Σελίδες

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

ΕΡΩΦΙΛΗ (ΤΡΑΓΩΔΙΑ), Γεώργιος Χορτάτσης

Σελίδα τίτλου της Ερωφίλης στην έκδοση του Κιγάλα (1637).

 Η Ερωφίλη είναι το πιο γνωστό έργο του Χορτάτση. 

Το έργο γράφτηκε στο Ρέθυμνο γύρω στα 1600. Είναι η πιο παλιά και πιο αξιόλογη από τις τρεις γνωστές τραγωδίες του κρητικού θεάτρου. 

Η Ερωφίλη έχει αφιέρωση στον δικηγόρο Ιωάννη Μούρμουρη ή Μόρμορη, ο οποίος καταγόταν από τα Χανιά και ήκμασε στα τέλη του 16ου αιώνα.
Αποτελείται από 3.205 στίχους, πρόλογο (τον οποίο λέει ο Χάρος), πέντε πράξεις με ισάριθμα χορικά και τέσσερα ιντερμέδια, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις πράξεις του έργου. 

Τα ιντερμέδια αφορούν το επεισόδιο του Rinaldo και της Armida, από το έργο του Torquato Tasso, «Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» (Gerusalemme Liberata, 1581). Το έργο έχει σαν πρότυπο το έργο Orbecche του ιταλού συγγραφέα G. Battista Giraldi (1549), ενώ μέρος της δεύτερης πράξης ο Χορτάτσης την δανείστηκε από την τραγωδία Il Re Torrismondo του Τ. Tasso (1587) που υπήρξε επίσης πηγή της κρητικής τραγωδίας, Βασιλεύς ο Ροδολίνος. 

Πηγή των χορικών είναι η τραγωδία Phaedra του Σενέκα. Ωστόσο, παρά τις ποικίλες επιδράσεις, ο Χορτάτσης δεν μιμείθηκε άκριτα τα ξένα πρότυπα, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του πρωτότυπο ποιητικό έργο, με πλούσια γλώσσα, έντονη πλοκή και τέλεια στιχουργία.

Ερωφίλη-πίνακας, Γιάννης Τσαρούχης


Υπόθεση της Ερωφίλης: Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της αιγυπτιακής Μέμφιδας, ανέβηκε στο θρόνο σκοτώνοντας τον αδελφό του. Στην αυλή του μεγαλώνει ένα ορφανό βασιλόπουλο, ο Πανάρετος, γιος του επίσης σκοτωμένου βασιλιά της Τζέρτζας.1 

Η κόρη του βασιλιά Φιλόγονου Ερωφίλη ερωτεύεται τον Πανάρετο κι οι δυο νέοι παντρεύονται μυστικά. 'Οταν το μαθαίνει ο Φιλόγονος εξοργίζεται, σκοτώνει τον Πανάρετο και στέλνει την καρδιά του ως δώρο στην Ερωφίλη. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί και ο Χορός, που τον αποτελούν κορασίδες υπηρέτριες της Ερωφίλης, εξεγείρεται και σκοτώνει το Φιλόγονο. Παρουσιάζεται τότε η σκιά (το φάντασμα) του δολοφονημένου αδελφού και εκφράζει ικανοποίηση για την τιμωρία του δολοφόνου βασιλιά.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν' τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται* τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή 'μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ* σβήνουσι την πρικιά* μου.
Μ' όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ' άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ' εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σ'άμετρο* πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα* σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ' απολησμονήσεις.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Oϊμένα*, νά 'βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου 'δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς* τ' αφέντη μου τ' αμμάτια* δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι*,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Τούτο ας γενεί σ' εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν' και δεν κατέχω
πως μήδ' ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσ' ελπίδες μου τσ' αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τούτό 'ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε*, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού 'καμε κι εσμίξαμεν αντάμι*,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ' άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν' αρματωθού, να 'ρθουν αντίδικά* μου,
την ώρα οπ' άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν' τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται* τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή 'μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ* σβήνουσι την πρικιά* μου.
Μ' όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ' άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ' εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σ'άμετρο* πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα* σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ' απολησμονήσεις.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Oϊμένα*, νά 'βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου 'δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς* τ' αφέντη μου τ' αμμάτια* δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι*,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Τούτο ας γενεί σ' εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν' και δεν κατέχω
πως μήδ' ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσ' ελπίδες μου τσ' αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τούτό 'ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε*, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού 'καμε κι εσμίξαμεν αντάμι*,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ' άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν' αρματωθού, να 'ρθουν αντίδικά* μου,
την ώρα οπ' άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.
Γ. Χορτάτσης, Ερωφίλη

ΠΡΑΞΗ Γ' - ΣΚΗΝΗ Ε'
ΧΟΡΟΣ

Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,
του χρυσαφιού ακριβιά καταραμένη,
πόσα για σας κορμιά νεκρ' απόμεινα,
πόσοι άδικοι πόλεμοι σηκωμένοι,
πόσες συχνές μαλιές συναφορμά σας

γρικούνται ολημερνίς στην οικουμένη!

Στον άδην ας βουλήσει τ' όνομα σας,

κι όξω στη γη μην έβγει να παιδέψει
νου πλιον ανθρωπινόν η ατυχιά σας·
γιατί αποκεί, ως θωρώ, σας έχει πέψει

κανείς στον κόσμον δαίμονας να 'ρθείτε,
τς ανθρώπους μετά σας να φαρμακέψει.

