Σελίδες

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Μυρτιώτισσα (Ποιήματα)

  Ποίηση: Μυρτιώτισσα
 Δεν βάσταξες, αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι 
 κουράστηκες, παραπατάς,
 παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι, 
ωσότου, τέλος, σταματάς.
 Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα, 
κι ακόμα βλέπεις, προχωρώ, 
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα, 
 και με σπασμένο το φτερό...
Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης και από κάποιους χαρακτηρίστηκε ως "νέα Σαπφώ". Ο Νίκος Καζαντζάκης την αποκάλεσε «σταυρωμένη ποιήτρια της αγάπης». Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της.

Εξέδωσε τα ποιητικά έργα «Τραγούδια» (1919), «Κίτρινες φλόγες» (1925) (με πρόλογο του Κ. Παλαμά, 1925), «Δώρα αγάπης» (1932, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών) και «Κραυγές» (1939, Κρατικό Βραβείο) ενώ το 1953 κυκλοφόρησε ένα συγκεντρωτικό έργο με τίτλο «Ποιήματα». Επίσης, μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, το 1958, έγραψε το χρονικό «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια» που εκδόθηκε το 1962. Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης (το 1932 για τα Δώρα της αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές).
ΠΗΓΗ
 ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ (1885 -1968)

Εκπαίδευση Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου
Είδη Ποίηση
Σύζυγος(οι) Σπυρίδων Παππάς
Τέκνα Γεώργιος Παππάς

Η Μυρτιώτισσα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) γεννήθηκε στο προάστιο της Κωνσταντινούπολης Μπεμπέκι.
Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλλ της Πλάκας. Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Μετά από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι (Κρατική Δραματική Σχολή), όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με το Σπύρο Παππά, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο το Γιώργο, ο οποίος σταδιοδρόμησε στο ελληνικό θέατρο.

Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά από μερικά χρόνια μετά το τέλος του βραχύβιου γάμου της και εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912 η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην παλιά της αγάπη για να εκφράσει τον πόνο της.
 Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης (το 1932 για τα Δώρα της αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές).
Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της εξέδωσε το βιβλίο'' Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια''(1962).
 Πέθανε έπειτα από καρδιακή προσβολή στην Αθήνα την Κυριακή 4 Αυγούστου του 1968. Η ταφή της έγινε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Δρακοπούλου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. 
Πέθανε στην Αθήνα. Η ποίηση της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος.
ΠΗΓΗ
Ποιήματα της Μυρτιώτισσας
Σ’ αγαπώ--(γραμμένο για τον Λορέντζο Μαβίλη, τον οποίο ερωτεύθηκε με πάθος και του οποίου τον χαμό δεν ξεπέρασε ποτέ)
Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!


Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου

Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι

Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι

Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!

Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;



Τα βήματα               
Τα βήματα, τα βήματά σου
τα γνώριμα τ’ αγαπημένα που είναι χαμένα.
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.

Τα βήματα, τα βήματά σου,
μες τα όνειρά μου τρομαγμένα,
φτάνουν σε μένα.
Έχω ξεχάσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.


Έρωτας τάχα
Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;

Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;

Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;

Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.


Πάθος

Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.

Μες στα χέρια - τα χέρια σου -
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!

Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.


Voluptas
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!
μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου
της ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.

Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα
Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα

Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα `θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!

Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε θέλω δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί

Ω! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί
το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νιώθω πως από Ηδονή
θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη ....
Μηδ΄ ο πόνος μου         
Μήδ’ ο πόνος μου δε σε κρατά
μηδέ πια τα δάκριά μου,
κάθε μέρα φεύγεις μακριά
κι όλο πιο μακριά μου.
Τυλιγμένον μες στη συγνεφιά
και στη καταχνιάν, αλλοιά μου
δε σε ξεχωρίζει καθαρά
η θαμπή ματιά μου.
Κι αν χαθείς για με παντοτινά
θλιβερέ Έρωτά μου,
πάνε της ψυχής μου τα φτερά,
πάει και το χρυσάφι της καρδιάς μου.


