Σελίδες

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Μαρία Πολυδούρη -Ποιήματα

«Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική».
Αυτή αναγνωρίζει ως απόλυτη χαρά της ζωής της η Μαρία Πολυδούρη σε επιστολή της προς τον αφοσιωμένο φίλο της Βασίλη Γεντέκο τον Οκτώβριο του 1927 από το Παρίσι.
Είναι 25 ετών και γράφει από παιδί.
Αγωνιά για την τύχη του μυθιστορήματος που έχει παραδώσει στον εκδότη Γανιάρη προς έκδοση, αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης και μαθαίνει ραπτική στη σχολή Pigier, αναζητώντας εφόδια για να εργαστεί στη γαλλική λογοτεχνική μητρόπολη.
Ζώντας απερίσκεπτα, με πενιχρά μέσα, στον άγριο χειμώνα του Παρισιού, προσβάλλεται από φυματίωση.

Θα πεθάνει τρία χρόνια αργότερα στην Αθήνα, σε ηλικία 28 ετών, έχοντας εκδώσει στο αναμεταξύ τις ποιητικές συλλογές ''Τρίλλιες που σβήνουν'' (1928) και ''Ηχώ στο χάος'' (1929).
Ηταν ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, ακριβώς όπως προφήτευε στο ποίημά της, «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη», στο περιοδικό Εσπερος της Σύρου, τον Νοέμβριο του 1922, μόλις λίγους μήνες μετά τη λήξη του δεσμού της με τον Κώστα Καρυωτάκη.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ-Μαρία Πολυδούρη

Ζωή, πὼς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους
καὶ τώρα ἀκούω τὸ γέλιο σου παντοῦ σαρκαστικὸ
γιὰ μένα, ποὺ ἀποτόλμησα ψευτοευγενεῖς καὶ τίμιους
μεσ᾿ στὴ γενιά σου, νὰ τοὺς δῶ σὰν ὑποστατικό.
Ἐγὼ ἤμουν ἕνας γνήσιος κι ἄγνωστος τῆς γενιᾶς σου
κ᾿ ἦρθα χωρὶς ἀπαίτηση μ᾿ ὅλους μαζὶ καὶ γώ
κι᾿ οὔτε ποτὲ σοῦ ζήτησα δεῖγμα τῆς συμπονιᾶς σου,
ἀπ᾿ τὰ περίσσια χρέη μου δίκαια ν᾿ ἀπαλλαγῶ.

Μὰ καθὼς ἤμουν κύριος ἄμαθος νὰ δουλεύω
καὶ παιδικὴ γαλήνευεν ἡ δίκαιή μου ψυχή,
ἐκέρδισα τὸ μίσος σου, Ζωή, καὶ τὸ πιστεύω
τώρα ποὺ ἡ δυστυχία μου στὸ γέλιο σου ἀντηχεῖ.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον-Μαρία Πολυδούρη

Τι θέλω πια να δέχομαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτεί
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είναι μοίρα μου κ' είναι και διαλεχτή!

Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ' στων δακρύων την ευχαριστία
κι όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.

Κι ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποιά δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τού'φερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.

Τώρα καμιά, καμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του Άδη.

Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;
 Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.

Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
 Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες-Μαρία Πολυδούρη
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια. 
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρνα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

 (Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928)

[ΚΑΙ ΣΤΑΘΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ...]

 ...........................................................................
Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.

Κοντά σου-Μαρία Πολυδούρη

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.

Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ᾿ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.


Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι᾿ ανύποπτα περνά μέσ᾿ στη  ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκὰ κι᾿ όλα σα χνούδι,

σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ-Μαρία Πολυδούρη

Ἔμεινα, καρτερώντας σε, ὡς ποὺ τὸ ἀστέρι ἐφάνη
τῆς χαραυγῆς ψηλά.
Μὰ ἡ φλόγα τους τὰ δάκριά μου τἄχε ὅλα πιὰ ξεράνει
κι᾿ οὔτε ὁ ψυχρὸς Λυκαβηττὸς μ᾿ ἄκουσε, σιωπηλὰ
καθὼς θρηνοῦσα τὄνειρο πὤσβηνε στὴν καρδιά μου.
Ὤ, τώρα ποὺ σὲ φέρανε οἱ στιγμὲς σιμά μου, πάλι
τ᾿ ἄστρο θὰ καρτερῶ,
γιὰ νὰ τοῦ πῶ, κρατώντας τὸ δάκρι πὤχει προβάλει
στὰ μάτια μου σὰν τὴ χαρὰ θερμὸ καὶ λαμπερό,
 -τον είχα απόψε όλον καημό μέσα στην αγκαλιά μου!