Τη λύπηση μισάτε, και κρατείτε

μακρά τη δικιοσύνη ξορισμένη,
κι ουδέ πρεπό, μηδ' όμορφο θεωρείτε,

Για σας οι ουρανοί 'ναι σφαλισμένοι,
κι εδώ στον κόσμο κάτω δε μπορούσι
να στέκουν οι άνθρωποι αναπαημένοι·
με τς αδερφούς τ' αδέρφια πολεμούσι,
κι οι φίλοι τσι φιλιές των απαρνούνται,

και τα παιδιά τον κύρην τους μισούσι...



Χορικό Α΄ / Του Έρωτα
Έρωτα, που συχνά σ’ τσι πλια μεγάλους
κι όμορφους λογισμούς κατοικημένος
βρίσκεσαι, τσι μικρούς μισώντας τσ’ άλλους•

κ’ έτσι ’σαι δυνατός και μπορεμένος,
και τόσην χάρην έχου τ’ άρματά σου,
που βγαίνεις πάντα μ’ όλους κερδεμένος•

μάλλιος τόσα ’ν’ τα βρόχια τα δικά σου
γλυκιά, και μετ’ αυτό τόση έχου χάρη,
π’ όποιο κι αν εμπερδέσα ευχαριστά σου.

Κι άγριος ως θέλει να ’ναι και λιοντάρι
πάσα κιανείς, συμπέφτει μετά σένα
και πεθυμά πληγή από σε να πάρει.

Κι όχι οι αθρώποι μόνο γνωρισμένα
σ’ έχουσι τι μπορείς και πόσα ξάζεις,
μα τα βερτόνια αυτά τ’ ακονισμένα

στον ουρανό, όντα θέλεις, ανεβάζεις
μ’ αποκοτιά και δύναμη μεγάλη,
και την καρδιά του Ζευ την ίδια σφάζεις•

και τόση παιδωμή και τόση ζάλη
του δίδεις, απ’ αφήνει το θρονί του
κ’ έρχεται εδώ στη γη με πρόσοψη άλλη.

Για χάρη σου ο γιαλός μες στο καυκί του
στέκει κ’ η γης για σένα δε γυρίζει,
και μιαν οδό ουρανός κρατεί δική του.

Για σένα πάσα φύτρο πρασινίζει,
πάσα δεντρό πληθαίνει και ξαπλώνει,
κι αθούς και πωρικά μασε χαρίζει.

Δάσος, τόσ’ άγριο ζο ποθές δε χώνει,
γη ψάριν ο γιαλός, τη δύναμή σου
να μη γροικού κι αυτά να τα πληγώνει.

Στω γυναικώ τ’ αμμάτια το θρονί σου κρατείς,
κ’ εκ τα χιονάτα κι όμορφά τως
προσώπατα πληθαίνει η μπόρεσή σου.

Στα χρουσωμένα κείνα τα μαλλιά τως,
στα δροσερά τως στήθη τ’ ασημένια,
στα κοραλένια χείλη τα γλυκιά τως,

πετέσαι ολημερνίς και μαραμένα
τα μέλη να θωρείς συχνιά σ’ αρέσει,
τ’ αμμάτια ταπεινά κι ανακλαημένα•

για να μπορούσι στο ’στερο όσοι κλαίσι
για κόρης ομορφιά κι αναστενάζου,
περίσσα αδικοκρίτη να σε λέσι,

κι εκείνη τη χαρά που δοκιμάζου
του πόθου, πλια γλυκειά και πλια δροσάτη
και πλια χαριτωμένη να λογιάζου.

Για κείνο του Πανάρετου γεμάτη
πάντα ’χες την καρδιά καημούς και βάρη
και πάντα ταπεινός στη γη επορπάτει.

Τώρα επειδή τον έκαμες να πάρει
τέτοια άξα πλερωμή στη δούλεψή του,
τέτοιο άξο θησαυρό, τέτοιο λογάρι,

κάμε, παρακαλώ σε, τη δική του
κόρη να του φυλάσσεις σαν τυχαίνει,
κ’ εις κίντυνο μη βάλεις τη ζωή του.

Τούτη την προξενιά την πρικαμένη
φοβούμαι δυνατά, πολλά τρομάσσω,
κι όλη γροικώ η καρδιά μου και λιγαίνει,

τα μέλη μου χωρίζου κι όψη αλάσσω
κ’ εις χίλια μέρη ο νους μου διασκορπάται,
σα να ’μου βραδιασμένη σ’ άγριο δάσο,

μην την αποδεχτεί, μην πει φοβάται
το βασιλιό που θε να την παντρέψει,
γιατί μεγάλο πράμα ευθύς γεννάται.

Τούτη την τύχην, Έρωτα, να στρέψει
ξοπίσω την κακή, χάρη του δώσε,
και πλιο ουρανός κιαμιά μηδέν του πέψει,
σα θέλει, δυσκολιά, παρακαλώ σε.
 http://www.poiein.gr/archives/16739/index.html