Στο γιο μου
( Ο γιός της ήταν ο Γιώργος Παππάς , διάσημος ηθοποιός της εποχής, ο οποίος απεβίωσε δέκα χρόνια πριν το θάνατό της)

  Τα πλοία που λαχτάριζες μακριά για να σε φέρουν
στις χώρες που `ν’ σαν όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν
κάθε παιδιού τη νια καρδιά π’ όλο ποθεί και θέλει
να δει, ν’ αγγίξει, να γευτεί της γης όλο το μέλι!


Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σ’ ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου και τον καημό μου πνίγω.
Μα είναι μεγάλος μου καημός κι είναι πικρή η ψυχή μου...
Ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ’ τη πνοή μου.


Μονάχα συ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,
το νεκρωμένο ξύπναγες, παλμό μες στη καρδιά μου.
Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,
βλέπω τη νύχτα να `ρχεται βαριά και να με ζωνει...




ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ...

Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς το χειμώνα
με το τζάκι που πάγωσ’ εκεί στη γωνιά του,
με του λύχνου το φως που όσο πάει και χλωμιάζει
κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;


Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη
που σερνόταν μουγγά μες στις άχαρες στράτες,
των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι
σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;


Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγγα
με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της
και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου
εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;


Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,
τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,
τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,
και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;


Για μια στάλα ψωμί πού είχε απλώσει να πάρει,
νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι
του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί· τέτοιο κρίμα
θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;


Κι όλα κείνα τα νιάτα πού πήρε το ρέμα
τόση φλόγα που εσβήστη απ’ του πόλεμου τ’ άχτι,
τις καρδιές που’ ναι στόχος, θροφή του θανάτου,
κι’ απομένουν στη γης, λίγες στάλες αιμάτου,


Θα μπορέσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει
κολυμπώντα στο φως η ελεύτερη  μέρα,
θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,
να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 5 (Α’ περίοδος) του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (9.6.1945).
πηγη http://www.sarantakos.com/kibwtos/elgr/murtiwtissa_ksexasw.html


 Ω, ναι, το ξέρω        
Ω, ναι, το ξέρω
Ω, ναι, το ξέρω, ο θάνατος για μένανε
θε να `ρθει ωραίος!
Σαν τη ζωή μου, έτσι κι αυτός δε γίνεται
να είναι τυχαίος.
Θα ξεκινήσει μιαν αυγούλα ρόδινη
τ’ Απριλομάη,
τ’ αηδόνι από του κήπου μέσα τ’ άνθισμα
θα κελαηδάει.
Θα στήνουνε χορό τ’ ασημοπράσσινα
φύλλα στη λεύκα,
και θα με ραίνουν μύρο απ’ το ρετσίνι τους,
πλήθος τα πεύκα.
Θα ρέει το αίμα μου ως χυμός ολόδροσος
κάτω απ’ τη φλούδα,
ήρεμη θα `ναι μου η καρδιά κι ανάλαφρη
σαν πεταλούδα.
«Κύριε», θα ειπώ, «στη ζήση μου αν επόνεσα,
έφτασ’ η ώρα
το μέτωπό μου να! το θείο το χνώτο Σου
μ’ αγγίζει τώρα!».
Θα πέφτει αργά το βράδυ απ’ το παράθυρο
διάπλατο εμπρός μου,
θα μπουν κλαριά και φύλλα, δάσος ολάκερο,
κόσμος δικός μου.
Κι ενώ το «χαίρε» τους γαλήνιο, απίκραντο,
θα ηχεί βαθιά μου
γλυκά θα σβήνω, σαν το ηλιοβασίλεμα
στην κάμαρά μου...
Τι άλλο, καλέ μου
Τι άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα
και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,
αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,
–κι ας είσαι νεκρός– πλημμυρούν από Σένα;
Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα
τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,
γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,
αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!
Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;
Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου
και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου
για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.
Ποιος είσαι συ;
Ποιος είσαι συ που στάθηκες πεισματικά μπροστά μου,
και των ματιών σου τα πετράδια
σαν πυρωμένα κάρβουνα ξεσκίζουν και τρυπούν
τα τρίδιπλά μου τα σκοτάδια;
Ποιος είσαι συ που τάραξες βαθιά τη μοναξιά μου;
Δε βλέπεις απ’ τον κόσμο αυτό πως είμαι πια φευγάτη;
Μήτε γυρεύω τίποτα, μήτε μπορώ να δώσω.
Τα φλογισμένα μάτια σου του κάκου με πονούν.
Και μοναχά το χέρι να σ’ απλώσω,
θα ’ναι κι αυτό μια βδελυρή, που δε μου στέκει, απάτη.
Το ντύμα μου το σάρκινο μου το' λυωσε η ψυχή μου,
κι έπεσε απάνω του βαρύς της λησμονιάς ο λίθος.
Τα γήινα τα στολίδια μου ξεφτίσανε κι αυτά.
κι είν’ η καρδιά σε τέτοιο βύθος!