«Ένα βράδυ στο σταθμό» Πολυδούρη

 «Τι θλιβερό πράμμα ο Σταθμός, που μόλις νάχη φύγει το τραίνο.
Ούτε στιγμή, μόλις που εδώ
στις ράγιες του βαριά σταματημένο
και πηγαινόρχονταν γοργά,
ανίδεα γελώντας ταξειδιώτες. Κι όσοι που μείνανε κι αυτοί δεν έχουνε την όψη τους σαν τότες. Η άδεια θέση κ’ η σιωπή μεσ’ στο Σταθμό που τούφυγε το τραίνο.

 Κι αυτοί που μείνανε σκορπούν
κ’ έχουν το βήμα το αποφασισμένο
όσων τη μοίρα ακολουθούν.
Κάθε φορά τους φεύγει κι από κάτι
και κείνοι μένουν στο Σταθμό
λυγίζοντας το θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στα ίδια θαρρετοί
δήθεν κ’ η πλάτη τους κυρτώνει πίσω.

-Καταραμένε χωρισμέ, όμως και σένα απόψε θα αγαπήσω. Γιατί το “χαίρε” ήταν γλυκό καθώς το χέρι σειόταν στον αέρα, απ’ το μαντίλι πιο λευκό κι απ’ τον ανθό, σα φως που έφευγε πέρα, που δεν το είχα δει ποτέ, τόσο γαλήνια ωραίο τ’ όραμά σου.

Καταραμένε χωρισμέ, μου τρέμουν τα χείλη στ’ όνομά σου.»

«Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» Μαρία Πολυδούρη-

  Πηγή-tvxs

 «Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν! Μα τι τους  ενδιαφέρει η φτώχεια κι η αρρώστεια μου; Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» Μαρία Πολυδούρη
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο Τα ποιήματα. Μαρία Πολυδούρη,  σε επιμέλεια της Χριστίνα Ντουνιά. Σελ. 300-312. Εκδόσεις Εστία, 2014

 Μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και την κυκλοφορία της πρώτης της συλλογής Οι τρίλλιες που σβήνουν, η περίπτωση της νεαρής ποιήτριας είχε γίνει θέμα συζήτησης στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας.

Όπως μας πληροφορεί η αδελφή της Βιργινία, «το μικρό δωματιάκι, από θάλαμος μελλοθανάτων, μεταβλήθηκε σε σπουδαστήριο, γραφείο συγγραφής και ανθοστόλιστο σαλόνι υποδοχής φίλων, ποιητών και λογίων».

Εκεί δημιουργεί τον προσωπικό της χώρο, και γράφει σχεδόν το σύνολο του ποιητικού της έργου: «διακόσμησε τους τοίχους  με πορτραίτα ποιητών, Μπωντλαίρ, Πόε, Μπάυρον κ.λ.π., στο κομοδίνο ένα μικρό σκίτσο του Καρυωτάκη...».

Η ισχυρή της προσωπικότητα, η ιδιότυπη ομορφιά και το γνήσιο ταλέντο της, την καθιστούν ένα είδος ερωτικής μούσας. Ο Τερζάκης, ενεργητικό μέλος των νεανικών λογοτεχνικών κινήσεων, και συνδιευθυντής του βραχύβιου περιοδικού Πνοή, στις σελίδες του οποίου φιλοξενούνται ποιήματά της, αναφέρεται ρητά στην έντονη γοητεία που ασκούσε η Πολυδούρη στο τέλος της δύσκολης  δεκαετίας του 1920:

Ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική. Από τους τέσσερις ή πέντε νέους -δεν καλοθυμάμαι- που ξεκινήσαμε νωρίς κείνο το δειλινό να πάμε στη «Σωτηρία», για να κάνουμε επίσκεψη στη Μαρία Πολυδούρη, οι τρεις τουλάχιστον ήταν ερωτευμένοι μαζί της. Θανάσιμα. Ή το πίστευαν.