Ερωφίλη, Πράξη Γ΄, 143-158
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Στὸν ἥλιον ἔχω ντήρηση κ’ εἰς τ’ ἄστρα ποὺ περνοῦσι
καὶ τσ’ ὀμορφιές σου, ἀφέντρα μου, κάτω στὴ γῆ θωροῦσι,
μηδὲ χυθοῦ κι ἁρπάξου σε, κ’ ἐμένα τὸν καημένο
παρ’ ἄλλον ἄνθρωπο στὴ γῆ ν’ ἀφήσου πρικαμένο.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δὲν εἶναι οἱ ὀμορφιές, τόσα δὲν εἶν’ τὰ κάλλη,
μὰ τοῦτο ἐκ τὴν ἀγάπη σου γεννᾶται τὴ μεγάλη.
Μὰ γὴ ὄμορφή ΄μαι γὴ ἄσχημη, Πανάρετε ψυχή μου,
γιὰ σέναν ἐγεννήθηκε στὸν κόσμο τὸ κορμί μου.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερὸ δὲν ἔσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθὼς τὰ λόγια τὰ γροικῶ σβήνουσι τὴν πρικιά μου.
Μ’ ὅλον ἐτοῦτο, ἀφέντρα μου, μὰ τὴν ἀγάπη ἐκείνη
ποὺ μᾶς ἀνάθρεψε μικρὰ καὶ πλιὰ παρ’ ἄλλη ἐγίνη
πιστὴ καὶ δυνατότατη σ’ ἐμένα κ’ εἰς ἐσένα
καὶ τὰ κορμιὰ μας σ’ ἄμετρο πόθο κρατεῖ δεμένα,
περισσα σὲ παρακαλῶ ποτὲ νὰ μὴν ἀφήσεις
νὰ σὲ νικήσει ὁ βασιλιός, νὰ μ’ ἀπολησμονήσεις.

Γεώργιος Χορτάτσης (2ο μισό του 16ου αι.)
Τέλος του Προλόγου σε εικονογραφημένο χειρόγραφο της Πανώριας (ιδιωτική συλλογή Μάριου Δαπέργολα)

  Το σχεδίασμα του Γιάννη Τσαρούχη για το εξώφυλλο του προγράμματος της Ε-
ρωφίλης της Λαϊκής Σκηνής του Καρόλου Κουν, το 1934.

Σχέδιο του Γ. Τσαρούχη για το πρόγραμμα της παράστασης της «Ερωφίλης» από τη Λαϊκή Σκηνή του Κ. Κουν (1934)
Λαϊκή Σκηνή του Καρόλου Κουν, το 1934
Ερωφίλη η Βάσω Μανωλίδου.
Αποτέλεσμα εικόνας για «Ερωφίλης» από τη Λαϊκή Σκηνή του Κ. Κουν (1934)
Ερωφίλη (1961)
Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή 

http://www.nt-archive.gr/playDetails.aspx?playID=784
Βάσω Μανωλίδου (Ερωφίλη).
Δημήτρης Παπαμιχαήλ (Πανάρετος), Νίκος Παπακωνσταντίνου (Καρπόφορος).

Δείτε όλες τις φωτογραφίες/ ΕΔΩ 
 Γεώργιος Χορτάτσης Πληροφορίες /εδώ
Επιμέλεια κειμένων, Μαρία Λαμπράκη

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή( Χρήστος Γιανναράς)

eros y psique,Louis Jean Francoise Lagrenée (1724-1805), francés.

Χρήστου Γιανναρᾶ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ


Ἐκδόσεις Δόμος

Χρήστος Γιανναράς
Ο Χρήστος Γιανναράς (Αθήνα, 10 Απριλίου 1935) είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και του Παρισιού (Σορβόνη). Είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επίσης, είναι επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, του St. Vladimir's Orthodox Seminary της Νέας Υόρκης, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Σύνορο, που εξέδωσε δώδεκα τεύχη από το 1964 ως το 1967.
Διαβάστε περισότερα / ΕΔΩ
Eros, goddess of dawn, painting by Evelyn De Morgan (1850-1919),

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ.

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. 
Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.
Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. 

Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς.
 Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας, στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Romeo and Juliet, Artist Frank Dicksee(1884)

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς - τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του.
 Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.
Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. 
Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/8/8b/Eos_Memnon_Louvre_G115.jpg

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. 

Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. 

Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. 

Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.

François Gérard (1770-1837)
Cupid Kissing Psyche (1798)
Musée du Louvre, Paris

2. MODULATIO

Ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου
καὶ ὁ ἀδελφιδός μου ἐμοὶ
ὁ ποιμαίνων ἐν κρίνοις.
ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ σημάδι ἀμοιβαιότητας ἀναδύεται ἡ ἀμετρία τῆς εὐφροσύνης. Γεννιέται ἡ πιὸ μεθυστικὴ γεύση πληρότητας τῆς ζωῆς. 
Εἶναι ὁ σύμπας κόσμος ποὺ προσφέρεται στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο τοῦ Ἄλλου. Ἀποκαλυπτικὴ ἔκρηξη μεταμόρφωσης τοῦ βίου, κι ὁ Ἄλλος γίνεται τόπος αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης. Ὅλα ἔκπληξη κι ὅλα καινούργια. Ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτα εἶναι ἡ πρωτόπλαστη αἴσθηση τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.
Ψηλαφῶ στὸ ἀγαπημένο βλέμμα, γιὰ πρώτη φορά, τί εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ματιά. Στὸ χάδι συλλαβίζω τὴν ἄγνωστη γλώσσα τῆς ἁφῆς. 
Κάθε ἐλάχιστη χειρονομία, ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κάθε ἀδιόρατο χαμόγελο, εἶναι λόγος πρωτόγνωρος, συναρπαστικὰ σημαντικός. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζουμε μαζί, κάθε ὀμορφιὰ ποὺ κοιτάζουμε μαζί, κάθε τι ποὺ γευόμαστε, γεννιέται ἐκείνη τὴ στιγμή, καινούργιο καὶ ἄφθορο. Δὲν ὑπάρχουν ἀντι-κείμενα, ὅλα εἶναι παρουσία, προσφορὰ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα, προορισμένη μόνο γιὰ μένα. Ὅλα παίρνουν ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτά, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἄλλος. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα καὶ αὐτονόητα γίνονται ἀναπάντεχα δῶρα.
Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή. Ἔκθαμβοι ψηλαφοῦμε τὴν ἔνδεια τοῦ βίου νὰ μεταμορφώνεται σὲ πλοῦτο ἀπρόσμενο ζωῆς. Καθημερινὲς στιγμὲς ρουτίνας, μεταλλάζουν σὲ ἐμπειρία γιορτῆς, γιατὶ ἡ καθημερινότητα σαρκώνει τώρα τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Οὔτε χρόνος ὑπάρχει μὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, οὔτε χῶρος, ἐγγύτερος καὶ ἀπώτερος. Ὁ χρόνος εἶναι μόνο παρόν, κι ὁ χῶρος μόνο ἀμεσότητα παρουσίας. Χῶρος ἀχώρητος ἡ ἀδιάστατη ἐγγύτητα τοῦ Ἄλλου, καὶ ἄχρονος χρόνος ἡ πληρωματικὴ διάρκεια τῆς ἀμοιβαίας αὐτοπροσφορᾶς.