Φύγε, το δρόμο τώρα πια θα πάρω μοναχή μου.
Είμαι του ίδιου μου εαυτού μια ανάλαφρη σκιά,
νεράκι π' αργοσώνουμαι μακρυά από την πηγή μου.
Γύρισε πίσω, εγώ τραβώ για τ' άυλα τα νησιά.
Κι αν μου τρυπάει τα σπλάχνα μου του πόθου σου η ματιά,
του κάκου! στάλα αιμάτινη δεν τρέχει απ’ την πληγή μου.
(Ανέκδοτο)
ΠΗΓΗ

 Γράμμα του Γιώργου Παππά προς τη μητέρα του-(Μυρτιώτισσα)
 Σέρραι Πέμπτη 4 Νοεμβρ.
Αγαπημένη μου μανούλα,


Έλαβα το γράμμα σου με τα παράπονα σου. Τι ανόητη που είσαι! Νομίζεις πως δεν ξέρω πως είσαι ο μόνος άνθρωπος που έχω στη ζωή; Για ποιον νομίζεις ότι ζω; Αυτά που σου λέω περί Καιτών είναι κωμικά! Μαγκούφης θα μείνω. Το ξέρω. Άλλωστε γέρασα πια. Τα μαλλιά μου ασπρίζουν αλματωδώς και γενικά η διάθεσίς μου είναι αποκλειστικά απαισιόδοξη. Αυτά που κάνω είναι για να ξεγελάω τον εαυτό μου και να αποφεύγω τα άλλα.

Για βελέντζες εδώ στις Σέρρες δεν βρήκα τίποτα της προκοπής. Νομίζω ότι στην Αθήνα βρίσκει κανείς ό,τι θέλει ίσως λίγο ακριβότερα. Θα σου πάρω όταν έλθω.

Θα έλθω την Πέμπτη οκτώ. Δεν ξέρω ακριβώς την ώρα. Ίσως στις 101/2 ίσως στας 21/2. Πάντως να είναι η Φωφώ στο σπίτι. Θα τα πούμε με την ησυχία μας. Μην το πης πουθενά ότι έρχομαι για να μπορώ να ιδώ μόνον όσους θέλω. Δεν θα έχω πολύ καιρό. Πάντως θα μείνω Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή. Θα φύγω Δευτέρα πρωί. Εάν είσαι στην Εκάλη, θα έλθω να κοιμηθώ εκεί ένα βράδυ και να περάσω όλη την ημέρα.

Πάντως κάνε όπως θέλεις.
Δεν μου έγραψες για τα χρήματα. Σου έδωσε ο δικηγόρος;
Σε φιλώ πολύ πολύ
Το παιδί σου που σε λατρεύει
Γιώργος
Η επιστολή και η φωτογραφία  είναι από την Οδό Πανός
- τ.131, Ιαν.2006Η φωτογραφία του Γιώργου Παππά είναι από τον Πανδέκτη
ΠΗΓΗ   http://stinkoiladatonmouson.blogspot.gr/2013/04/blog-post_20.html

 

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Ο Νοέμβριος στην ποιήση και τη ζωγραφική


Ο Νοέμβριος, ή Νοέμβρης, ή Αεργίτες (ποντιακά), ή Βιέστ (Αρβανίτικα) είναι ο ενδέκατος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και έχει 30 ημέρες.
Το όνομά του προέρχεται από το λατινικό novem = 9 γιατί ήταν ο 9ος  μήνας του ρωμαϊκού νουμιανού ημερολογίου.
Με το Νοέμβρη αντιστοιχεί ο αρχαίος μήνας Νημακτηρίων, ο αρχαίος αιγυπτιακός Αιθήρ και η περίοδος μεταξύ Μπριμέρ Φριμέρ της Γαλλικής επανάστασης.