 Ειδικά μετά την κυκλοφορία της δεύτερης ποιητικής της συλλογής Ηχώ στο χάος, η φήμη της Πολυδούρη είχε τόσο απλωθεί, ώστε όλο και περισσότεροι εκδήλωναν την επιθυμία να τη γνωρίσουν και ανηφόριζαν στη «Σωτηρία» για να την επισκεφτούν.

 Έτσι, εκτός από τον φιλικό κύκλο της ποιήτριας, ένα ετερόκλιτο πλήθος από γνωστά και άγνωστα πρόσωπα περνούσαν, άφηναν λουλούδια και έλεγαν μερικές φράσεις παρηγοριάς σε ένα ιδιότυπο προσκύνημα, που μάλλον της δημιουργούσε αμφίθυμα συναισθήματα.

Πάντως το ενδιαφέρον του πνευματικού κόσμου ήρθε μάλλον αργά και δεν στάθηκε ικανό να συνδράμει την άρρωστη νέα που πάλευε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της μέσα σε συνθήκες πραγματικά αξιοθρήνητες. Ένας από τους διασημότερους επισκέπτες ήταν ο Άγγελος Σικελιανός:
Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη. Ήτανε τους τελευταίους μήνες του 1929 και τους πρώτους του 1930, σ’ ένα από τους πιο ζοφερούς τότε κύκλους της Νεοελληνικής κόλασης, στο φθισιατρείο η «Σωτηρία». 
Της χρωστώ πως δεν μ’ έμπασε από την πόρτα της κοινής εισόδου που την μισάνοιγαν τότε κάποιοι «θαυμαστές» βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο από το φόβο των μικρόβιων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό κλινάρι, μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος.

Ο Σικελιανός  τής χάρισε ένα ποίημα στο οποίο την αποκαλεί «αδελφή» του. Η τρυφερότητα που αισθάνεται για την ποιήτρια, όπως ο ίδιος εξομολογείται, ενισχύεται από τη θύμιση της αδελφής του Πηνελόπης που πέθανε επίσης φυματική.

 Ωστόσο, παρά τη συμπάθεια που εκδηλώνει για την Πολυδούρη  ο Σικελιανός δεν μπόρεσε να βοηθήσει ουσιαστική, καθώς ήταν πολύ απασχολημένος με τη διοργάνωση των δεύτερων Δελφικών εορτών, που πραγματοποιήθηκαν την πρωτομαγιά του 1930, μια μέρα μετά τον θάνατό της.

Γνωρίζουμε επίσης ότι την ίδια περίοδο την επισκέφθηκαν ο Φώτος Πολίτης, που ήταν δάσκαλός της στη σχολή θεάτρου, και η Μαρίκα Κοτοπούλη. Κοντά στην άρρωστη ποιήτρια βρέθηκαν επίσης ο Σωτήρης Σκίπης, ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη (δηλαδή την κριτικό Άλκη Θρύλο) και ο σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης.

Ο Ουράνης δημοσίευσε στο Ελεύθερον Βήμα σε δύο συνέχειες ένα άρθρο με τίτλο «Η ποιήτρια του έρωτα και του θανάτου» συνοδευμένο από τα σκίτσα του Δημητριάδη. Αυτό το κείμενο, γραμμένο από έναν καταξιωμένο και προβεβλημένο ποιητή και κριτικό που επηρέασε σημαντικά την πρόσληψη της ποίησης της Πολυδούρη στο μεταίχμιο των δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών, μετέφερε στο ευρύ κοινό το δράμα της μελλοθάνατης ποιήτριας:
Ένα μικρό φτωχικό δωμάτιο...
Ένα κοινότατο μικροσκοπικό τραπέζι και δυο μονά σιδερένια κρεβάτια, στρωμένα με στρατιωτικές κουβέρτες -αυτό είταν όλο.
Από το ανοιχτό παράθυρο, το χειμωνιάτικο κρύο πάγωνε τους τοίχους, και τα κρεβάτια, και τις πλάκες του δαπέδου. 
Και σ’ ένα από τα δυο κρεβάτια, με τους ώμους ανασηκωμένους από ένα πλήθος μικρών μαξιλαριών, συγυρισμένη για μια αναμονή, μια νέα κόρη, που θα είταν άλλοτε ένα άνθος ομορφιάς, ακίνητη τώρα σε μια βαθειά εξάντληση, μας κοίταζε με δυο μεγάλα μαύρα μάτια που, μέσα στην κέρινη χλωμάδα του προσώπου της έλαμπαν από τον πυρετό σαν δυο κάρβουνα. [...]
 Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έχει ζήσει από πολύ κοντά τους τελευταίους μήνες της αγωνίας της άρρωστης ποιήτριας και γνωρίζει τόσο τον χαρακτήρα της όσο και τις ιδέες της για τη ζωή και το θάνατο.