Στὸ πρῶτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Ἄλλος, ἐπενδύουμε ὅλη τὴ φυσική μας ὁρμὴ γιὰ ζωή. Δίχως κρατούμενα καὶ δίχως μέτρο. Ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ χάρη στὸν Ἄλλον. Τὰ δίνουμε ὅλα, τὰ παίζουμε ὅλα. Κάθε ἐξασφάλιση, κάθε σιγουριά. Τοὺς δεσμοὺς καὶ τὶς ὀφειλές μας. Τὸ καλό μας ὄνομα, τὸ κύρος ἢ τὴ φήμη μας. Τὰ σχέδιά μας, τὶς ἐλπίδες μας. Ἕτοιμοι γιὰ ὅλα, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου.

Jordaens, Jakob: Amor und Psyche

5. INTERVALLUM

Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.

ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα - ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.
Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.
Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. 
Εἶναι πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα.
Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι. Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. 
Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα στὸν θάνατο.
Ἡ φύση παίζει μαζί μας μὲ σημαδεμένα χαρτιά. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιμένει στὴν πρωτόπλαστη ἀθωότητα. Ἐπενδύει ἀνένδοτα στὸν ἔρωτα τὸν πόθο τῆς ζωῆς, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ἀπεριόριστης. Πόθο νὰ παραμείνει ἀκατάλυτη ἡ προσωπική μας μοναδικότητα, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε μετριασμὸ ἢ ἀναστολή. Καὶ κάθε ἀληθινὴ ἐρωτικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει τὸν τρόπο τῆς ἀκατάλυτης ὕπαρξης.
Ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἀθανασία - ἄραγε, εἶναι μόνο ψευδαίσθηση;
Τὸ κορμί μας, βιολογικὸ ἐνέργημα δυναμικῆς σχέσεων, φυσικὴ μοναδικότητα λειτουργικῆς κοινωνίας. Καὶ ἡ προσωπική μας ἑτερότητα, δυναμικὸ ἐνέργημα μοναδικότητας λόγων, ἀναφορᾶς, μετοχῆς, ἀμοιβαιότητας. Τί εἶναι ποιὸ πραγματικό: τὸ βιολογικὸ ἢ τὸ λογικὸ ἐνεργούμενο; Καὶ ποῦ τὰ ὅρια διαστολῆς τους; Τί διαφέρει ἡ ἑτερότητα τοῦ DΝΑ ἀπὸ τὴ μοναδικότητα τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἢ τῆς μουσικῆς ἔκφρασης; Ποῦ θὰ ἐντοπίσουμε τὸ ὑποκείμενο τῆς ὕπαρξης, τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ τὴν «ψυχή» μας; Στὸ περατὸ βιολογικό, ἢ στὸ ἀπεριόριστο λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης;
Πάντως στὸν ἔρωτα συγκλίνει καὶ πληροῦται τὸ φυσικὸ καὶ τὸ λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἑτερότητα, ἀποκαλύπτει τὸ ὑποκείμενο. Κορυφαῖο τάνυσμα τῆς ὕπαρξης, μίτος ἐξόδου ἀπὸ τὸ αἴνιγμα τῆς θνητότητας. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. 
Ὅταν κάποτε καταλυθεῖ ἡ ἔσχατη ἀντίσταση στὸ πλήρωμα τῆς σχέσης -σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀντίσταση ἀτομικῆς αὐτονομίας- θὰ εἶναι τότε ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ ἔρωτα; Ὁ βιολογικὸς θάνατος μπορεῖ νὰ εἶναι τρόπος εἰσόδου στὴν ἀμεσότητα τῆς ζωῆς;
Χαρτογραφοῦμε τὴ ζωή, σὰν ἄγνωστη γῆ, ἀκολουθώντας τὴν κατεύθυνση τοῦ πόθου. Καὶ ζοῦμε μόνο τὴν ἀμεσότητα τοῦ θανάτου. Ἀπαίτηση, βουλιμία, ἀνάγκη ἀντιστάσεις τοῦ ἀτομικοῦ στὴ ζωτικὴ κοινωνία. Τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης, ἡ ὁρμὴ τῆς ἰδιοποίησης, ἡ δίψα τῆς αὐτοβεβαίωσης. Ἀλλοτριώνουν τὴ σχέση, ὁριοθετοῦν τὴ συνύπαρξη, ἀναστρέφουν τὴ μέθεξη. Ὑπονομεύουν τὴν ἀποδέσμευση τῆς ζωῆς. Ἀντιμάχονται τὸν ἔρωτα.
Οἱ ὁρισμοὶ μορφάζουν αἰνιγματικά. Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ἐπιβίωση, τὸ βιολογικὸ τέλος δὲν εἶναι θάνατος. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα μπερδεύει τὰ νοήματα. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Καὶ τότε ἡ ἀτομικὴ αὐτονομία, ἡ ἄσχετη ἀτομικὴ ὀντότητα, εἶναι θάνατος. Τότε ὁ ἔρωτας ἀντιμάχεται τὸν θάνατο, κι ὁ θάνατος τὸν ἔρωτα. Ἀνειρήνευτα.
Διαπάλη ἔρωτα καὶ θανάτου. Ὄχι πάντα συνειδητὴ- ἂν ὄχι πάντα ἀσυνείδητη. Ἀσυνείδητη ἐπιθυμία κατοχῆς, ἰδιοποίησης, χρήσης τοῦ Ἄλλου, ὁ Ἄλλος ἀντικείμενο τῆς δικῆς μου ἀτομικῆς ἀνάγκης γιὰ ἡδονή, γιὰ ἐξασφάλιση καὶ αὐτοβεβαίωση: Τότε ὁ θάνατος ἔχει κατατροπώσει τὸν ἔρωτα, ἐνῶ ἐγκλωβισμένος στὴν ἐγωκεντρικὴ μοναχικότητα, στὴν ἄσχετη καὶ ἄσκοπη ἐπιβίωση. Μοῦ διαφεύγει ἡ ζωή, ἡ ἔκπληξη τοῦ ἄχρονου καὶ ἀπεριόριστου τῆς σχέσης.
Ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς ζωῆς, καὶ τὸ «σημαίνον» τῆς πληρότητας τὸ ὀνομάζουμε κάλλος. Αἰσθητὴ ἀφετηρία τοῦ πόθου τὸ κάλλος «σημαίνει» τὴν πληρότητα, δίχως νὰ ταυτίζεται ποτὲ μαζί της. Ὡς πάντα πρὸς ἑαυτὸ καλοῦν, ὅθεν καὶ κάλλος λέγεται. Κλήση-κάλεσμα πρὸς ἐκείνη τὴ σχέση καὶ συν-ουσία ποὺ ὑπόσχεται τὸ «περισσὸν» τῆς ζωῆς- καλεῖ τὸ κάλλος στὴν ποθούμενη ζωτικὴ μέθεξη, στὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.
Κάλλος τοῦ ἐρωμένου, ἐρώμενο κάλλος, κάλεσμα τῆς ζωῆς, κορυφαία πρόκληση. Καὶ πίσω ἀπὸ τὴν κλήση ἡ φύση, ὁ περιπαιχτικὸς μορφασμὸς τοῦ θανάτου. Διψᾶμε τὸ κάλλος μὲ τὴν ἀδυσώπητη δίψα τῆς φύσης, τοῦ ἐνστίκτου, τῆς ὁρμῆς. Ἀναγκαιότητα τῆς φύσης νὰ ὑποτάξει τὴ ζωὴ στὴ σκοπιμότητα τῆς δικῆς της ἐπιβίωσης καὶ διαιώνισης.
Painting Name: Eros,Artist: William Bouguereau

