότε να ῾ρθεί μέσ᾿ τα κλαριά,
ο θείος βοριάς και το χαλάζι!

Τότε, γερτός κι εγώ ξανά, μέσ᾿ τα μουγγά τα δειλινά,
θ᾿ αναπολώ γλυκά, -ποιος ξέρει-,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι...

Είμαι ένα φύλλο ωχρό -Μυρτιώτισσα
Είμαι ένα φύλλο ωχρό του φθινοπώρου
που από βουνίσιο δέντρο έχει ξεφύγει,
το βήμα με ταράζει του οδοιπόρου,
στον άνεμο χρωστώ τα θεία μου ρίγη.

Είμ᾽ένα σάπιο ξύλο από καράβι
κι η θάλασσα για πάντα μ᾽ορίζει,
τους πόθους μου γι᾽άφταστα μάκρη ανάβει,
καθώς με πάει και με στριφογυρίζει.
Μα έχει το κύμα αυτό που μ᾽αναδεύει,
τόσες ζωές απάνω μου σωριάσει,
που γνώρισα-κι ας μη με ταξιδεύει-
μες απ᾽αυτές, ολάκερη τη πλάση.

Κι αν δε μου εδόθη στου ονείρου τη χώρα
ν᾽αράξω, μου φανέρωσε τ᾽αγέρι
το ξωτικό της μύρο, κι η άγρια μπόρα,
μηνύματα από κείθε μου έχει φέρει.

Κι εσπαταλεύτηκ᾽ έτσι ο εαυτός μου,
τα μάτια μου αποστάσαν κι η καρδιά μου,
γιατί έψαξα τα πέρατα του κόσμου
δίχως να ξεμακρύνω απ᾽τη γωνιά μου...



Μάρκος Μέσκος-''Το αντίο''
  Φύλλο ξερόφυλλο σαν πεταλούδα φθινοπωρινή πέφτοντας νανουρίζεται - στο καλό! στο καλό! 
 Ήταν δικό σου το αντίο τύχη και μοίρα και ειμαρμένη λέξη που κουδουνίζει σαν κάτι άλλο' φύλλο φυλλαράκι γνωστό από τα παλιά όχι ζούδι νεκρό μα προσδοκία λευκής νιφάδας στο μέτωπό σου τώρα που έγινες σιωπή και ποίημα και σκοτάδι έγινες δύσβατο φως καθώς θερίζει την αιώνια ματαιότητα.(Τα ποιήματα της σκάλας)
ΠΗΓΗ
 -Μάρκος Μέσκος, «ΦΥΛΛΑ»
Πόσα μηνύματα λάβατε πόσα στείλατε;
Περπατούνε τα φύλλα με φως και σκιά τάματα του αέρα
μάταια και προδομένα. Δεν τα σώζουν όλες οι αγαθοεργίες
του κόσμου ας πούμε ένα ποτήρι κρύο νερό ένας χορός
ένας γάμος μια συνέλευση αυστηρή στα περίεργα χρόνια
χτες — οι κρεμασμένοι αιωρούνται συχνά αλλά αυτούς
λησμόνησε τους, θάψτε τους επιτέλους.

Τί λέγαμε λοιπόν
για τ’ άνθη τους καρπούς τα φύλλα στα κατάρτια των δέντρων
μια ψυχούλα σβήνει ένα φύσημα λαμπερό και πάνε και πάνε
ταξίδια χωρίς προορισμό ας όψεται ο Βοριάς και ο χτικιάρης
Νότος πού κιτρινίζει την προδοσία (πρώιμη και φαρμακερή).
Φύλλα πλημμύρες, στρουθία στάλες στον ουρανό, ελάχιστες σάρκες
πετούν χάνοντας το βάρος της ομορφιάς της μοναξιάς ποιος
ξέρει;

Στο μονάκριβο πόδι η χαρά τους όσο διαρκεί αεροδρομούν
επί των επάλξεων και σιωπηλά αιωνίως στα στρωσίδια
των τάφων. Θρύμματα μόσκου καθώς αντιστέκεται ή σκόνη. Όμως
φύλλα• χιλιάδες μπαϊράκια τα κρασάτα οι ώχρες τα πορτοκαλιά
να τα μνημονεύσουμε. Ακόμα και τ’ αειθαλή πού ψεύδονται συνεχώς.

Άνεμοι φθινοπωρινοί αγιάζι του πάγου τα μοιρολόγια τους
μα θα ξανάρθουν τα φύλλα, το λένε οι απρόβλεπτοι οιωνοί
της παμπάλαιας τάξης. προπαντός τα φύλλα της πικροδάφνης.
(Χαιρετισμοί, 1995)
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Σκόρπια φύλλα»
Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου
οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή
ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια
"ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;"
αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών
από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας
Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα
ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων
ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί
ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό
καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα
ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων
στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς
κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι
πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του
έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι
όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες
μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο
ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές
νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε
στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα
στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα
όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του
ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά
έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα
και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί
ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν
πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει
ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων
και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη
αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός
όπως ακριβώς ήσουν και ήταν
κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά
όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν
αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη
στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν
στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις
αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά
τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του
και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει
άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων
να μας πας στην ξενητειά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατειά
φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι.

