Σελίδες

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Οι ''παιδικές'' ποιητικές συλλογές, του Γιάννη Ρίτσου

Η πρώτη ποιητική  συλλογή, του Γιάννη Ρίτσου, που αφιερώνει στο παιδί έχει τίτλο: "Πρωινό
άστρο" και φέρει  τον υπότιτλο
   "Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την κορούλα μου''
 Γράφεται το 1955 εμπνευσμένη από τη γέννηση της κόρης του Έρης,
εκδόθηκε την ίδια χρονιά και περιλαμβάνεται στον Β' τόμο των ποιημάτων του.
Είναι ένα μακροσκελές ποίημα, με πολύ τρυφερότητα, έτσι δικαιολογείται και ο
υπότιτλος "Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών". 
Αποτελείται από δεκαεννέα αυτοτελείς ενότητες.
 Το σκηνικό μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα πρόσωπα και
διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι το παιδικό δωμάτιο. 
Πρόκειται για ένα νανούρισμα
με το οποίο ο ποιητής δίνει πληροφορίες στο νεογέννητο κορίτσι για τη ζωή του και για
την αγάπη του. 
Από την αρχή του ποιήματος περιγράφεται με λυρικό τρόπο ο ύπνος του
παιδιού και το ξύπνημά του. 
Είναι μια ευκαιρία για τον ποιητή στο διάστημα αυτό να 
θυμηθεί τον εαυτό του και να τοποθετηθεί μέσα στο θαυμαστό γεγονός της νέας
δημιουργίας
Οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος είναι χαρακτηριστικοί για το λυρισμό τους
και είναι ένα χαρούμενο διάλειμμα της δημιουργικής πορείας του ποιητή.
 Είναι ένα
νανούρισμα από τα καλύτερα στο είδος. 
Να ένα μικρό δείγμα από τους στίχους αυτούς:
Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.


Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ' τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ' αγκάθι κ' ενός ίσκιου.

Νάτη ἡ νύχτα ποὺ σιμώνει
χρυσοπράσινο παγώνι
γαλανόχρυσο παγώνι, 
σέρνει τὴ μεγάλη οὐρά της
πάνου στὰ καμπαναριά, 
τὰ πουλιὰ καὶ τὰ παιδιὰ
τὰ σταυρώνει, τὰ χρυσώνει.

Νάνι νάνι, κοριτσάκι, 
νάνι, κι ὁ πατέρας σου, 
κράχτης τοῦ καλοῦ καιροῦ
σμαραγδένιο βατραχάκι
στὴ δεξιὰ γωνιὰ τοῦ φεγγαριοῦ, 
στὴ φωνή του τ᾿ ἄστρα βάνει νάνι, νάνι.


Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
μακρύς, μακρύς ο δρόμος.


Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει
πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους του ύπνου σου
εαρινό φεγγάρι
ανάμεσα από τα στάχυα της έγνοιας της
και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.

Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
                        μακρύς
  μακρύς ο δρόμος.
Μετά από εννέα χρόνια ο ποιητής κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή
με παιδικά ποιήματα που είναι αφιερωμένη στο Φωτούλη, δευτερότοκο γιο των
επιστήθιων φίλων του, Τάσου και Μιράντας Φιλιακού και στην αγαπημένη του κόρη
Έρη. 
Έχει τον τίτλο «Παιχνίδια του ουρανού και του νερού» και έχει περιληφθεί στον τρίτο τόμο της έκδοσης των ποιημάτων του.
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι μικρές ιστορίες με τις οποίες εκφράζονται απλές καθημερινές καταστάσεις που παρουσιάζονται όμως με μια εξωραϊσμένη μορφή.
Πιθανόν αυτό να συμβαίνει διότι ο ποιητής δεν θέλει να τραυματίσει την παιδική ψυχή με τις ασχήμιες και τις αρνητικές καταστάσεις της καθημερινότητας. 
Τα θέματα στα ποιήματα της συλλογής αυτής αντλούνται κυρίως  από  τη  φύση. 

 Μέσα  σε  ένα  ειδυλλιακό  περιβάλλον  γεμάτο  από λουλούδια, πουλιά, αρώματα, με διαφορετικές εικόνες από την ημέρα και τη νύχτα, καθώς και εικόνες διαφορετικές από την κάθε εποχή, με φόντο το γαλάζιο της θάλασσας ο ποιητής θίγει το θέμα του χρόνου. Κάνει αναφορά στην πορεία προς την εφηβεία, την ενηλικίωση, το γάμο, την οικογένεια. Ταυτίζει την παιδική ηλικία, «τα νιάτα», με ολόκληρη την οικουμένη

1.
"Δυο τσαμπιά κάθονται στη φούχτα μου,
δυο πέρδικες, τριανταφυλλένια μου.
Κ' ύστερα, με τον Τρυγητή, λαγούτα και ντουφέκια 
πίνει ο πατέρας το κρασί, και το μωρό στο γάλα" (Γ, 508).
2.
"Έτσι το κρασί κ' έτσι το μέλι
για να γίνει, θέλει
πάλεμα κι οργή, μαθές,
να γλυκάνουνε τα χείλη"
  (ΧΧΙ
V
3.
"Κι όπως γαλανίζει το βραδάκι,
το μαβί, το βιολετί
να κ' η παναγιά στη δημοσιά
πλάι στα κάρα, στα κουδούνια, στα σταμνιά
και στα κλαδωτά μαντήλια,
να τη η παναγιά
να κρατάει στην ασημένια της ποδιά
πέντε οκάδες κόκκινα σταφύλια" (XL, Γ, 518).

Παιχνίδια τ'ουρανού και του Νερού.


Γαλάζιο αστέρι,κόκκινο αστέρι,
πράσινο αστέρι- το βερυκοκκί,το κίτρινο-
γαλάζιο , βιολετί,πορτοκαλί- τ'αστέρι θέ μου-
στρόβιλος-στρόβιλος μενεξελί και ρόδινο-
χορεύει η νύχτα με τον Πέτρο μες στο δάσος,
χορεύει το φεγγάρι με τα χέρια σου,
σπίθες χρυσές,σπίθες γαλάζιες-στρόβιλος.
Αν δεν πεθάνω απόψε ,κλάφτε με.
Καρέκλα η βάρκα του -ταξίδευε.Πώς κάθονταν
επάνω στ'ανοιχτό νερό χωρίς να τραμπαλίζεται ;
Πάνω στο γόνα του έγραφε, και τίποτα δεν κοίταζε.
Γύρω του χτύπαγαν τα κύματα και τα χαρτιά του δε βρεχότανε.
Μεγάλος είταν σαν τη μοναξιά, μόνο δύο μέτρα πιο γαλάζιος.
Όμορφα πουν' τα μάτια σου- όμορφα.
Μες στα πουλιά πέσαν δυο λίμνες
κι ανέβη ένα γαρύφαλλο
μες από χίλια μαύρα αστέρια

Η τρίτη ποιητική συλλογή για παιδιά έχει το "σαιξπηρικό τίτλο" "Όνειρο
καλοκαιρινού μεσημεριού".
 Σ' αυτή τη συλλογή περιέχονται ποιήματα για παιδιά του
δημοτικού και του γυμνασίου. Γράφτηκε το 1938 όταν ο ποιητής νοσηλευόταν στο
σανατόριο της Πάρνηθας.
 Κυκλοφόρησε το 1980 σε αυτοτελή έκδοση μαζί με τις συλλογές "Διαφάνεια", "Μονόχορδα" και "Πάροδος".