COMMA

Υἱοὶ μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί.
Ο ΕΡΩΤΑΣ δὲν ἔχει λογικὴ - μὲ ποιά λογικὴ προσεύχεται ὁ ἅγιος γιὰ τὰ ἑρπετὰ καὶ τοὺς δαίμονες; 
Λογικὴ ἔχει ἡ θρησκεία θωρακισμένη μὲ τὴν πανοπλία τοῦ νόμου. Λογικὴ καὶ νόμος τὰ ὅπλα τῆς θρησκείας, ὅπλα θωράκισης τοῦ ἐγώ.
Θρησκεία: οἱ ἀτομικὲς μεταφυσικὲς πεποιθήσεις. Ἡ ἀτομικὴ ἠθική. Ἡ ἀτομικὴ προσπάθεια γιὰ τὸν ἐξευμενισμὸ τοῦ θείου. Οἱ πεποιθήσεις λογικὰ ὀρθὲς γιὰ νὰ προσπορίζουν βεβαιότητα. Ἡ ἠθικὴ συμπεριφορὰ κατοχυρωμένη ἀπὸ τὸν νόμο γιὰ νὰ ἐξασφαλίζει ὑπόληψη καὶ κύρος. Ἡ λατρεία πληθωρικὰ συναισθηματική, ἐφαλτήριο ψυχολογικῆς εὐεξίας.
Ὁ ἔρωτας ἀρχίζει ἐκεῖ ποὺ τελειώνουν τέτοιες θωρακίσεις τοῦ ἐγώ. Ὅταν ὁ Ἄλλος ἐνδιαφέρει περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ἴδια μας τὴν ἐπιβίωση. Περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ὅποια δικαίωση, τὴν ἐφήμερη ἢ αἰώνια ἐξασφάλιση. Ἑτοιμότητα ἀποδοχῆς καὶ τῆς αἰώνιας ἀκόμα καταδίκης γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου ἢ τῶν ἀγαπημένων: εἶναι τὸ σημεῖο ἀναγνώρισης τοῦ ἔρωτα, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ηὐχόμην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται (Ρωμ. 9,3).
Στὸ εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἐρωτικὸς ἄνθρωπος σαρκώνει τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος τὸν τρόπο τοῦ θανάτου. Ἀποκαλυπτικὴ εἰκόνα τῆς διαστολῆς: ἡ ἀντιπαράθεση τῆς πόρνης ποὺ πλένει μὲ μύρα τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ περίγυρου ποὺ διαμαρτύρεται γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ μύρου (Ματθ. 26,6-14- Μάρκ. 14,3-9-Λουκ. 7,36-50). Ἔρως καὶ θάνατος σὲ ὑποδειγματικὴ ἀναμέτρηση.
Venus and Mercuty Present Eros and Anteros to Jupiter,Artist: Paolo Veronese
Ἡ μετάνοια τῆς πόρνης - πράξη ἀπροσχημάτιστα ἐρωτική: Ἀγοράζει τὸ πολυτιμότερο μύρο, δίχως φειδὼ καὶ μέτρο. Χύνει σπάταλα τὸ μύρο καὶ κρουνοὺς δακρύων, γιὰ νὰ πλύνει τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. 
Λύνει ποτάμι τὰ μαλλιά της γιὰ νὰ τὰ σφουγγίσει. Τέτοια παραφορὰ ἀπροκάλυπτου ἔρωτα, κι ὁ θρησκευτικὸς περίγυρος τυφλός, ἄσχετος: μετράει τὴν πράξη μὲ τὸ μέτρο τῆς ἠθικῆς ἀποτελεσματικότητας. Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μῦρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς. Ἡ πόρνη ἀγαπάει σπάταλα καὶ ἀπερίσκεπτα, δίχως νόμο καὶ λογική.
 Ὁ θρησκευτικὸς περίγυρος μετράει τὴ λογικὴ σκοπιμότητα τῆς πράξης καὶ τὸ ποσοστὸ τῆς ἠθικῆς ὠφελιμότητας.