Όλοι όσοι τη συναναστράφηκαν συνομολογούν στην εικόνα μιας περήφανης προσωπικότητας που απέφευγε τις θρηνωδίες και δεν ζητούσε ελεημοσύνη, είτε υλική είτε συναισθηματική.
 Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους «συντρόφους» της Σωτηρίας, αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την πλευρά στην Πολυδούρη, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της:

- Ω! φίλη Πολυδούρη, ξέρω πως μια τέτοια ώρα τραβηγμένη μακριά απ' τους ανθρώπους, κλεισμένη σ’ ένα θλιβερό σανατόριο έγραψες τους ωραιότερους στίχους σου:

''Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου 

κανείς δε θέλω να τη νιώσει.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε 
χωρίς γι’ αυτό να την πληγώσει.''
Θαρρώ πως βλέπω την περίτρομη κίνηση σου για να κρύψεις «περήφανα και στοργικά» το θησαυρό της καρδιάς σου που δεν μπορούσε κανείς να τον νιώσει.

[ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ...]-Μαρία Πολυδούρη

Πρὶν φύγω γιὰ τὸ μακρινὸ ταξίδι, θὰ περάσω,
διασχίζοντας ἀδιάφορα τῶν δρόμων τὴ βοή,
ἀπὸ τὸν κῆπο ποὺ ἄλλοτε, κάποια ἀπροσδόκητη ὥρα
τὰ μάτια σου μοῦ μίλησαν γιὰ μίαν ὡραία ζωή.

Καὶ λησμονώντας πὼς κ᾿ οἱ δυὸ βγήκαμε γελασμένοι
κ᾿ ἔγινε τὄνειρο φωτιὰ μέσ᾿ στὴν ἀνατολή,
θὰ ἰδῶ τἄνθη ν᾿ ἀνοίγωνται στὸ φῶς καὶ νὰ προσφέρουν
τὴν εὔοσμη ψυχούλα τους στῆς αὔρας τὸ φιλί.

Θὰ ἰδῶ τὰ δέντρα στὴ βαριὰ πρασιὰ ντυμένα πάλι.
Περιπλοκάδες νὰ ρουφοῦν ζωὴ στὰ ταπεινά,
χωρὶς νἆναι λιγότερο χαρούμενες γιὰ τοῦτο
καὶ τἄνθη τους λιγότερο περήφανα κι᾿ ἁγνά.

Καὶ σὰν ἀπὸ ἕνα μάταιο πεῖσμα καὶ ἐγὼ νὰ ζήσω
ὅσα μοὖπαν τὰ μάτια σου στ᾿ ὡραῖο βραδινό,
θὰ ἰδῶ νὰ γέρνης πάνω μου καὶ θἆναι τόσο λαῦρο,
τόσο μεγάλο τὸ φιλὶ σὰν πρῶτο, σὰ στερνό.

Περισσότερα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη/εδώ 

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Εδώ κοιμάται ο Ερωτας...