Το αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι εκείνο που χαρακτηρίζει τη συλλογή αυτή και
γι' αυτό το λόγο το πρόσωπο που κυριαρχεί είναι το πρώτο ενικό. Ο ποιητής αναπολεί
τα παιδικά του χρόνια με την ανεμελιά και την αθωότητα που τα χαρακτήριζε, μακριά
από τα βιβλία, τις πολλές σκοτούρες και το μυαλό του πάντα να τρέχει στα παιχνίδια
και τις σκανταλιές.
 Η φαντασία βρίσκει τρόπους και υλικά για να
προετοιμάσει τα παιδιά στην πορεία προς την ωριμότητα

Πίνακας ζωγραφικής,christian schloe 
Γιάννης Ρίτσος
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
Ποιητικά παραθέματα

ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου.
Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας.

Κανένας δεν θυμάται πως μίλησε με την αυγή τότε που τα λουλούδια
ξέραν τη φωνή του και τα πουλιά κρατούσανε σημαίες και σάλπιγγες και
πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια στο δρόμο της πρωινής αχτίνας.
Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η άνοιξη και τινάζει
τα σεντόνια του ύπνου μες στο φως.
Φαίνεται κάπου η θάλασσα.
Έρχεται κι ο κάμπος όμοιος με πράσινη χελώνα που ξυπνάει.
Ύστερα ο κάμπος γίνεται όμοιος με τον κάμπο, κι εμείς παιδιά που παίζουνε στον κάμπο.
Σαν την καρδιά μικρού χελιδονιού που τρέμει στην παλάμη της αυγής
γίνηκε η μνήμη σου μόλις βγήκε το πρώτο πράσινο φύλλο.
Θυμάμαι που καθόσουν και κοιτούσες μέσα στα στρογγυλά μεγάλα
μάτια των ήμερων βοδιών, τις μικρογραφίες των αγροτικών εικόνων: τη
σμαραγδένια λεκάνη του κάμπου, τη μικρή εκκλησίτσα με τα
κυπαρίσσια, την άσπρη καμπύλη των περιστεριών πάνου απ’ το δάσος,
τις θερίστρες με τα δεμάτια των σταχυών και με τα κίτρινα μαντίλια.
Δεν ήξερες την αρχιτεκτονική των τριαντάφυλλων, μήτε τον τρόπο
που περπατάνε τα πουλιά στον αέρα.
Καλημέριζες τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά, όπως καλημέριζες και
τα κορίτσια.
Άνοιγαν τότε μικρά παράθυρα που σκύβαν στα περβάζια οι
μαργαρίτες να χαιρετήσουν την αυγή που πέρναγε στο δρόμο χωρίς
φορτίο σκιάς και θύμησης.
Αργότερα έμαθες να χαιρετάς μονάχα τους ανθρώπους βγάζοντας το
καπέλο, κι έλεγες μόνο στα λουλούδια «ευχαριστώ» κάθε φορά που δεν σ’
άκουγε κανένας.
Ύστερα βιάστηκες πολύ να μεγαλώσεις, να φορέσεις μακριά
παντελόνια, να μάθεις γράμματα, για να πάψεις να λες «ευχαριστώ», να
χτίσεις ένα τριαντάφυλλο όπου κοιμάται μια λυπημένη αχτίνα αχτίνα στην
άδεια κάμαρα της ευωδιάς.
Τώρα ζητάς να ξαναπείς με τα ίδια χείλη εκείνο το ίδιο «ευχαριστώ» 
που τόσα χρόνια ζήταγες να ξεχάσεις.
ΑΠΟΨΕ κοιμηθήκαμε στην ποδιά της Άνοιξης, ακουμπώντας το
κεφάλι στην καρδιά της.
Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των πουλιών και την καρδιά μας.
Το πρωί που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό να περπατάει στην
κάμαρα μας σα γαλανό πουλί με χρυσά μάτια που τσίμπαγε τα ψίχουλα
των σκιών που ‘χαν μείνει από χτες βράδυ στο πάτωμα.
Μια στιγμή, να νιφτούμε, και φτάσαμε.
ΧΡΙΣΤΕ μου, γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ φουστάνι κι αυτά
τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χαθήκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά δε
θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’ ουρανού;
Μη χαμογελάς που ‘χω κι εγώ δεμένο το κεφάλι.
Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
Έλα να πιαστούμε απ’ το χέρι σαν παιδιά και να πάμε στους αγρούς
να σε μάθω φλογέρα.
Δεν ταιριάζουν στο νέο πρόσωπο σου οι ρυτίδες της μητέρας όταν
ανοίγει μια στιγμή τη δουλειά και κοιτάζει απ’ το παράθυρο το νέο
φεγγάρι.
Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο μεγάλο ψαλίδι
που κουρεύουν τα πρόβατα.
Και, να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε στα
πόδια του και θα χαμογελάσει γλυκά καθώς εμείς θα στολίζουμε τα
μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το σέρνουν
οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παράδεισου ενώ οι άγγελοι
θ’ ανάβουν τ’ αστέρια για να φωτίζουν τα παιδάκια που μείνανε κάπου
στον κάμπο.
ΟΛΟΣ ο κόσμος γέμισε λουλούδια και πουλιά.
Ο κάμπος κουδουνίζει απ’ τις χαρούμενες φωνές τους.
Κουδούνια στους λαιμούς των γαϊδουριών.
Κουδούνια στ’ αφτιά του ήλιου.
Κουδούνια στην άκρη των φύλλων.
Κουδούνια στις πλεξούδες των κοριτσιών.
Όλα χορεύουνε στο φως και κουδουνίζουν.
Κι ο παππούς βγήκε στη λιακάδα να πλέξει με χλωρά κλαδιά μικρά
καλάθια, για να μαζέψει κούμαρα κι αυγά περιστεριών
ΜΗΤΕΡΑ, μη θυμώνεις μαζί μας που δεν μπορούμε να κάτσουμε
σπίτι.
Ο ήλιος μας φωνάζει.
Θα σου φορέσουμε ένα φόρεμα τριανταφυλλί που το πλέκει η άνοιξη
κάτου απ’ τις μυγδαλιές με το βελονάκι της πιο μικρής αχτίνας. 
Θα σε πάμε μπροστά στον καθρέπτη να κοιταχτείς, να γελάσεις και να μας
γνωρίσεις.
Τότε τα μικρά χελιδόνια θα καθήσουν στα δάχτυλα σου, μα πάλι εσύ
δε θα ξέρεις να γελάσεις πολύ.
Πώς να βγάλουμε, μητέρα, την πέτρα που φράζει την πόρτα σου;
Κι όμως στα τζάμια των παραθυριών μας λάμπει ζωγραφισμένο το
πρόσωπο της αυγής και γύρω γύρω σαν κορνίζα οι ανθισμένες μηλίτσες
της βουνοπλαγιάς.
Εμείς πηδάμε απ’ τα παράθυρα.
Ο ουρανός ανθίζει μέσα μας χαμόγελα, κι όπου στεκόμαστε είμαστε
παντού.
Μητέρα, πικραμένη μητερούλα, πάμε στον κήπο να σε μάθουμε τώρα
με τη σειρά μας να συλλαβίζεις το αλφάβητο του ήλιου και λίγο λίγο να
διαβάζεις λουλούδια.
ΑΛΛΟΤΕ διαβάζαμε τα μαθήματα μας, κάναμε την προσευχή μας
και λέγαμε πως δυό και δυό κάνουνε τέσσερα.
Τώρα, δυό λουλούδια και δυό αχτίνες δεν κάνουνε τέσσερα – κάνουνε
την ψυχή μας.
Κι ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δυό – κάνουν ένα
Θεό.
Κι ένας Θεός κάνει όλα.
Λοιπόν, η ψυχή μας μαζί με την ψυχή του Θεού πόσα κάνει;
Ο δάσκαλος δεν ξέρει.
Εμείς το ξέρουμε πως κάνει: ένα.
Το διαβάσαμε σήμερα στο ανοιχτό βιβλίο του ήλιου, σήμερα που
ξεχάσαμε όλα τα βιβλία.
Ο δικός μας Θεός γίνηκε πάλι ένα τζιτζίκι, και τραγουδάει μες στην
καρδιά μας την ώρα που κλαδεύουμε τα δέντρα του παράδεισου και
φυτεύουμε γεράνια και γαρίφαλα γύρω τριγύρω σ’ όλες τις αυλές και τα  περιβόλια.
Τ’ ΑΔΕΡΦΙΑ μας κάνουν χωρίστρα τα μαλλιά τους, φοράνε
ματογυάλια, κάθουνται μπρός σ’ ένα τραπέζι ολόγιομο βιβλία και λένε
κάθε μέρα τα ίδια λόγια που μυρίζουν κλειστό ντουλάπι με άδεια
ποτήρια.
Άλλοι πάλι φορέσανε στη μέση ένα μακρύ σπαθί και περπατάνε πέρα
δώθε.
Εμείς ξέρουμε δα κι από βιβλία κι από σπαθιά κι από λουλούδια, μα
δεν καταλαβαίνουμε τι θα το κάνουν το σπαθί, αύριο που θα ‘ναι
καλοκαίρι και θ’ ανθήσουν οι ροδιές.
Το σπαθί θα μπερδεύεται στα πόδια τους κι αυτοί δε θα μπορούν να
συνοδέψουνε την Άνοιξη, που θα τους κοροϊδεύει, έτσι όπως
κοροϊδεύουν τα κορίτσια του χωριού μας τα παλικάρια που ‘ρχονται απ’
την πόλη και δε γνωρίζουν τα λουλούδια και τα λάχανα. Εμείς τέτοιο
φόβο δεν έχουμε.
Εμείς ξέρουμε τ’ όνομα του ήλιου κι όπου κι αν βρεθούμε ο ίδιος
ήλιος θα ‘ναι – κι ο ήλιος μας ξέρει.
ΕΜΕΙΣ μαζεύουμε παπαρούνες και φτιάχνουμε κόκκινα ματογυάλια.
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολάρο του
ποταμιού και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων σα να
κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μας κυνηγάνε, μας διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πως θέλουμε να σπάσουμε τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία και τις
γυάλινες φυλακές για να βγούν τα λουλούδια περίπατο στους
κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς και τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο το μούτρο
της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια κάθε φορά που ένα
μπουμπούκι σκάει  απάνου στο ξερό κλαδί
ΕΝΑ ψηλό παράθυρο είναι το τραγούδι.
Βλέπει στο δρόμο, βλέπει