Τὸν θρησκευτικὸ περίγυρο -τὸν ἄνθρωπο τοῦ νόμου- δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν οἱ φτωχοί. Τὸν ἐνδιαφέρει ἡ πράξη τῆς ἐλεημοσύνης, μετρητὴ σὰν ἀτομικὴ ἀξιομισθία, εἴσπραξη κέρδους ἀπὸ τὸν Θεῖο Ἀνταποδότη. Ἴσως μόνο σὰν ἀνταποδότη νὰ χρειάζεται τὸν Θεό, μόνο γιᾲ τὴν ἀτομική του δικαίωση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ παραφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ εἶναι ἀδιανόητη, ἔτσι ποὺ ξεφύγει ἀπὸ τὴ λογικὴ τῆς συναλλαγῆς.
Ἡ πόρνη δὲν ζητάει τίποτα. Δὲν προσφέρει μετάνοια γιὰ νὰ εἰσπράξει δικαίωση. Δὲν ἀποβλέπει στὴ συναλλαγή. Οὔτε σπεύδει σὲ ὑποσχέσεις συμμόρφωσης μὲ τὸν νόμο. Μόνο προσφέρει. Αὐτὸ ποὺ ἔχει καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι. 
Ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε (Μάρκ. 14,8). Τολμηρά, δίχως φόβο μήπως ἐκτεθεῖ ἢ μήπως ἐκθέσει. Μὲ τὴν παραφορὰ τῆς ὁλοκληρωτικῆς αὐταπάρνησης. Ὅτι ἠγάπησε πολὺ (Λουκ. 7,47).
Ἡ σιωπὴ τῆς εὐαγγελικῆς πόρνης εἶναι ἡ κατάλυση τοῦ νόμου, ἡ ἀχρήστευση τῆς λογικῆς. Εἶναι ἡ σιωπὴ τοῦ ἔρωτα ποὺ μιλάει μόνο μὲ αὐτὸ ποὺ δίνει, δίχως νὰ νοιάζεται γιὰ τὸν ἀπόηχο τῆς ἀντιπαροχῆς. Ἡ ψυχή μας, ὅπως καὶ κάθε πόρνη, δὲ μπορεῖ νὰ ἐρωτευθεῖ ὅσο εἶναι σαγηνεμένη ἀπὸ ἐφήμερες ἀποσπασματικὲς ἱκανοποιήσεις - τὴ φλυαρία τῆς λογικῆς, τὴ σιγουριὰ τῆς ἀμοιβῆς ποὺ παρέχει ὁ νόμος.
Ὁ ἔρωτας γεννιέται, ὅταν «ἐξαίφνης» γίνει φανερὴ στὸν ἄνθρωπο ἡ ματαιότητα τῆς πορνικῆς συναλλαγῆς. Ματαιότητα τῶν ἀξιομισθιῶν, τῶν ἀρετῶν μας, τοῦ καλοῦ μας ὀνόματος, θησαυρισμάτων ποὺ ἀποδείχνονται ἀνίκανα νὰ ἀναιρέσουν τὸν θάνατο. Ὁ ἔρωτας γεννιέται, ὅταν «ἐξαίφνης» ἀναλάμψει μοναδικὴ ἐλπίδα ζωῆς ὁ ἀνιστῶν τοὺς νεκρούς. Πρέπει νὰ διαβεῖς τὸν θάνατο γιὰ νὰ φτάσεις στὸν ἔρωτα.
Γιὰ τὸν θρησκευτικὸ περίγυρο -τὸν ἄνθρωπο τοῦ νόμου- ἡ λέξη ἔρωτας ἔχει μόνο τὸ νόημα τῆς παράβασης, τῆς ἀθέτησης ἐντολῶν. Κατάφαση στὸν ἔρωτα σημαίνει κατάφαση στὴν παρεκτροπή, στὴν παρανομία. Ὅλα μετρημένα μόνο μὲ τὴ λογικὴ τοῦ νόμου. Πότε ἐπιτρέπεται ὁ ἔρωτας, καὶ τί ἀκριβῶς ἐπιτρέπεται -ποιές οἱ ἀπαγορεύσεις πρὶν ἀπὸ τὸν γάμο καὶ μέσα στὸν γάμο καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν γάμο. Ἄγχος καὶ βασανισμὸς τῶν θρησκευτικῶν ἀνθρώπων σὲ ὅλα τὰ γεωγραφικὰ μήκη καὶ πλάτη. Λογικὴ τοῦ ἐγώ, ἀσύμπτωτη μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἔρωτα: Ὅταν ὅλα ἐπιτρέπονται, δὲν θυσιάζεις τίποτα, δὲν διακινδυνεύεις τίποτα, ἄρα ἀποκλείεται νὰ ἐρωτευθεῖς. 
Ἂν μείνεις πιστὸς στὴν ἀπαγόρευση, πάλι τὸ ἐγὼ δὲν ραγίζει, ἡ θωράκισή του δὲν συντρίβεται, ἄρα εἶσαι καὶ πάλι ἀποκλεισμένος ἀπὸ τὸν ἔρωτα.
Πτώσεις καὶ συντριμμοί, ταπεινώσεις καὶ ἀθλιότητα, ἄμετρο ἀπελπισμοί. Γιὰ νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος στὸν φωτισμὸ τῆς διάκρισης τοῦ πραγματικοῦ ἀπὸ τὸ φαντασιῶδες. Νὰ κερδίσει τὴν ἀθωότητα τῶν ὡρίμων, ποὺ ἐπιτρέπει τὴ θέαση τῶν μή-ὁρωμένων.