(από τη Διαγώνιο, 2, 1961)

ΠΗΓΗ

Τὸ φύλλο τῆς λεύκας-Γιώργος Σεφέρης

Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακριὰ
μιὰ θάλασσα
πέρα μακριὰ
ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστὰ
σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες.
Ἔτρεμε τόσο πολὺ
τὸ ζήτησα τόσο πολὺ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ
θεέ μου τὸ ζήτησα.
 ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ: «ΦΙΝΟΠΩΡΟ»
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν.
Δηλαδή, πάντα τα φύλλα πέφτανε τούτη την εποχή,
οι μέρες μικρές, το φως λιγοστεύει, πρωί σκοτάδι ακόμη,
αρνιέσαι να φορέσεις μάλλινα, ελπίζεις σε μέρες γλυκές,
αλλά, φθινόπωρο. Τα φύλλα πάντα πέφτουν.
Αδήριτα φθινόπωρο. Κι αν δεν το λέγανε οι όψεις και τα χρώματα
το λέει το βάσανο της καθημερινής επιστροφής στα περασμένα
τους μίτους που πας να διασώσεις κι αυτοί ξεφτίζουν βαθμιαία
πέφτοντας με τις γκρι βροχές σε λασπωμένες μνήμες.
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν. Σαπίζουνε τα φύλλα
στις μακρινές αλέες των βόρειων πόλεων που συνήθισες
κι ένας κρύος αέρας τα παρασέρνει στα χαντάκια.
Φθινοπωριάζει. Η λέξη αγάπη σε έκπτωση.
Το μόνο μέλλον σου, χειμώνας.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε – Φθινόπωρο
Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ’ ουρανού·
πέφτουν με μι’ άρνηση στο στόμα του κενού.
Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
από τ’ αστέρια προς τη μοναξιά.

Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
Δες, όλα γύρω χάνονται στα βάθη.
Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.
 ΜΕΡΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ Του Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Κύριε, είναι καιρός. Τό θέρος κράτησε πολύ.
Στά ηλιακά ωρολόγια τίς σκιές σου ρίξε
καί λευτέρωσε στά λειβάδια τούς ανέμους.

Πρόσταξε τούς στερνούς καρπούς νά γινωθούνε
δυό μέρες νότου δώσε τους ακόμη,
βιάσε τους νά ωριμάσουν πιά καί διώξε
τήν στερνή γλύκα στό βαρύ κρασί
Όποιος σπίτι δέν έχει τώρα, ποτέ του δέ θά χτίσει πιά.

Όποιος μονάχος είναι τώρα, μονάχος γιά καιρό θά μείνει,
θ’ αγρυπνά, θά διαβάζει, θά γράφει γράμματα μεγάλα
καί στίς δενδροστοιχείες εδώ κ’ εκεί, δίχως γαλήνη
θά πλανιέται, τά φύλλα ενώ θά σέρνονται στό χώμα.
Ποιήματα, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ηριδανός, 1990
 Κική Δημουλά, Αυτόγραφο
Ένα κίτρινο φύλλο σου,
φθινόπωρο,
σ' έναν άνεμο ράθυμο κάθισε
και μ' ακολούθησε επίμονα.
Το πήρα 
και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αυτόγραφο,
ίσως σαν ένα "ευχαριστώ"
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο.
Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετινές προθέσεις σου
απέναντί μου.
Από την ποιητική συλλογή "Ερήμην" (1958).
Sonnet 73
by William Shakespeare (1609)

That time of year thou mayst in me behold
When yellow leaves, or none, or few, do hang
Upon those boughs which shake against the cold,
Bare ruined choirs, where late the sweet birds sang.

In me thou see’st the twilight of such day
As after sunset fadeth in the west;
Which by and by black night doth take away,
Death’s second self, that seals up all in rest.

In me thou see’st the glowing of such fire,
That on the ashes of his youth doth lie,
As the deathbed whereon it must expire,
Consumed with that which it was nourished by.

This thou perceiv’st, which makes thy love more strong,
To love that well which thou must leave ere long.
The Complete Works of William Shakespeare, The Rex Library, 1973
Ἦρθε μία θύμησι...Νίκος Καββαδίας(ανένταχτα)
Ἦρθε μία θύμησι παληὰ πολὺ καὶ χτύπησε
τὴν πόρτα τῆς θλιμμένης τῆς ψυχῆς μου ...
Ἦταν ἕνα θλιμμένο δειλινό.
Ξερὰ τὰ φύλλα χάμω πέφτανε.

Οἱ γερανοὶ στὸ νότο πέταγαν.
Μέσ᾿ στὴ γαλήνη τὰ καράβια ἀρμενίζαν
καὶ σὺ φτωχὴ ψυχὴ κάτι περίμενες ...
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου ταξίδευε.
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου βυθίστηκε.

Καὶ κεῖνο ποὺ περίμενες τὸ πήρανε
οἱ γερανοὶ στὸ μακρινὸ ταξίδι τους.
Μὲ τὰ ξερόφυλλα τὸ πῆρε ὁ ἀγέρας τοῦ φθινοπώρου
τὸ κλέψαν τὰ καράβια τὰ λευκόπανα.
Φτωχὴ ψυχὴ ... Προσμένοντας ἀπόμεινες.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 20 Μαΐου 1928, ἀρ. φύλλου 131, σελίδα 2.
 ΠΗΓΗ