και στον ουρανό.
Απ’ αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο.
Τα βράδια ανάβουν στις βουνοκορφές αγροτικές φωτιές σαν ανοιχτά
φωτισμένα παράθυρα στη μακρινή πολιτεία της γαλήνης.
Εκεί κάθουνται οι άγγελοι μαζί με τους τσοπάνους και τα πρόβατα,
και ξαναλέν χαρούμενοι τα παραμύθια του περασμένου χειμώνα.
Εμείς κουβαλήσαμε δω πέρα το χαμένο καλοκαίρι – κείνο το βράδυ
που όλοι κλαίγαν μες στον άνεμο και κρυώναν.
Κι ο Θεός δεν είναι πια θυμωμένος με τους άγγελους που κλέψανε τα
μήλα, μήτ’ έχει μια μεγάλη χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια σαν τον
άλλον, που κάθεται ακαμάτης, καθημερινή και σκόλη, πάνου στο ταβάνι
της εκκλησιάς και γίνηκε γκρινιάρης γιατί ποτέ δεν πήρε το σκαμνί του
να βγει να κάτσει στη λιακάδα της αυλής, να ξεμουδιάσουν τα ποδάρια
του που μούχλιασαν απ’ το λιβάνι κι απ’ την υγρασία.
Έχουμε ακόμη καιρό να κόψουμε παπαρούνες για να μη γεράσουν τα
χέρια μας μέσα στα μοναστήρια των βιβλίων.
ΤΗ ΝΥΧΤΑ οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν
κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα
χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή 
εκδρομη, την Κυριακή, πιασμένες δυό δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε,
χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο,
μακρινά κι ευτυχισμένα.
Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να
πλύνουνε τα πρόσωπα τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα πρώτα
μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό
παράθυρο απ’ τη χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε.
Πάρνηθα, 1938

Η τελευταία συλλογή με παιδικά ποιήματα είναι η συλλογή με τον τίτλο: «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα». Γράφεται και αυτή στην Πάρνηθα το 1937  και  περιλαμβάνει  στον  πρώτο  τόμο  της  συγκεντρωτικής  έκδοσης (ΚΕΔΡΟΣ 1976).

 Στη συλλογή αυτή συναντάμε τον προβληματισμό του ποιητή για την πορεία του παιδιού μέσα στην ζωή και γενικότερα για τον προορισμό του ανθρώπου που είχαμε συναντήσει και στο «Πρωινό άστρο». Η  παιδική  ηλικία  ως  καλή  περίοδος  της  ζωής  κάθε  ανθρώπου αναπολείται με μια γλυκιά νοσταλγία και ο ποιητής την παραλληλίζει «με το χέρι της μητέρας πάνω στο μέτωπο κοιμισμένου παιδιού».

Ήρωες στα ποιήματα της συλλογής είναι ο ποιητής και η  Ρηνούλα, η οποία εμπνέει ασφάλεια, σιγουριά και θαλπωρή στον ποιητή.