Amor and Psyche - detail by Antonio Canova, 1786-1793

"The Victory Of Eros" 1750,Artist:Angelica Kauffmann.


Eros" 1750,Artist:Angelica Kauffmann.

Χρήστου Γιανναρᾶ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ
Πλήρης αναφορά/εδώ

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

"Μικρή φιλοσοφία του έρωτα" Alain de Botton

ΜΙΚΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

“Το κακό με την ευτυχία είναι ότι, επειδή σπανίζει τόσο, καταλήγει να μας γεμίζει με τρόμο και άγχος όταν τη δούμε να έρχεται.”

Alain de Botton
 Η "Μικρή φιλοσοφία του έρωτα" είναι ένα πρωτότυπο ερωτικό μυθιστόρημα που περιγράφει με χαριτωμένο τρόπο το πώς ζούμε κι ερωτευόμαστε σήμερα. Περνώντας από τον Αριστοτέλη στον Βιτγκενστάιν και στον Γκράουτσο Μαρξ, και από την Ιστορία στη θρησκεία, ο Βρετανός συγγραφέας Αλαίν ντε Μποττόν χαρτογραφεί την πορεία μιας ερωτικής σχέσης από το πρώτο φιλί ως τους καβγάδες και τη συμφιλίωση, από την οικειότητα και την τρυφερότητα ως την απομάκρυνση, την αγωνία και την πίκρα του χωρισμού.
Η "Μικρή φιλοσοφία του έρωτα" εξετάζει με σύγχρονο βλέμμα τα πανάρχαια διλήμματα της καρδιάς. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ALAIN DE BOTTON: ΜΙΚΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ(αποσπάσματα)

Το ότι ερωτευόμαστε τόσο απότομα οφείλεται μάλλον στο ότι η διάθεση για έρωτα έχει εκδηλωθεί πριν δούμε το προσφιλές πρόσωπο – η ανάγκη επινοεί τη λύση της.
Η εμφάνιση του προσφιλούς προσώπου δεν είναι παρά το δεύτερο στάδιο στην προγενέστερη ανάγκη να ερωτευτούμε.
Η ερωτική μας πείνα αρπάζεται από τα δικά του χαρακτηριστικά και η λαχτάρα μας στερεοποιείται πάνω του.


 “Όσο ανυπόφορο κι αν μου φαινόταν, το παραδεχόμουν ότι μερικά πράγματα ήταν αναγκαίο να παραμένουν ανείπωτα. Ελκυστικότεροι δεν είναι εκείνοι που μας επιτρέπουν να τους φιλήσουμε αμέσως [σύντομα νιώθουμε αγνώμονες] ή όσοι δε μας επιτρέπουν ποτέ να τους φιλήσουμε [σύντομα τους ξεχνάμε], αλλά αυτοί που μας οδηγούν συνεσταλμένα ανάμεσα στα δύο άκρα.”

 “Αντικειμενικά, δεν ήταν ανήκουστο, αλλά για κάποιο λόγο την είχα ερωτευτεί, παραβλέποντας την πιθανότητα να είναι τα αισθήματά μας αμοιβαία. Και δεν ήταν οπωσδήποτε δυσάρεστο, απλώς δεν το είχα συνυπολογίσει∙ ως τότε το έβλεπα κυρίως από τη σκοπιά ότι την είχα ερωτευτεί εγώ κι όχι εκείνη εμένα. 

Το ότι, σε γενικές γραμμές, εστίαζα στο πρώτο οφειλόταν μάλλον στο ότι να σε ερωτεύονται είναι πάντα πιο σύνθετο: είναι ευκολότερο να προσπαθείς να εμπνεύσεις τον έρωτα παρά να ενδίδεις, ευκολότερα δίνεις παρά παίρνεις.”
**********
 “Δε θυμώνουμε μ’ ένα γαϊδούρι επειδή δεν μπορεί να τραγουδήσει, διότι εκ φύσεως είναι ικανό μόνο να γκαρίζει.
Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν είναι δυνατόν να κατηγορούμε κάποιον επειδή είναι ή δεν είναι ερωτευμένος μαζί μας, διότι δεν το επιλέγει και άρα δεν ευθύνεται γι’ αυτό -με τη διαφορά ότι η ερωτική απόρριψη χωνεύεται πιο δύσκολα από την απογοήτευσή μας που το γαϊδούρι δεν μπορεί να τραγουδήσει, επειδή εκείνον που μας απορρίπτει τον είδαμε κάποτε ερωτευμένο μαζί μας.