Nύχτα βροχής κι αγρύπνιας
Πως να ημερέψει το πέλαγος της καρδιάς /όταν μέσα σου ο άνεμος/ φυλλοροεί / ψιθύρους;

Η μνήμη να κεντρίζει τις αισθήσεις... 
Πως έγιναν όλα/ τίποτα; 
Κι όμως /αυτή η μνήμη του τίποτα /φτιαγμένη απο λυγμό κ απόσταση /καίει το κορμί...  
Τι κάνεις ;
-Τίποτα
Τι είπες; 
 -Τίποτα
Τι θέλεις;
-Τίποτα 
Τι σκέφτεσαι;
 -Τί-πο-τα 
Πως να τα συμπυκνώσεις όλα αυτά /τα τίποτα/να γίνουν κάτι;
Τι;
Δεν ξέρω/κάτι...
Εγώ/θέλω να βλέπω το αίμα κόκκινο και ζεστό/ να ρέει στην πληγή και να ξέρω γιατί...
Να μην πονώ/για ένα τίποτα; 
Πως έγιναν όλα /ενα τίποτα..Μου λες;
Μείνε εδω (είπες)
Ξάπλωσε κοντά μου και μη φοβάσαι/ τίποτα...
Εδώ /κοιμάται ο Ερωτας...
Αυτό το τίποτα έσπασε τη καρδιά μου/σε χίλια κομμάτια...
Ισως/τελικά/απο ένα τίποτα να γεννιέται /ο Ερωτας...(Μαρία Λαμπράκη)



Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Η ποίηση των Αγγέλων

Artist : Juan Medina
Η σάρκα των αγγέλων-
La carne degli angeli-Alda Merini

 Si dice che la creazione del Paradiso fosse la favola di un ignoto amore che a un certo punto sprigionò le ali dalla crosta terrestre, e così, raffreddandosi la terra, comparvero, al di là delle credenze bibliche, i primi voli degli angeli.

 Stanotte ho sognato l’ amore:
era tenero come voi
e senza carne,
ma il suo respiro ha colmato le mie notti
di disperazione e di canto.

Così è la vostra mano che carezza gli umili
e li fa silenziosi come coloro che pur soffrendo
non riescono ancora a morire.

Ma che cos’ è la morte
se non un grande albero pieno di canto?
Io ho sognato un uomo
ma quest’ uomo era tutto modellato da Dio.

Una parte di quest’ uomo era nella vostra
bocca.
E tutti gli uomini sono stati amati e divorati
dagli angeli
nel loro immenso amore.

Tomasz Rut,Painter

Alda Merini, «Η σάρκα των αγγέλων» (μετάφραση - επίμετρο: Ευαγγελία Πολύμου)

Λένε πως η γένεση του Παραδείσου ήταν η ιστορία μιας άγνωστης αγάπης που κάποια στιγμή αποδέσμευσε τα φτερά της από το γήινο φλοιό, κι έτσι, παγώνοντας η γη, φανερώθηκαν, πέρα από τις βιβλικές δοξασίες, τα πρώτα πετάγματα των αγγέλων.
2.
Απόψε ονειρεύτηκα τον έρωτα
ήταν τρυφερός σαν εσάς
και δίχως σάρκα,
αλλά η ανάσα του γέμισε τις νύχτες μου
με απελπισία και τραγούδι.

Έτσι είναι το χέρι σας που χαϊδεύει τους ταπεινούς
και τους κάνει σιωπηλούς σαν εκείνους που
μολονότι υποφέρουν
δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους να πεθάνουν.

Όμως τι είναι ο θάνατος
αν όχι ένα μεγάλο δέντρο ολόγιομο τραγούδι;

Ονειρεύτηκα έναν άντρα
αλλά τον άντρα εκείνον, τον είχε πλάσει όλον ο Θεός.
Μέρος εκείνου του άντρα ήτανε μες
στο στόμα σας.

Κι όλοι οι άντρες αγαπήθηκαν
απ’ τους αγγέλους
που τους καταβρόχθισαν
μες στην απέραντη αγάπη τους
Πηγή http://www.poiein.gr/archives/27293

Εγώ απλώς ήθελα...
Δημήτρης Ε. Σολδάτος

 Ένας άγγελος
μου έδωσε τα φτερά του
για να πετάξω.

Δεν είχα που να πάω
και του τα γύρισα πίσω.

Ούτε άγγελοι μου χρειάζονταν
ούτε φτερά.