Οι Ρωμαίοι τον είχαν αφιερώσει στον Ποσειδώνα και γιόρταζαν τα Ποσειδώνια.

Ο λαός τον αποκαλεί Βροχάρη (γιατί πέφτουν πολλές βροχές), Χαμένο (γιατί έχει τις μικρότερες σε διάρκεια ημέρες)

Ανακατεμένο (από τον άστατο καιρό), Σκιγιάτης (σκιά, νύχτα), Κρασομηνάς (επειδή τότε άνοιγαν τα καινούρια κρασιά) Αγιομηνάς (του Αγ. Μηνά), Φιλιππιάτης (του Αγ. Φιλίππου) Αντριάς (του Αγ. Ανδρέα), Αϊ-Ταξιάρχης, Αρχαγγελίτης ή Αρχαγγελιάτης, Αϊ-Στράτης, Αϊ-Στράτηγος και Σποριάς
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Νοέμβρη οργώματα κι ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές». 
               «Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες».               
«Η Πούλια βασιλεύοντας, το μήνυμά της στέλνει.
Ούτε τσοπάνος στα βουνά ούτε ζευγάς στους κάμπους».

                «Άι- Μηνάς εμήνυσε του πάππου του χειμώνα: -Έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ' Άι- Φιλίππου αυτού είμαι».
                «Αν τ' Άη Φιλίππου λείπω, τ' Άγια, των Αγιών δε λείπω».
                «Ο άη- Μηνάς εμήνυσε, πούλια μη ξημερώσει».


                «Ο Νοέμβρης έκλεισε, τα ζευγάρια είν΄ στο στάβλο κι ούτε ζευγάς στον κάμπο».

                «Ο Νοέμβρης σαν θα έλθει τα γομάρια μέσα κλείνει».
                «Οποίος σπείρει τον Νοέμβρη ούτε σπόρο δεν Θα πάρει».

                «Όταν έρθει ο Νοέμβρης σιγομπαίνει ο χειμώνας».
                «Σ' τσι τριάντα, τ' Αγι-Αντριός, αντριεύεται το κρύο».
 
                «Της ελιάς το φύλλο κι αν χαθεί, πάλι θε να ξαναβρεθεί».
                «Τον Οκτώβρη τα κουδούνια, το Νοέμβρη παραμύθια».
                «Του Σαρανταμέρου η μέρα «καλημέρα» - «καλησπέρα».
Γράμμα το Νοέμβριο (Σίλβια Πλαθ)
Αγάπη μου, ο κόσμος
ξαφνικά αλλάζει, αλλάζει χρώμα.
Το φως του δρόμου

ξεχύνεται σκίζοντας τους μακρόστενους
καρπούς του ψυχανθούς εννιά η ώρα το πρωί.
Είναι η Αρκτική.

Αυτός ο μικρός ο μαύρος

κύκλος, με την  καστανόξανθη μεταξένια χλόη του – μαλλιά
      μωρού.
Υπάρχει στον αέρα ένα πράσινο,
απαλό, απολαυστικό.
που με θάλπει τρυφερά.

Είμαι ξαναμμένη και ζεστή.

Νομίζω πως είμαι τεράστια,
είμαι τόσο βλακωδώς ευτυχισμένη,
οι γαλότσες μου
πλατσουρίζουν  και πλατσουρίζουν βαθιά μέσα στο όμορφο κόκκινο.
[…………………………………………………..]

Ω αγάπη μου, ω άσπιλε.

Κανείς εκτός από μένα
δεν περπατά σε τούτο τον υγρότοπο μέχρι το κόκαλο βρεγμένος.
Τα αναντικατάστατα
χρυσαφιά ματώνουν και βαθαίνουν, τα στόματα των Θερμοπυ-
        λών.
(Σίλβια Πλαθ, Ποιήματα, εκδ. Κέδρος)

Letter In November - Poem by Sylvia Plath

Love, the world
Suddenly turns, turns color. The streetlight
Splits through the rat's tail
Pods of the laburnum at nine in the morning.
It is the Arctic,

This little black

Circle, with its tawn silk grasses -- babies hair.
There is a green in the air,
Soft, delectable.
It cushions me lovingly.