Τα παιδιά εδώ παρουσιάζονται φρόνιμα και ευγενικά, δεν κάνουν τις πολλές   αταξίες   και  σκανταλιές   που   είχαμε   συναντήσει   στο   «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» αντίθετα είναι ευαίσθητα, έχουν λογική σκέψη και καλή συμπεριφορά. Βέβαια δεν λείπουν οι παράλογες παιδικές απαιτήσεις, η δυσπιστία και η αμφισβήτηση.

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη προσέγγιση και σ’ αυτή την ποιητική συλλογή,   πρέπει   να   επισημάνουμε   την   κυριαρχία   των  φυσιοκρατικών αντιλήψεων, των αντιθέσεων ανάμεσα στα παιδιά και στους ενήλικες, ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία καθώς επίσης και στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του ποιητή για την ύπαρξη του «κακού» στον κόσμο, που είναι και χαρακτηριστικό ολόκληρου του ποιητικού του έργου.
Πηγή
«Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα»
- -...Ὧρες καλές, καθὼς τὸ χέρι τῆς μητέρας πάνου στὸ μέτωπο κοιμισμέ­νου παιδιοῦ. / Τὸ γάλα ποὺ βράζει πλάι στὸ τζάκι, / τὸ δροσερό νερό στὰ κόκκινα μάγουλα καὶ στὰ σγουρά μαλλιά...
/ Ὁ ἄγγελος ποὔχαμε δῆ στὸν ὕπνο μας δέν ἠταν αὐστηρός. / Δέν κρατοῦσε μεγάλα κλειδιά νὰ κλειδώνῃ τὸ ντουλάπι τοῦ τοίχου μὲ τὰ πολλά γλυκά, τὸ στρογγυλό νεράντζι καὶ τὸ κίτρο. / Ἁπλός, γελούμενος καὶ ζωντανός, μ' ἕνα στεφάνι στάχυα στὰ μαλλιά... /  Θέ’ μου, πόσο γλυκά γελοῦσε ὁ ἄγγελός σου... / πόσο γλυκά γελούσαμε καὶ μεῖς!.. //

Τότε μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Χριστός, ὁ καλός Χριστός τοῦ σπιτιοῦ, τῆς μικρῆς ἀσβεστωμένης ἐκκλησιᾶς καὶ τοῦ δάσους. /
Τὸ δέρμα του ἦταν ρό­δινο σὰ μικροῦ κοριτσιοῦ καὶ μύριζε ὅλος πορτοκάλι. / Ἐρχόταν τὸ βράδυ ἀπ’ τὴ γυαλιστερή θάλασσα τῶν σταχυῶν, γιὰ νὰ μοιράσῃ στὰ ἥσυχα παιδιά παπα­ροῦνες καὶ παιγνίδια. / Στὰ γαλανά του μάτια περνοδιαβαῖναν τὰ χαμόγελα, καθὼς περνοῦν στὸν πρωινό οὐρανό τὰ περιστέρια.

 / Κ' ἐγὼ κ' ἡ Ρηνούλα ἤμα­στε φρόνιμα παιδιά. / Δέ λερώναμε τὰ χέρια μας μὲ χώματα. / Δέ βάφαμε τὰ μοῦτρα μας μὲ μοῦρα. / Διαβάζαμε τ' ἀλφαβητάρι. / Ταΐζαμε τὰ πουλιά τ' οὐρανοῦ / – καὶ μαθαίναμε νὰ τρῶμε τὰ χόρτα μὲ τὸ πηρούνι. 
/ Γι' αὐτό κι ὁ Χριστός μᾶς χάιδευε τὰ βράδυα στὰ μαλλιά κι ἀποκοιμιόμαστε ἥσυχα κάτου ἀπ' τὴ θαλασσιά κληματαριά, ποὺ βάραινε ἀπ’ τὰ ὁλόχρυσα τσαμπιά τῶν ἄστρων... //  Ψηλά, πολὺ ψηλά, πάνου ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές μὲ τὰ γαρούφαλα καὶ τὰ γεράνια, πάνου ἀπὸ τὰ παράθυρα μὲ τὰ κανάτια καὶ τὰ βασιλικά, πάνου ἀπὸ τοὺς μικρούς περιστεριῶνες, κουβέντιαζαν τ' ἀστέρια ὥς τὸν ὄρθρο τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων... / 
Art by victor nizovtsev 
Ἕνας μικρός ἀπρόσεχτος ἄγγελος – ἔτσι λέγαν τ' ἀστέρια – ἔφυγε κρυφά ἀπ' τὴν πόρτα τοῦ παράδεισου, κατέβηκε στὰ πατητήρια τοῦ χωριοῦ, ἤπιε ἕνα κροντῆρι μοῦστο, κ' ὕστερα μεθυσμένος χτυποῦσε ὁλονυχτίς τὴ μεγάλη ἀσημένια καμπάνα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ βούιζε ὁ ἀγρός καὶ ὁ ὕπνος μας, καθὼς βουίζει ὁ τροῦλλος τῆς ἐκκλησιᾶς κάθε γιορτή! // Ὅταν ξυπνούσαμε, θυμόμαστε καὶ γελούσαμε. / Ψάχναμε πίσω ἀπ' τοὺς ὤμους τῆς μητέρας νὰ βροῦμε καὶ νὰ ποῦμε τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων.
  // Ἦταν μιὰ γεύση ζεστοῦ ψωμιοῦ καὶ γιασεμιῶν στὸν ἀέρα. / Κάτι ἔτρεμε κρυμμένο στὴν καρδιά μας, ποὺ ζήταγε νὰ τραγουδήσῃ...
Ἡ Ρηνούλα κοιτοῦσε τὴ δύση∙ τὸ κόκκινο νεράντζι τοῦ ἥλιου γλύστρησε ἀπ' τὸ χέρι τῆς ἡμέρας κ' ἔπεσε στοὺς μενεξέδες τοῦ βουνοῦ∙ / ἕνα μακρύ τριανταφυλλένιο σύγνεφο ἔφεγγε πάνου ἀπ' τὶς στέγες. / Ἡ Ρηνούλα φώναξε: / Θέλω ἕνα φόρεμα μακρύ ἀπὸ τριανταφυλλένιο σύγνεφο! / Κ' ἐγώ τῆς εἶπα: / Θὰ σοῦ φέρω αὔριο! / Ἢ ἐμπιστοσύνη γέμιζε τὸ δειλινόν ἀγέρα καὶ δέ μιλήσαμε ἄλλο. 
silent evenings by laura makabresku
..Ἄ, τὰ δικά μας βράδυα, τὰ φεγγερά,  τὰ μεγάλα! Γιομᾶτα λούλουδα, καμπάνες, ἄστρα!  / Φιλούσαμε τὸ χέρι τῆς σιωπῆς ὅπως φιλοῦν τὸ κόνισμα οἱ τσοπάνοι κάθε σκόλη ποὺ κατεβαίνουν ἀπ’ τὰ βοσκοτόπια γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν. /
Ἀκούγαμε, στὸ δάσος πέρα, τὸ κόκκινο ἄλογο τ' Ἁι-Γιώργη, ποὺ χτύπαγε τὰ πέταλα στὶς πέτρες κ' οἱ πέτρες βγάζανε σπιθίτσες γαλανές, σὰ ν' ἀνάβανε οἱ ξωμάχοι τὰ τσακμάκια τους!  // Δέ ρωτούσαμε: Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ Διόνυσος;/ Ὁ δικός μας Χριστός εἶχε περασμένα στ' αὐτιά του τσαμπιά σταφύλια / κι ὁ χιτῶνας του ἦταν ὑφασμένος μὲ μαλλί τράγου κ' εὐώδιαζε κοπριά κ' ἱδρῶτα. 
- - - -Ἡ ἀχυρένια στρωμνή μας: πάνου στὸ λιακωτό ποὺ λιάζαν τὴ μαύρη σταφίδα. / Κάτου στὸν κάμπο: τὰ κουδούνια, οἱ γρύλλοι, τὰ ποτάμια. / Βύθιζα τὴ ματιά στὸ Γαλαξία, ἔτσι καθὼς βουτᾶμε τὸ δάχτυλο σ’ ἕνα βάζο γιομᾶτο μέλι. / Δέν εἰχα φόβο. / Κρέμαγε ἡ μάνα μου τὸ βλέμμα της μέσα στὴ νύχτα σὰν ἕνα μεγάλο φανάρι πάνου ἀπ’ τὴ σκέπη τοῦ ὕπνου μου, καὶ χάνονταν ὅλες οἱ σκιὲς ἀπ’ τὴν καρδιά μου... /
 Ὁ κόσμος ἦταν στρογγυλός καὶ μυρωδᾶτος∙ ὅμοιος μὲ δροσερό καρπούζι. / Ὅλα τὰ νιώθαμε στὴ γεύση!
- - - -Ἡ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μας ἦταν πελεκημένη μὲς στὸ βράχο. / Μόλις ἕνας μικρός σιδερένιος σταυρός ξεχώριζε πάνου ἀπ’ τὸν τροῦλλο. / Ἐκεῖ καθόνταν τὴν αὐγή τὰ περιστέρια καὶ κουβέντιαζαν ὦρες μὲ τὴν Παναγία...
/ Τὸ τέμπλο εἶχε τρεῖς ξύλινες πόρτες. / Ἡ μεσιανή, χρυσοβαμμένη, γιομάτη σκαλισμένα σταφύλια κι ἀμπελόφυλλα. / Στὴ δεξιά:ἕνας ἄγγελος, ὅμοιος μὲ τὸ μεγάλο μου ἀδερφὸ ποὺ πέθανε∙ / κρατοῦσε στὸ χέρι ἕνα ἄσπρο κρίνο.  / Στὴν ἄλλη: πάλι ἕνας ἄγγελος. / Μὰ τοῦτος ἦταν λίγο θυμωμένος καὶ κράταγε στὸ χέρι ἕνα μακρύ γυαλιστερό σπαθί! / 
Ἡ μητέρα ἀγαποῦσε τὸν ἄγγελο μὲ τὸ κρίνο. / Ἡ Ρηνούλα,  τὸν ἄγγελο μὲ τὸ σπαθί. / Ἐγώ γονάτιζα ὥρα πολλή ἀνάμεσα στοὺς δυό, κι ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι στὶς πλάκες ἄκουγα... Ἐγώ ἀγαποῦσα καὶ τοὺς δυό ἀγγέλους. 
- - - -Ξέραμε ν' ἀγαπᾶμε. Ξέραμε τὴ γλῶσσα τῶν πραγμάτων. Δὲ μᾶς ἔλειπε τίποτα. // Ἡ ἀγάπη κ' ἐμεῖς / – θυμᾶσαι; Ἡ αὐγή χαρούμενη καὶ πρόθυμη.// Τὸ μεγάλο φεγγάρι ἀγαθό, μαλακό...  // Ποιός ἦρθε καὶ στάθηκε ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὰ πράγματα; / Ποιός μᾶς χώρισε ἀπ' τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πουλιά; / Τί φταίξαμε, Ρηνούλα;
- - - -...Ἀπ' τὴ στιγμή ποὺ ζήτησα νὰ φύγω, εἶχαν φύγει τὰ πάντα. //Πά­νου στὶς πέτρες κάτι ξένο ἀνάσαινε – καὶ σφίξαμε τὰ χέρια. //  Ὁ ἥλιος πρό­βαλε χαρούμενος  / – εἶπες: Τὰ χέρια μας εἶναι χρυσά! Καὶ γέλασες... / Τὰ μάτια σου πῆραν τὸ χρῶμα τοῦ φωτισμένου χορταριοῦ κ' ἔγιναν δυό μικροί καθρέφτες τῆς μεγάλης ἐλπίδας...
- - - -Ὕστερα μὲ πρόφτασε ὁ χειμώνας! / Ὁ ἄνεμος μὲ κυνηγοῦσε ὥς μέσα στὴ σπηλιά τῆς μνήμης / τὰ δέντρα σήκωναν τὰ χέρια τους νὰ μὲ κρατήσουν, οἱ ἀστραπές μοῦ σκίζανε τὰ μάτια, οἱ πέτρες μοῦ ματώνανε τὰ πόδια! / Στά­θηκα καὶ κοίταξα κάτου... / Τὸ μικρό μου χωριὸ – μαζεμμένο στὸν κόρφο τοῦ κάμπου, μὲ τὰ μικρά παραθυράκια τοῦ ζεστά καὶ φωτισμένα – κελαηδοῦσε ἀκόμη στὸ κλουβὶ τῆς βροχῆς!.. 
- - - -Κ' ἡ κορφή ὅλο ἀνηφόριζε μέσα στὴ νύχτα, σὰν πελώριο σπαθί!.. 

...Ἔχεις ρίξει στὸ λύχνο μας λάδι καὶ περιμένεις. / Ἔχεις στρώσει τὸ τρα­πέζι κάτου ἀπ’ τὴν κληματαριά. / Μοὔχεις ἑτοιμάσει ροῦχα ν' ἀλλάξω, μπα­λωμένα προσεχτικά στοὺς ἀγκῶνες καὶ στὰ γόνατα, γαλαζωμένα ἀπ' τὸ λου­λάκι, μυρωμένα ἀπ' τὴ λεβάντα καὶ τὴν ἔγνοια σου. /Νά καὶ τὸ σπίτι μας, σὰ μιὰ χρυσή κουκκίδα, σὰν ἕνα τόσο δά σπυρί σταριοῦ, ποὺ τὸ τσιμπάει τῆς μνήμης μου τὸ περιστέρι, καὶ χορταίνει, καὶ τὸ σπυρί δέ σῴνεται!..
Πόσο κοντά μου εἶναι ὅλα ἀπὸ δῶ πάνου !.. 
(Ἐκεῖνος ποὔμαθε νὰ τραγουδάῃ ξέχασε νὰ κλαίῃ.)
 