 Έστω, λοιπόν, κι αν συγχωρούμε σχετικά εύκολα το γαϊδούρι που δεν μπορεί να τραγουδήσει, είμαστε βέβαιοι ότι το προσφιλές πρόσωπο ήταν ερωτευμένο μαζί μας, ίσως μάλιστα πριν από ελάχιστο διάστημα και, επομένως, ακόμη κι αν λέει αλήθεια, ο ισχυρισμός Δεν είμαι σε θέση πια να νιώθω έρωτα για ‘σένα δεν μπορεί παρά να μας κάθεται στο λαιμό.”
**********
«Συνήθως υπάρχει κάποια στιγμή μαρξισμού στις περισσότερες σχέσεις (το σημείο στο οποίο γίνεται σαφές ότι ο έρωτας ανταποδίδεται) και η έκβαση της εξαρτάται από την ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος που τρέφει καθένας για τον εαυτό του».

« …Τι έκανα και μου αξίζει έρωτας; Ρωτά ο ταπεινός΄ δεν μπορεί να έκανα κάτι. Τι έκανα και μου στερήθηκε ο έρωτας; Διαμαρτύρεται ο προδομένος, διεκδικώντας αλαζονικά την κτήση του δώρου που δεν δίνεται ποτέ από οφειλή. Και στα δύο ερωτήματα, αυτός που (καλείται να) προσφέρει τον έρωτα μπορεί μόνο να απαντήσει: Επειδή είσαι εσύ – απάντηση που ωθεί τον άλλο να αμφιταλαντεύεται επικίνδυνα και απρόβλεπτα μεταξύ μεγαλείου και κατάθλιψης.»
«Σύμφωνα με τον Όσκαρ Ουαιλντ, κάθε φορά που ερωτευόμαστε, απαιτείται να θριαμβεύσει η ελπίδα επί της αυτογνωσίας. Ερωτευόμαστε ελπίζοντας ότι δεν θα βρούμε στον άλλο όσα γνωρίζουμε ότι ενυπάρχουν σε μας: τη δειλία, την αδυναμία, την οκνηρία, την ανειλικρίνεια, τους συμβιβασμούς, την ωμή βλακεία. 

Κυκλώνουμε σε ένα ερωτικό σιρίτι τον καλό μας ή την καλή μας, και αποφασίζουμε πως, κατά κάποιον απροσδιόριστο τρόπο, ότι περικλείεται από αυτό δεν θα βαρύνεται από τα δικά μας ελαττώματα και άρα θα είναι αξιέραστο. Βρίσκουμε στο προσφιλές μας πρόσωπο μια τελειότητα που αδυνατούμε να την διακρίνουμε στον εαυτό μας και ελπίζουμε ότι, μέσω της ένωσης μας μαζί του, κάπως θα γίνει και θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε (παρά τις αντενδείξεις της αυτογνωσίας μας) μια έστω επισφαλή πίστη στο ανθρώπινο γένος.»
                                       **********
 «Στα χρονικά της ιατρικής αναφέρεται η περίπτωση κάποιου που ζούσε με την πολύ παράξενη πεποίθηση ότι ήταν τηγανιτό αυγό. Κανείς δεν ήξερε πως ακριβώς του είχε κολλήσει αυτή η ιδέα, πάντως αρνιόταν ακόμα και να καθίσει από το φόβο ότι θα «έσπαγε» και θα «χυνόταν ο κρόκος».
 «Οι γιατροί του δοκίμασαν να κατευνάσουν τους φόβους του με ηρεμιστικά και άλλα φάρμακα, μα τίποτα δε φαινόταν να αποδίδει. Τελικά, ένας από αυτούς έκανε τον κόπο να μπει στη σκέψη του φαντασιόπληκτου ασθενούς, και του πρότεινε να έχει πάντα μαζί του μια φέτα ψωμί και να τη βάζει πάνω στην καρέκλα στην οποία θα καθόταν για να φυλάγεται. Από τότε και στο εξής ο αλλοπαρμένος κυκλοφορούσε μονίμως με μια φέτα ψωμί και κατάφερε να ζήσει μια ζωή λίγο πολύ φυσιολογική.»
 
«Τι σημαίνει αυτό το ανέκδοτο; Απλώς δείχνει ότι ακόμη και αν ζούμε σε μια χίμαιρα (τον έρωτα, την πεποίθηση ότι είμαστε αυγό), αρκεί να βρούμε το συμπληρωματικό της (ένα άλλο πρόσωπο που να τελεί υπό την ίδια πλάνη, μια φέτα ψωμί) και ίσως όλα να πάνε κατ’ ευχήν.
ΟΙ αυταπάτες δεν είναι επιζήμιες καθ’εαυτόν, βλάπτουν μόνο όταν ο πάσχων είναι ο μόνος που τις αποδέχεται, όταν αδυνατεί να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον.  
Στο βαθμό που εγώ και η Χλόη μπορούσαμε να διατηρήσουμε την πίστη μας σε αυτή την απείρως επισφαλή σαπουνόφουσκα που είναι ο έρωτας, τι σημασία είχε αν η άμαξα ήταν όντως κόκκινη;»
Πληροφορίες για τον συγγραφέα  / ΕΔΩ https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BD_%CE%BD%CF%84%CE%B5_%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%84%CF%8C%CE%BD