I am flushed and warm.

I think I may be enormous,
I am so stupidly happy,
My Wellingtons
Squelching and squelching through the beautiful red.

This is my property.

Two times a day
I pace it, sniffing
The barbarous holly with its viridian
Scallops, pure iron,

And the wall of the odd corpses.

I love them.
I love them like history.
The apples are golden,
Imagine it ---

My seventy trees

Holding their gold-ruddy balls
In a thick gray death-soup,
Their million
Gold leaves metal and breathless.

O love, O celibate.

Nobody but me
Walks the waist high wet.
The irreplaceable
Golds bleed and deepen, the mouths of Thermopylae.
  Άνεμος του Νοεμβρίου – Τάσος Λειβαδίτης-

''τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν.

Τάσος Λειβαδίτης ''τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''

Διαβάστε εδώ
Η δόξα των ανέμων – Μάνος Ελευθερίου
Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων –
γυαλί σπασμένο το κορμί σου καταγής.
Ντυμένη θαύματα στη δόξα των ανέμων
τον αιματόφυρτο καιρό αιμορραγείς.

Οχτώ Νοέμβρη πια ποτέ δε θα ξανάρθει
σαν θεατρίνα που έχει σβήσει αλκοολική
κι ένα παιδί που μεγαλώνει μες στη στάχτη
θα διδαχτεί απ’ τους θεούς τη μαντική.

Μες στα νεκρά τα καφενεία πέφτει χιόνι
κι έξω περνάει μια κηδεία της συμφοράς.
Των αισθημάτων λάμπει πάντοτε το αφιόνι
σ’ ένα κουτί μέσα κλεισμένο ζαφοράς.

Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις το σκοτάδι
σαν ένα σώμα, στην αρχή συλλαβιστά.
Να κατακτήσεις και το μπλέ που είναι στον Άδη.
Να ιδρώνουν θάνατο οι χορδές και τα πνευστά.

Σ’ ένα δωμάτιο τρεις γιατροί συλλογισμένοι
πίνουν θανάτους μιας ζωής πριν μ’ αρνηθεί.
Και συνεχώς με ψηλαφίζουν σαστισμένοι
γιατί το μέλλον μου λυσσάει για να σωθεί.

Παλιά φεγγάρια της αγάπης τα μπακίρια.
Πλεχτές κουβέρτες με τοπάζι και χρυσό.
Μυρίζουν κίτρινο και δάφνη τα σανίδια
και πίνω αρώματα και οινόπνευμα να ζω.

Μες στις βελόνες του ένας ράφτης καρφωμένος –
διαμάντια το αίμα του, καρφίτσες και κλωστές.
Ένα παλτό μεταποιεί σαν μαγεμένος
να το φορέσουν των ανέμων εραστές.

Οχτώ Νοέμβρη και το σπίτι ταξιδεύει
σ’ ενός σουλτάνου τις αυλές ψηφιδωτό.
Του σώματός μας τα κρυφά και τα ερέβη
μόνο της τέχνης μας φυλούν την κιβωτό.

Ποιμένες άγγελοι στα μωβ των αθανάτων
πενθούν και ψάλλουν τη μεσίστια ζωή.
Κι εγώ στο έλεος πενθώ των αοράτων
και των προβάτων που πηγαίνουν για σφαγή.

Απόψε τίποτα δεν έχεις να δηλώσεις.
Η νομιμότητά σου εξωπραγματική.
Αρκεί σαν γράμμα τη ζωή σου να διπλώσεις
κι ύστερα παίζεις κοπτική και ραπτική.

Οχτώ Νοέμβρη. Εορτή των Αρχαγγέλων.
Των Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών.
Δεν έχει νόημα πως κάψαμε το μέλλον.
Το κέρδος μένει και σωμάτων και ψυχών.

Κι όπως τις ροζ τις εποχές των χρυσανθέμων
πλανόδιοι θίασοι πουλούσαν μαγικά
έτσι κι εσύ μέσα στη δόξα των ανέμων
τα αινίγματά σου αθροίζεις με μηδενικά.


Η Πόρτα της Πηνελόπης, 2003
Οκτάβιο Παζ, «Μετ’ επιστροφής»
 
“Λασπωμένος Νοέμβρης,
πέτρες λερές και οστά που μαυρίσαν
απροσδιόριστα χτίρια.
 
Από καμάρες πέρασα και γέφυρες διαβήκα,
ήμουν γεμάτος ζωή και αυτήν εζητούσα.
 
Στη σάλα της σελήνης
αιμορραγεί το φως. Άνθρωποι ψάρια
ανταλλάσσουν ψυχρούς στοχασμούς.
 
Ήμουν ζωή γεμάτος και αντίκρισα
φαντάσματα πολλά,
όλα με σάρκες και οστά κι άπληστα όλα.
 
Πύργος τοπάζι και αίμα,
μαύρες πλεξούδες και στήθη κεχριμπάρι,
η υπόγεια δέσποινα.
 
Τίγρη, δαμάλα, χταπόδι, φλογισμένος κισσός:
μου έκαψε τα κόκαλα μου ρούφηξε το αίμα.
 
Κρεβάτι, πλανήτης πεθαμένος
οφθαλμαπάτη η νύχτα και το σώμα,
κι η δέσποινα, μία στήλη από αλάτι.
 
Να φας το λείψανό μου, ήλιε του οροπεδίου:
ήμουνα ζωντανός και πήγαινα το θάνατο γυρεύοντας.”
 
(Οκτάβιο Παζ.\, Η πέτρα του ήλιου κι άλλα ποιήματα, Ίκαρος)
 
F. G. Lorca, «Νοέμβρης»
Όλα τα μάτια/ ήταν ανοιχτά
κατάντικρυ στη μοναξιά/ με δάκρυα ξεπλυμένη.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Τα πράσινα κυπαρίσσια/ φύλαγαν την ψυχή τους
ζαρωμένη απ’ τον άνεμο/ και οι λέξεις ίδιες κλαδευτήρια
θέριζαν την ψυχή των λουκλουδιών.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Ο ουρανός μαραίνονταν.
Ω βραδινό, σκλάβε των νεφελών,
σφίγγα τυφλή!/ Οβελίσκοι και καμινάδες
φτιάχνανε πομπές από σαπουνόφουσκες.

Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Οι ρυθμοί καμπυλώναν,/ και καμπύλωνε ο αγέρας.
Πολεμιστές από καταχνιά
φτιάχνανε με τα δέντρα/ καταπέλτες.
Ντριγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Ω βραδινό,/ βραδινό του παλιού φιλιού μου,
μακρινή του ίσκιου μου τυραννική ιδέα,
δίχως καμιά χρυσή αχτίδα!

Κασκαμπέλι απατηλό.
Βραδινό σωριασμένο/ σε πυρές σιωπής.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ.
( Φ. Γκ. Λόρκα, Ποιητικά άπαντα, τ. α’, Εκάτη)
Κική Δημουλά, [Αδιατάρακτος Νοέμβρης]
 […] Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης
με σημαίες παντού χθεσινής βροχής
παραδομένα στη γύμνια τα δέντρα –
δυο τρία φύλλα μόνον εστασίαζαν υπάρχοντας.

Το στρογγυλό λιβάδι σαν περιβραχιόνιο
στην ελεύθερη εξάπλωση της φύσης
και πάλι έσκυβα να πιω μέσα από την ίδια ακινησία
που έπιναν σκυμμένα εκείνα τα μουλάρια.

Αστραφτερή η διάταξη του ήλιου
πάνω στο τρίχωμά τους
δεμένη χαλαρά σε ζουζουνιού κορμό
για να μη φύγει. […]
(απόσπασμα από το ποίημα «Ατροφικό ένστικτο»,
Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)

November - Poem by Thomas Hood

No sun - no moon! 

No morn - no noon - 

No dawn - no dusk - no proper time of day. 

No warmth, no cheerfulness, no healthful ease, 

No comfortable feel in any member - 

No shade, no shine, no butterflies, no bees, 

No fruits, no flowers, no leaves, no birds! - 



The month of November in paintings

John Ottis Adams Blue and Gold