Εγώ απλώς ήθελα να περπατήσω
στο πλάι εκείνης
που μου έκοψε τα πόδια.
Μονόγραμμα -Οδυσσέας Ελύτης (απόσπασμα)
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω,
περιμένουν οι άγγελοι με κεριά
και νεκρώσιμους ψαλμούς,
πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
ή κανείς ή κι οι δυο μαζί.
Όταν ο άγγελος είναι κόκκινος / και νυχοπατάει / στο σφουγγαρισμένο άσπρο / πιστεύοντας στην εσωτερική του φλόγα / κι αερίζοντάς τη στο παράθυρο / είναι που ’χει ερωτευτεί τα εγκόσμια / τόσο πολύ / που αποφεύγει να τα συγκρίνει με τα επάνω./ […]
Ο άγγελος / που θα γίνει λουλακής προς το βράδυ / θα τελειώσει το τσιγάρο του / και θα φύγει».
(«Αγγελικά Ποιήματα», 1978)Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Μαρία Νεφέλη-Οδυσσέας Ελύτης

Η Μαρία Νεφέλη είναι σκηνικό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη.
Δημοσιεύθηκε το 1978 ένα χρόνο πριν από την βράβευση του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η ποιητική συλλογή διαρθρώνεται σε τρία μέρη και έχει μορφή διαλογική, στήνοντας  μια υπερφυσική συνομιλία ανάμεσα στη Μαρία Νεφέλη και τον Αντιφωνητή, που δανείζει τη φωνή του στον ίδιο τον ποιητή.

Πλασμένη από το υπερβατικό υλικό των περισσότερων γυναικείων μορφών που κατοικούν την ποίηση του Ελύτη, η αχρονική Μαρία Νεφέλη προσωποποιεί την αιώνια  δυνατότητα του κόσμου να αποδράσει από τον εαυτό του προς μία νέα διάφανη πραγματικότητα.

Επιστρέφοντας στον  λυρισμό και τον  αισθησιασμό των πρώτων χρόνων ο Ελύτης συμπυκνώνει εδώ, όπως και σε όλα τα έργα της όψιμής περιόδου του, εκείνη την ποιητική ιδέα  που αντιλαμβανόταν ως  μία μεταφυσική του φωτός.

http://artic.gr/logotenia- 

Αποσπάσματα από τη συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (Οδυσσέας Ελύτης)

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ροές της θάλασσας κι εσείς
των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!
απ' τα νερά της νύχτας τ' ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα. 


Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο 
μεσημέρι δεν έχει πια κανείς· 
σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου. 
Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων 
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες 
και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab 
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti 
τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο 
το σαρακοφαγωμένο απ' τα παράσιτα· 

θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus



Μη φοβάσαι 
με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης 
θα σε οδηγήσω 
και θα σου χιμήξω· 
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου 
Και ο Αντιφωνητής: 

ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
 Ό,τι να δεις - καλώς το βλέπεις
αρκεί να 'ναι: Αναγγελία.
Το ελάχιστο νέφος ουριοδρομώντας η Σελήνη
των δέντρων ο αλιγάτορας
και η σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη
με το πατ-πατ το μακρινό της γκαζομηχανής
αν ο κόσμος μια για πάντα ειπώθηκε: Αναγγελία.

Ποίηση ω Αγία μου - συγχώρεσέ με
αλλ' ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλην όχθη·
οτιδήποτε θα 'ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν.


Κι αν απάνω μου μείνει ανεξάλειπτη
κάθε λαίλαπα σαν εγκαυστική
θα' ρθει το πλήρωμα των ημερών
βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου.

Εξόν κι αν μήτε αυτός υπάρχει
αν στα βάθη μέσα των ωκεανών
βυθίζοντας οι μέρες οι ξανθές πήραν μαζί τους
μια για πάντα το είδωλο
το Φωτόδεντρο
με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχίστες
και τους Μήνες ολόγυρα στις μύτες των ποδιών
συλλέγοντας μες στην ποδιά τους
κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων. 
Είναι που οι άνθρωποι δεν το θελήσανε ειδαλλιώς...

Photo: Sayaka Maruyama

 Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Η ΝΕΦΕΛΗ

Μέρα τη μέρα ζω - που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».


Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους

Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.

Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ ο Νεφεληγερέτης.

Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία.

Και ο Αντιφωνητής: 
Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ 
Α τι ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης 
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι τίποτε
Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα 
έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις 
ν' απολύεις όλο το προσωπικό 
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς 
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ' τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον
Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ' ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ' τον
Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά
γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ' αστέρια
και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα...