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Μαρία Πολυδούρη -Ποιήματα

«Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική».
Αυτή αναγνωρίζει ως απόλυτη χαρά της ζωής της η Μαρία Πολυδούρη σε επιστολή της προς τον αφοσιωμένο φίλο της Βασίλη Γεντέκο τον Οκτώβριο του 1927 από το Παρίσι.
Είναι 25 ετών και γράφει από παιδί.
Αγωνιά για την τύχη του μυθιστορήματος που έχει παραδώσει στον εκδότη Γανιάρη προς έκδοση, αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης και μαθαίνει ραπτική στη σχολή Pigier, αναζητώντας εφόδια για να εργαστεί στη γαλλική λογοτεχνική μητρόπολη.
Ζώντας απερίσκεπτα, με πενιχρά μέσα, στον άγριο χειμώνα του Παρισιού, προσβάλλεται από φυματίωση.

Θα πεθάνει τρία χρόνια αργότερα στην Αθήνα, σε ηλικία 28 ετών, έχοντας εκδώσει στο αναμεταξύ τις ποιητικές συλλογές ''Τρίλλιες που σβήνουν'' (1928) και ''Ηχώ στο χάος'' (1929).
Ηταν ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, ακριβώς όπως προφήτευε στο ποίημά της, «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη», στο περιοδικό Εσπερος της Σύρου, τον Νοέμβριο του 1922, μόλις λίγους μήνες μετά τη λήξη του δεσμού της με τον Κώστα Καρυωτάκη.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ-Μαρία Πολυδούρη

Ζωή, πὼς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους
καὶ τώρα ἀκούω τὸ γέλιο σου παντοῦ σαρκαστικὸ
γιὰ μένα, ποὺ ἀποτόλμησα ψευτοευγενεῖς καὶ τίμιους
μεσ᾿ στὴ γενιά σου, νὰ τοὺς δῶ σὰν ὑποστατικό.
Ἐγὼ ἤμουν ἕνας γνήσιος κι ἄγνωστος τῆς γενιᾶς σου
κ᾿ ἦρθα χωρὶς ἀπαίτηση μ᾿ ὅλους μαζὶ καὶ γώ
κι᾿ οὔτε ποτὲ σοῦ ζήτησα δεῖγμα τῆς συμπονιᾶς σου,
ἀπ᾿ τὰ περίσσια χρέη μου δίκαια ν᾿ ἀπαλλαγῶ.

Μὰ καθὼς ἤμουν κύριος ἄμαθος νὰ δουλεύω
καὶ παιδικὴ γαλήνευεν ἡ δίκαιή μου ψυχή,
ἐκέρδισα τὸ μίσος σου, Ζωή, καὶ τὸ πιστεύω
τώρα ποὺ ἡ δυστυχία μου στὸ γέλιο σου ἀντηχεῖ.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον-Μαρία Πολυδούρη

Τι θέλω πια να δέχομαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτεί
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είναι μοίρα μου κ' είναι και διαλεχτή!

Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ' στων δακρύων την ευχαριστία
κι όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.

Κι ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποιά δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τού'φερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.

Τώρα καμιά, καμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του Άδη.

Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;
 Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.

Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
 Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες-Μαρία Πολυδούρη
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια. 
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρνα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

 (Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928)

[ΚΑΙ ΣΤΑΘΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ...]

 ...........................................................................
Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.

Κοντά σου-Μαρία Πολυδούρη

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.

Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ᾿ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.


Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι᾿ ανύποπτα περνά μέσ᾿ στη  ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκὰ κι᾿ όλα σα χνούδι,

σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ-Μαρία Πολυδούρη

Ἔμεινα, καρτερώντας σε, ὡς ποὺ τὸ ἀστέρι ἐφάνη
τῆς χαραυγῆς ψηλά.
Μὰ ἡ φλόγα τους τὰ δάκριά μου τἄχε ὅλα πιὰ ξεράνει
κι᾿ οὔτε ὁ ψυχρὸς Λυκαβηττὸς μ᾿ ἄκουσε, σιωπηλὰ
καθὼς θρηνοῦσα τὄνειρο πὤσβηνε στὴν καρδιά μου.
Ὤ, τώρα ποὺ σὲ φέρανε οἱ στιγμὲς σιμά μου, πάλι
τ᾿ ἄστρο θὰ καρτερῶ,
γιὰ νὰ τοῦ πῶ, κρατώντας τὸ δάκρι πὤχει προβάλει
στὰ μάτια μου σὰν τὴ χαρὰ θερμὸ καὶ λαμπερό,
 -τον είχα απόψε όλον καημό μέσα στην αγκαλιά μου!

«Ένα βράδυ στο σταθμό» Πολυδούρη

 «Τι θλιβερό πράμμα ο Σταθμός, που μόλις νάχη φύγει το τραίνο.
Ούτε στιγμή, μόλις που εδώ
στις ράγιες του βαριά σταματημένο
και πηγαινόρχονταν γοργά,
ανίδεα γελώντας ταξειδιώτες. Κι όσοι που μείνανε κι αυτοί δεν έχουνε την όψη τους σαν τότες. Η άδεια θέση κ’ η σιωπή μεσ’ στο Σταθμό που τούφυγε το τραίνο.

 Κι αυτοί που μείνανε σκορπούν
κ’ έχουν το βήμα το αποφασισμένο
όσων τη μοίρα ακολουθούν.
Κάθε φορά τους φεύγει κι από κάτι
και κείνοι μένουν στο Σταθμό
λυγίζοντας το θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στα ίδια θαρρετοί
δήθεν κ’ η πλάτη τους κυρτώνει πίσω.

-Καταραμένε χωρισμέ, όμως και σένα απόψε θα αγαπήσω. Γιατί το “χαίρε” ήταν γλυκό καθώς το χέρι σειόταν στον αέρα, απ’ το μαντίλι πιο λευκό κι απ’ τον ανθό, σα φως που έφευγε πέρα, που δεν το είχα δει ποτέ, τόσο γαλήνια ωραίο τ’ όραμά σου.

Καταραμένε χωρισμέ, μου τρέμουν τα χείλη στ’ όνομά σου.»

«Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» Μαρία Πολυδούρη-

  Πηγή-tvxs

 «Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν! Μα τι τους  ενδιαφέρει η φτώχεια κι η αρρώστεια μου; Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» Μαρία Πολυδούρη
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο Τα ποιήματα. Μαρία Πολυδούρη,  σε επιμέλεια της Χριστίνα Ντουνιά. Σελ. 300-312. Εκδόσεις Εστία, 2014

 Μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και την κυκλοφορία της πρώτης της συλλογής Οι τρίλλιες που σβήνουν, η περίπτωση της νεαρής ποιήτριας είχε γίνει θέμα συζήτησης στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας.

Όπως μας πληροφορεί η αδελφή της Βιργινία, «το μικρό δωματιάκι, από θάλαμος μελλοθανάτων, μεταβλήθηκε σε σπουδαστήριο, γραφείο συγγραφής και ανθοστόλιστο σαλόνι υποδοχής φίλων, ποιητών και λογίων».

Εκεί δημιουργεί τον προσωπικό της χώρο, και γράφει σχεδόν το σύνολο του ποιητικού της έργου: «διακόσμησε τους τοίχους  με πορτραίτα ποιητών, Μπωντλαίρ, Πόε, Μπάυρον κ.λ.π., στο κομοδίνο ένα μικρό σκίτσο του Καρυωτάκη...».

Η ισχυρή της προσωπικότητα, η ιδιότυπη ομορφιά και το γνήσιο ταλέντο της, την καθιστούν ένα είδος ερωτικής μούσας. Ο Τερζάκης, ενεργητικό μέλος των νεανικών λογοτεχνικών κινήσεων, και συνδιευθυντής του βραχύβιου περιοδικού Πνοή, στις σελίδες του οποίου φιλοξενούνται ποιήματά της, αναφέρεται ρητά στην έντονη γοητεία που ασκούσε η Πολυδούρη στο τέλος της δύσκολης  δεκαετίας του 1920:

Ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική. Από τους τέσσερις ή πέντε νέους -δεν καλοθυμάμαι- που ξεκινήσαμε νωρίς κείνο το δειλινό να πάμε στη «Σωτηρία», για να κάνουμε επίσκεψη στη Μαρία Πολυδούρη, οι τρεις τουλάχιστον ήταν ερωτευμένοι μαζί της. Θανάσιμα. Ή το πίστευαν.

 Ειδικά μετά την κυκλοφορία της δεύτερης ποιητικής της συλλογής Ηχώ στο χάος, η φήμη της Πολυδούρη είχε τόσο απλωθεί, ώστε όλο και περισσότεροι εκδήλωναν την επιθυμία να τη γνωρίσουν και ανηφόριζαν στη «Σωτηρία» για να την επισκεφτούν.

 Έτσι, εκτός από τον φιλικό κύκλο της ποιήτριας, ένα ετερόκλιτο πλήθος από γνωστά και άγνωστα πρόσωπα περνούσαν, άφηναν λουλούδια και έλεγαν μερικές φράσεις παρηγοριάς σε ένα ιδιότυπο προσκύνημα, που μάλλον της δημιουργούσε αμφίθυμα συναισθήματα.

Πάντως το ενδιαφέρον του πνευματικού κόσμου ήρθε μάλλον αργά και δεν στάθηκε ικανό να συνδράμει την άρρωστη νέα που πάλευε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της μέσα σε συνθήκες πραγματικά αξιοθρήνητες. Ένας από τους διασημότερους επισκέπτες ήταν ο Άγγελος Σικελιανός:
Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη. Ήτανε τους τελευταίους μήνες του 1929 και τους πρώτους του 1930, σ’ ένα από τους πιο ζοφερούς τότε κύκλους της Νεοελληνικής κόλασης, στο φθισιατρείο η «Σωτηρία». 
Της χρωστώ πως δεν μ’ έμπασε από την πόρτα της κοινής εισόδου που την μισάνοιγαν τότε κάποιοι «θαυμαστές» βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο από το φόβο των μικρόβιων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό κλινάρι, μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος.

Ο Σικελιανός  τής χάρισε ένα ποίημα στο οποίο την αποκαλεί «αδελφή» του. Η τρυφερότητα που αισθάνεται για την ποιήτρια, όπως ο ίδιος εξομολογείται, ενισχύεται από τη θύμιση της αδελφής του Πηνελόπης που πέθανε επίσης φυματική.

 Ωστόσο, παρά τη συμπάθεια που εκδηλώνει για την Πολυδούρη  ο Σικελιανός δεν μπόρεσε να βοηθήσει ουσιαστική, καθώς ήταν πολύ απασχολημένος με τη διοργάνωση των δεύτερων Δελφικών εορτών, που πραγματοποιήθηκαν την πρωτομαγιά του 1930, μια μέρα μετά τον θάνατό της.

Γνωρίζουμε επίσης ότι την ίδια περίοδο την επισκέφθηκαν ο Φώτος Πολίτης, που ήταν δάσκαλός της στη σχολή θεάτρου, και η Μαρίκα Κοτοπούλη. Κοντά στην άρρωστη ποιήτρια βρέθηκαν επίσης ο Σωτήρης Σκίπης, ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη (δηλαδή την κριτικό Άλκη Θρύλο) και ο σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης.

Ο Ουράνης δημοσίευσε στο Ελεύθερον Βήμα σε δύο συνέχειες ένα άρθρο με τίτλο «Η ποιήτρια του έρωτα και του θανάτου» συνοδευμένο από τα σκίτσα του Δημητριάδη. Αυτό το κείμενο, γραμμένο από έναν καταξιωμένο και προβεβλημένο ποιητή και κριτικό που επηρέασε σημαντικά την πρόσληψη της ποίησης της Πολυδούρη στο μεταίχμιο των δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών, μετέφερε στο ευρύ κοινό το δράμα της μελλοθάνατης ποιήτριας:
Ένα μικρό φτωχικό δωμάτιο...
Ένα κοινότατο μικροσκοπικό τραπέζι και δυο μονά σιδερένια κρεβάτια, στρωμένα με στρατιωτικές κουβέρτες -αυτό είταν όλο.
Από το ανοιχτό παράθυρο, το χειμωνιάτικο κρύο πάγωνε τους τοίχους, και τα κρεβάτια, και τις πλάκες του δαπέδου. 
Και σ’ ένα από τα δυο κρεβάτια, με τους ώμους ανασηκωμένους από ένα πλήθος μικρών μαξιλαριών, συγυρισμένη για μια αναμονή, μια νέα κόρη, που θα είταν άλλοτε ένα άνθος ομορφιάς, ακίνητη τώρα σε μια βαθειά εξάντληση, μας κοίταζε με δυο μεγάλα μαύρα μάτια που, μέσα στην κέρινη χλωμάδα του προσώπου της έλαμπαν από τον πυρετό σαν δυο κάρβουνα. [...]
 Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έχει ζήσει από πολύ κοντά τους τελευταίους μήνες της αγωνίας της άρρωστης ποιήτριας και γνωρίζει τόσο τον χαρακτήρα της όσο και τις ιδέες της για τη ζωή και το θάνατο.

Όλοι όσοι τη συναναστράφηκαν συνομολογούν στην εικόνα μιας περήφανης προσωπικότητας που απέφευγε τις θρηνωδίες και δεν ζητούσε ελεημοσύνη, είτε υλική είτε συναισθηματική.
 Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους «συντρόφους» της Σωτηρίας, αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την πλευρά στην Πολυδούρη, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της:

- Ω! φίλη Πολυδούρη, ξέρω πως μια τέτοια ώρα τραβηγμένη μακριά απ' τους ανθρώπους, κλεισμένη σ’ ένα θλιβερό σανατόριο έγραψες τους ωραιότερους στίχους σου:

''Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου 

κανείς δε θέλω να τη νιώσει.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε 
χωρίς γι’ αυτό να την πληγώσει.''
Θαρρώ πως βλέπω την περίτρομη κίνηση σου για να κρύψεις «περήφανα και στοργικά» το θησαυρό της καρδιάς σου που δεν μπορούσε κανείς να τον νιώσει.

[ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ...]-Μαρία Πολυδούρη

Πρὶν φύγω γιὰ τὸ μακρινὸ ταξίδι, θὰ περάσω,
διασχίζοντας ἀδιάφορα τῶν δρόμων τὴ βοή,
ἀπὸ τὸν κῆπο ποὺ ἄλλοτε, κάποια ἀπροσδόκητη ὥρα
τὰ μάτια σου μοῦ μίλησαν γιὰ μίαν ὡραία ζωή.

Καὶ λησμονώντας πὼς κ᾿ οἱ δυὸ βγήκαμε γελασμένοι
κ᾿ ἔγινε τὄνειρο φωτιὰ μέσ᾿ στὴν ἀνατολή,
θὰ ἰδῶ τἄνθη ν᾿ ἀνοίγωνται στὸ φῶς καὶ νὰ προσφέρουν
τὴν εὔοσμη ψυχούλα τους στῆς αὔρας τὸ φιλί.

Θὰ ἰδῶ τὰ δέντρα στὴ βαριὰ πρασιὰ ντυμένα πάλι.
Περιπλοκάδες νὰ ρουφοῦν ζωὴ στὰ ταπεινά,
χωρὶς νἆναι λιγότερο χαρούμενες γιὰ τοῦτο
καὶ τἄνθη τους λιγότερο περήφανα κι᾿ ἁγνά.

Καὶ σὰν ἀπὸ ἕνα μάταιο πεῖσμα καὶ ἐγὼ νὰ ζήσω
ὅσα μοὖπαν τὰ μάτια σου στ᾿ ὡραῖο βραδινό,
θὰ ἰδῶ νὰ γέρνης πάνω μου καὶ θἆναι τόσο λαῦρο,
τόσο μεγάλο τὸ φιλὶ σὰν πρῶτο, σὰ στερνό.

Περισσότερα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη/εδώ 

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Εδώ κοιμάται ο Ερωτας...


Nύχτα βροχής κι αγρύπνιας
Πως να ημερέψει το πέλαγος της καρδιάς /όταν μέσα σου ο άνεμος/ φυλλοροεί / ψιθύρους;

Η μνήμη να κεντρίζει τις αισθήσεις... 
Πως έγιναν όλα/ τίποτα; 
Κι όμως /αυτή η μνήμη του τίποτα /φτιαγμένη απο λυγμό κ απόσταση /καίει το κορμί...  
Τι κάνεις ;
-Τίποτα
Τι είπες; 
 -Τίποτα
Τι θέλεις;
-Τίποτα 
Τι σκέφτεσαι;
 -Τί-πο-τα 
Πως να τα συμπυκνώσεις όλα αυτά /τα τίποτα/να γίνουν κάτι;
Τι;
Δεν ξέρω/κάτι...
Εγώ/θέλω να βλέπω το αίμα κόκκινο και ζεστό/ να ρέει στην πληγή και να ξέρω γιατί...
Να μην πονώ/για ένα τίποτα; 
Πως έγιναν όλα /ενα τίποτα..Μου λες;
Μείνε εδω (είπες)
Ξάπλωσε κοντά μου και μη φοβάσαι/ τίποτα...
Εδώ /κοιμάται ο Ερωτας...
Αυτό το τίποτα έσπασε τη καρδιά μου/σε χίλια κομμάτια...
Ισως/τελικά/απο ένα τίποτα να γεννιέται /ο Ερωτας...(Μαρία Λαμπράκη)



Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Η ποίηση των Αγγέλων

Artist : Juan Medina
Η σάρκα των αγγέλων-
La carne degli angeli-Alda Merini

 Si dice che la creazione del Paradiso fosse la favola di un ignoto amore che a un certo punto sprigionò le ali dalla crosta terrestre, e così, raffreddandosi la terra, comparvero, al di là delle credenze bibliche, i primi voli degli angeli.

 Stanotte ho sognato l’ amore:
era tenero come voi
e senza carne,
ma il suo respiro ha colmato le mie notti
di disperazione e di canto.

Così è la vostra mano che carezza gli umili
e li fa silenziosi come coloro che pur soffrendo
non riescono ancora a morire.

Ma che cos’ è la morte
se non un grande albero pieno di canto?
Io ho sognato un uomo
ma quest’ uomo era tutto modellato da Dio.

Una parte di quest’ uomo era nella vostra
bocca.
E tutti gli uomini sono stati amati e divorati
dagli angeli
nel loro immenso amore.

Tomasz Rut,Painter

Alda Merini, «Η σάρκα των αγγέλων» (μετάφραση - επίμετρο: Ευαγγελία Πολύμου)

Λένε πως η γένεση του Παραδείσου ήταν η ιστορία μιας άγνωστης αγάπης που κάποια στιγμή αποδέσμευσε τα φτερά της από το γήινο φλοιό, κι έτσι, παγώνοντας η γη, φανερώθηκαν, πέρα από τις βιβλικές δοξασίες, τα πρώτα πετάγματα των αγγέλων.
2.
Απόψε ονειρεύτηκα τον έρωτα
ήταν τρυφερός σαν εσάς
και δίχως σάρκα,
αλλά η ανάσα του γέμισε τις νύχτες μου
με απελπισία και τραγούδι.

Έτσι είναι το χέρι σας που χαϊδεύει τους ταπεινούς
και τους κάνει σιωπηλούς σαν εκείνους που
μολονότι υποφέρουν
δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους να πεθάνουν.

Όμως τι είναι ο θάνατος
αν όχι ένα μεγάλο δέντρο ολόγιομο τραγούδι;

Ονειρεύτηκα έναν άντρα
αλλά τον άντρα εκείνον, τον είχε πλάσει όλον ο Θεός.
Μέρος εκείνου του άντρα ήτανε μες
στο στόμα σας.

Κι όλοι οι άντρες αγαπήθηκαν
απ’ τους αγγέλους
που τους καταβρόχθισαν
μες στην απέραντη αγάπη τους
Πηγή http://www.poiein.gr/archives/27293

Εγώ απλώς ήθελα...
Δημήτρης Ε. Σολδάτος

 Ένας άγγελος
μου έδωσε τα φτερά του
για να πετάξω.

Δεν είχα που να πάω
και του τα γύρισα πίσω.

Ούτε άγγελοι μου χρειάζονταν
ούτε φτερά.

Εγώ απλώς ήθελα να περπατήσω
στο πλάι εκείνης
που μου έκοψε τα πόδια.
Μονόγραμμα -Οδυσσέας Ελύτης (απόσπασμα)
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω,
περιμένουν οι άγγελοι με κεριά
και νεκρώσιμους ψαλμούς,
πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
ή κανείς ή κι οι δυο μαζί.
Όταν ο άγγελος είναι κόκκινος / και νυχοπατάει / στο σφουγγαρισμένο άσπρο / πιστεύοντας στην εσωτερική του φλόγα / κι αερίζοντάς τη στο παράθυρο / είναι που ’χει ερωτευτεί τα εγκόσμια / τόσο πολύ / που αποφεύγει να τα συγκρίνει με τα επάνω./ […]
Ο άγγελος / που θα γίνει λουλακής προς το βράδυ / θα τελειώσει το τσιγάρο του / και θα φύγει».
(«Αγγελικά Ποιήματα», 1978)Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