Είναι διγαμία ν' αγαπάς και να ονειρεύεσαι.


Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.
Μακριά μέσα στ' απώτατα βάθη του Αμνού
ο πόλεμος συνεχίζεται.

Και ο Αντιφωνητής:
άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες
πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια
Κάθε καιρός κι η Ελένη του.
Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι κι ευφραίνεται.

 ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (Οδυσσέας Ελύτης)

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Αλλού είναι ο θάνατος.
Κεραυνός οιακίζει. 

Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε
το χτένι μες στο χέρι σας θ' ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα
κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος
όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.

Αλλού είναι ο θάνατος.
Μη μ' αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.
Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι. 


Δεν έχω συγγενείς
απ' όλη μου τη ζωή
προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.


Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.
Η Λύπη ομορφαίνει
επειδή της μοιάζουμε.

l' imesprimibile nulla.

Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο

σ' ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος·
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια

Ίρις Μαρία Νεφέλη
με τη γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ' ένα ξυράφι.
Ο τρομοκράτης
είναι ο άξεστος των θαυμάτων.

Photo:Omar Galliani

Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις 


Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.


Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου
απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.

Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη 
Και ο Αντιφωνητής: 
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί 
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα! 
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα· 
μία λύπη διάφανη σαν θως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα. 
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΦΕΛΗΣ
«Κρίμας το κορίτσι» λένε
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ' απορατάν!


Μες στα σύννεφα βολτάρω
σαν την όμορφη αστραπή
κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω
γίνεται βροχή.


Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ' τις δυο μεριές·
το πρωί που δε μιλιέμαι
βρίζω Παναγιές


και το βράδυ οπού κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού
λες και κονταροχτυπιέμαι
ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου.


Τη χαρά δεν τη γνωρίζω
και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω
πάνω απ' τον γκρεμό.



ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (Οδυσσέας Ελύτης)

Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ
ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ε', 39.1

Μαρία Νεφέλη:Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά
σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα. 



Αντιφωνητής: Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό.
Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. 
 Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. 
Καπνίζει
αμέτρητα τσιγάρα.
Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς
ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι άλλου - 
που μόνο αυτή τ' ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφι-
χτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί.
 Δεν την έπιασα ποτέ και
δεν της πήρα τίποτα.

Μαρία Νεφέλη: Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι
να θυμηθώ.
Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.

Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροε-
τοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν
το περίμενα καθόλου. 

Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύ-
ρω μου έτρεχαν.

Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το
παράκανα. Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέ-
λος.
 Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή.

Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει... 
Αντιφωνητής:   «Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτά-
δες;» -έτσι μου 'λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο

νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε
απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις
πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα. 


Μαρία Νεφέλη:Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες. 

Αντιφωνητής:    Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην
πέτρα. Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα
μικρό πουλί. 
Μαρία Νεφέλη: Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την
ιδία πέτρα. Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα. 


Αντιφωνητής:   
Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι αξία!
  Μαρία Νεφέλη:Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε. 
Αντιφωνητής:    Ποιος να σ' αφήσει;
 Μαρία Νεφέλη: Αυτός που δεν αφήνει τίποτα. 
  Αντιφωνητής:    Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα
κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.  
Μαρία Νεφέλη: Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα
κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα...
  Αντιφωνητής:    Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα. Και μαζί
μ' αυτήν και τ' όνομά της.
 Μαρία Νεφέλη:ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέ-
σα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... 
  Αντιφωνητής:    Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε
καθόλου.

Μαρία Νεφέλη:

ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ..

  εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί

και σπάσει. Το θυμάμαι καλά. 

  Αντιφωνητής:    Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.

 Μαρία Νεφέλη: Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε

όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά., θα περνάνε στο

δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιτα-

λιάνικες. 

Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναί-

κες σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους. 

Αντιφωνητής:      Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω,

μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι αση-

μένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά. Θα φάνουν οι δρόμοι

πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι φανταζόμασταν.

Οι ταράτσες με

τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση. 

Και οι λόφοι ένα

γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.

Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές

επάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

 Μαρία Νεφέλη: Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαι-

μονικά του κόσμου τούτου. 

Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την

έχω κυλήσει στο πάτωμα. 

Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και

δεν έμεινε ούτ' ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγ-

ματά μας και να το λησμονήσουμε. 

Ποιος ακούει; Ποιος άκου-

σε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;

Μαρία Νεφέλη: Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. 

Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι

ξέρουν, τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλί-πες.

Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα κι από κολύμπι..

Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές - 

παρασταθείτε μου! 

Αντιφωνητής:    Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα

δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα

κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα

στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!  

Μαρία Νεφέλη:Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα

μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα! 


Μαρία Νεφέλη (Οδυσσέας Ελύτης)

Ο Αντιφωνητής λέει:
Το Εγχειρίδιο
Πέσαν στον ύπνο οι βλάστημοι και να: βρήκε το θάρρος
το φεγγάρι μας να ξεμυτίσει
.

 Μίλησε πάλι το βουνό
ιερές ακατανόητες έλξεις
από φύλλο σε φύλλο
το ελαφάκι του νερού και η κάππαρη.
Με το πλάι σταματημένα και αποκοιμισμένα
τ’ άλογα πανύψηλα
και κάτου ως πέρα η μισή κοιλάδα στ’ άσπρα.
Θάρρος. Τώρα. 

Είναι η στιγμή
να βγεις Θεέ μου από την αφάνεια.
Σε λουτήρες μέσα με πλακάκια λεία ωραίες γυναίκες
γέρνοντας μες στους υδρατμούς
σημειώνουν την απόκλιση: ο πλανήτης φεύγει. 

Θα φανεί το κέλυφος γεμάτο τρύπες
μαύρες και αστραπές και αργά
θα γυρίσει ο άνθρωπος από το μέσα μέρος
εωσότου ολότελα χαθεί.
Θάρρος. Τώρα.
Την ηδονή να σώσω καν Θεέ μου.
Δώσε μου το εγχειρίδιο.
Είναι αγένεια
να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα.
και η Μαρία Νεφέλη:
Κάθε φεγγάρι ομολογεί
Κάθε φεγγάρι ομολογεί και μες στα δέντρα κρύβεται μην
και το καταλάβεις 

έχεις αναστατώσει τόσο τους καιρούς που μήτε ο ίδιος ξέρεις
από πού το μήνυμα θα λάβεις.


Εσύ σαι ο ένας απ’ αυτούς που του ‘δωσαν χαρτί μεγάλο
για να γράψει και δεν έστερξε την πέννα του να πιάσει
που του ‘ρθε η τύχη σαν λακκάκι μες στο μάγουλο και που
δεν είπε μπάρεμ να χαμογελάσει.

Εσύ ‘σαι αυτός που του ριξαν το  δίχτυ μέσα στο λουτρό να
τον σκοτώσουν μα κρατάει μες στο βασίλειο του ακόμη
που σπρώχνει την αγάπη απ’ το παράθυρο κι ύστερα κλαίγεται
και λέει ότι τον αδικούν οι νόμοι.

Κάθε φεγγάρι ομολογεί κι εσύ κάνεις πως τάχα δεν καταλαβαίνεις.
Ξέρεις ότι φορείς τον ήλιο – και ότι πριν εκείνο κατέβει εσύ ανεβαίνεις. 
 
Δίνε δωρεάν το χρόνο
αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια.
 

Ο χαρταετός

 Η Έλλη Λαμπέτη απαγγέλει το ποίημα ο Χαρταετός  από την Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη.  
 Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη
και όταν έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
-δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.

Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την "ανάμνηση τον μέλλοντος"
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία - φοβόμουνα και μου άρεσε-
ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες
σαν όρχεις και να χάνομαι...

Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:
“δεσποινίς” φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι “πάνω άνθρωποι” έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους “κάτω”·είχανε γενειάδες
και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια
“μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.

Ήταν θυμάμαι ” Ή Άννέτα με τα σάνταλα”
” Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης”
το “Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει”
(ναι θυμάμαι και αλλα)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο
το “Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα”
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο
κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

Είμαι από πορσελάνη καί
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση αείποτε μ’ έθρεψε
και αυτό εναπόκειται σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.

Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας
από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα
και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν
-απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.

Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό
πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη)