Σελίδες

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Ένας μικρός, γλυκός Σεπτέμβρης

Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα
θέλει να παίξει ακόμα με τ'άστρα τ' ουρανού
πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές στο νου
πρωτάκι, σχολιαρούδι, του κλέβουν το τραγούδι,
του κλέβουν το τραγούδι...
Ένας γλυκός Σεπτέμβρης στάζει το μέλι του
σωστό παληκαράκι τρυγάει τ' αμπέλι του
στα Σπάτα λινοβάτης, στο Κορωπί γαμπρός
να τρέμουν τα κορίτσια στα βλέφαρά του μπρος
φυσάει ο απηλιώτης, ο ζέφυρος της νιότης
φυσάει ο απηλιώτης...

Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος
καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος
το κόκκινο ραγίζει στα μήλα της Ροδιάς
κίτρινα πέφτουν φύλλα στον κήπο της καρδιάς
Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει,
η νύχτα μεγαλώνει...
Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα
Στίχοι:Hλίας Κατσούλης
Μουσική,ερμηνεία:Παντελής Θαλασσινός

Ποιήματα του Σεπτέμβρη

September Morning by John Worthington

«Ανδρέας Εμπειρίκος: «Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση»

“Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη

βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η

γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους

κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες

των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι

οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών

κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί

όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) ανα-

γαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγε-

λος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε

κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.

Τίποτε μη φοβάσαι.

Έαρ, χειμώνας, θέρος-

όπου κι αν είσαι-

είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-Γιάννης Τόλιας
Από το ανοιχτό παράθυρο
φυσάει μέσα ο Σεπτέμβριος
και σβήνει
το λυχναράκι
του Καλοκαιριού. 

Με τις πρώτες σταγόνες
ανοίγουν τις ομπρέλες τους
οι πυγολαμπίδες
και πλημμυρίζουν
τα μονοπάτια του κήπου. 

Στην ανεμόεσσα κόμη
της λύπης της
ακόμα και το δικό του χάδι
αποδημητικό.

Thomas Benjamin Kennington : Autumn 1900

 (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923,-Κ.Π.Καβάφης)

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —

αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·

όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,

ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,

οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,

τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.


Ο Σεπτέμβρης του 1903-Κ-Π-Καβάφης

Τουλάχιστον με πλάναις ας γελιούμαι τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νοιώθω.
Και ήμουνα τόσαις φοραίς τόσο κοντά,.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίη η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν η επιθυμίαις μου.

Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ' ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι.
BERTOLT BRECHT
Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ Α.
1
Τη μέρα εκείνη, με τη μπλε σεπτεμβριανή σελήνη,
σε μια μικρή δαμασκηνιά αποκάτω, δίχως λέξη
να λέμε, κράταγα στην αγκαλιά μου τη χλωμή μου
αγάπη, κι είταν όνειρο γλυκό – αχ, και να μη φέξει!

Κι απάνω μας, στον όμορφο τον ουρανό του θέρους,
καθόταν ένα σύννεφο που τό ’βλεπα ώρες και ώρες:
λευκό, κατάλευκο, τεράστιο, στον αιθέρα αλλάργα·
μα σαν επήγα να το ξαναδώ, είταν σ’ άλλες χώρες.
2
Από τη μέρα εκείνη και μετά φεγγάρια πλήθος
κολύμπησαν αμίλητα στα πέλαγα τα ουράνια.
Κοπήκαν οι δαμασκηνιές· ξυλεύτηκαν· καήκαν –
κι εσύ όλο με ρωτάς τί απέγινε ο έρωτας. 
Αδράνεια
του νου, σου λέω, με κωλύει να θυμηθώ, κι εν τούτοις
καταλαβαίνω, ναι, καλά τί πας να πεις. 
Αχ, σβήσει
πλέον έχει μέσα μου η όψη της, δεν τη θυμάμαι διόλου·
θυμάμαι, πάντως, πως την είχα τότε, ω ναι, φιλήσει.
3
Αλλά κι εκείνο το φιλί θαν τό ’χα λησμονήσει
από καιρό, αν δεν είτανε παρόν και μας θωρούσε
το συννεφάκι… τότε… που το ξέρω… το θυμάμαι:
λευκό, κατάλευκο, στον ουρανό βραδυπορούσε.

Μπορεί οι δαμασκηνιές να θάλλουν πάντοτε, ν’ ανθίζουν,
κι εκείνη η κοπελλιά ίσως νά ’χει εφτά παιδιά να θρέψει
αυτή την ώρα.
 Αλλά τί λίγο που άνθισε εκεί τότε
το σύννεφο! Και πόσο βιάστηκε ο αέρας να το δρέψει!
“… Γύρισε κι ο Σεπτέμβρης από τις διακοπές.

Τελευταίος.

Με το τελευταίο δρομολόγιο

του κατάφορτου Αυγούστου: τσουμπλέκια

ποδήλατα ψησταριές ψυγεία ονόματα

ξεφούσκωτα κυμάτων αφρολέξ, κελαρύσματα

ορεινών χωριών δεμένα σε πτυσσόμενα πλατάνια.

Και πολλά δέρματα. Τέλεια κατεργασμένα

στον ήλιο. Για εξαγωγή.

Μερικοί ξέχασαν τελείως να γυρίσουν.

Οψόμεθα…”

(Κική Δημουλά, απόσπασμα  από το ποίημα «Λυόμενο»)
Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο και μας χώρισε.
Κι αυτό που δεν προχώρησε
δεν ήμασταν εμείς.

Σεπτέμβριο το λέγανε
το κύμα που μας γνώρισε.
Τι κρίμα που δεν ένοιωσε
κανένανε κανείς.

Χωριστά θα μας βρει ο καινούργιος χειμώνας,
με πουλόβερ καινούργια και παλτά περσινά.
Μια κουρτίνα μπροστά ο καινούργιος χειμώνας
που θα γράφει στην ούγια: “Δυο καρδιές χωριστά'.

Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο θα μετρήσει.
Το αίνιγμα κι η λύση
δεν ήμασταν εμείς.

Σεπτέμβριο τη λέγανε
την πέτρα που δεν κύλησε.
Και πες της πως δεν φίλησε
κανένανε κανείς.

 Από το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη "Το Σκισμένο Ψαθάκι"
.......
Ήταν ένα απομεσήμερο του ΣεπτέμβρηΈνα μοβ απομεσήμερο που τα ηλιοτρόπια ήταν δακρυσμένα, γιατί ο ήλιος τα είχε ξεχάσει και ταξίδευε πίσω από σκούρα σύννεφα
Κουράγιο έλεγα μέσα μου. Μην ιδρώνεις. Την μεριές καλά την πόρτα του. Ακόμα και αν φωνάξεις., θα σε ακούσει. Αφού στο είπε. Στ΄ ορκίστηκε πώς θα σε περιμένει
Φώναξα δυνατά ώσπου βράχνιασα.
Χτύπησα δυνατά ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου
Κανείς....

 Τι όμορφα που είναι τα μοβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη.. Ακόμα και όταν ξέρεις πως αυτός που νόμιζες πως θα σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε.
Lauri Blank | American Romantic Figuritism painter
Art by Lauri Blank
«… Καιροί καλοί σαν μήλα του Σεπτέμβρη
Στους εραστάς πηγαίνουνε τα φρούτα
Των κήπων και των ασπασμών
Της ανδρικής και γυναικείας συσχετίσεως
Πάσης μορφής του έρωτος…»
(Α. Εμπειρίκος, απόσπασμα από το
ποίημα “Επαλήθευσις”)

ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ-(Κική Δημουλά)

Ἄρχισε ψύχρα.

Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη

ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.

Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.

Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,

λόγια, πουλιά,

πλαστογραφία ζωῆς.


Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,

πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες

ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα

κι ὅλα νὰ φεύγουν.


Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.

Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια

ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη

μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.


Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση

κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.

Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.

Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,

ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,

ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.


Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;

Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.

Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:

«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;». 

Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».

Ἄρχισε ψύχρα.

Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.


"Σεπτέμβρη μήνα μου"

Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
 Μουσική: Γιάννης Γκούμας
Ερμηνεία: Πόπη Αστεριάδη

Σεπτέμβρη μήνα μου, βροχή, φωνή μου
νησί που σώπασες, πικρό νερό
όλα τελειώνουνε κάτω απ'τον Ήλιο
όλα αρχίζουνε με τον Καιρό

Σεπτέμβρη, δρόμε μου, νησί, φωτιά μου
πόσα τελειώνουνε μες τον καιρό...
αίμα, που έδωσα πέρα στην άμμο
έρωτα, έσβησες μες το λυγμό

Εδώ γεννήθηκα, κάτω απ' την άμμο
κι εδώ είν' η ώρα μου που θα σε βρω
Αίμα που σ' έχασα στο κύμα πάνω
μέσα στη θάλασσα σ' αναζητώ

Θάλασσα, αίμα μου, πού να μιλήσω
και ήλιε πόνε μου, πού να το πω;
Εδώ γεννήθηκα, κάτω απ' την άμμο
μέσα στην πίκρα μου θ' αναστηθώ.


Art, Helene Beland
''Χάθηκα μές στη ζωή μου''
Λούλα Αναγνωστάκη
Αύγουστος, φώτα στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.
Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.
Με γέλασες και είναι αργά.

Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου, 

χαθηκες μέσα στη βροχή...

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Τα χρώματα στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη

Η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση, η ποίηση ομιλούσα ζωγραφική, αναφέρει ο Πλάτων. 
Η  ρήση  του Πλάτωνα, βρίσκει πλήρη εφαρμογή στο ποιητικό έργο, του Οδυσσέα Ελύτη.
Ζωγράφος  ο ίδιος  γνωρίζει πολύ  καλά την αξία των χρωμάτων  την οποία μεταφέρει  στην ποίησή του, ανοίγοντας  την  ''παλέτα' των λέξεων  σε μία χρωματική πανδαισία, λόγου, εικόνας και χρωμάτων.
Ανεξάντλητα τα εκφραστικά όρια της γλώσσας, αποτυπώνει  το χρώμα των λέξεων, τα παιχνίδια του τοπίου και του φωτός, το μυστικισμό του έρωτα και της ομορφιάς.  

Όσο για τη σχέση ποίησης και ζωγραφικής, ο Ελύτης εξομολογείται το 1992:
  «Από παιδί, έβλεπα την ποίηση συνυφασμένη με τη ζωγραφική. 
Κάτι που για την Ελλάδα είναι λίγο παράξενο.
 […] η αισθητική της ζωγραφικής, επί παραδείγματι, με βοήθησε στη σύνθεση των ποιημάτων και στην ολοκλήρωση μορφών με εικόνες που η μία συναρμόζεται στην άλλη, ακριβώς όπως συνέβη στο φαινόμενο της μοντέρνας ζωγραφικής».

Η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη έχει τη μυρωδιά των ναών και των αγαλμάτων, των κυμάτων και των γαλάζιων της αιγαιοπελαγίτικης θάλασσας, των λευκών των κυκλαδίτικων σπιτιών, των πορφυρών και μοβ χρωμάτων του Βυζαντίου, των γυμνών κοριτσιών και των αγγέλων.
 Αυτά ορίζουν τις εικόνες του, οι οποίες συνοδοιπορούν και συμπληρώνουν το ποιητικό του έργο.
Οδυσσέας Ελύτης, «Ο Λέων της Θαλάσσης», 1987
Πρόκειται για ευφάνταστα κολάζ, τέμπερες και υδατογραφίες, μικρών διαστάσεων, που αναδεικνύουν τη μοναδική καλλιτεχνική υπόσταση και αντανακλούν την αισθητική αντίληψη του μεγάλου ποιητή. 
«Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα).
 Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse»: γράφει ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο (Μυρίσαι το Άριστον XIV).
 Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλάει ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ  για γαλανή ελευθερία του γλάρου, για ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων για μαβιές και για κόκκινες θύμησες, για γαλανό ξύπνημα, για έρωτα άσπρο και γλαυκό, για άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων, για φούρια πράσινη
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
Μου αναλογεί το λευκό
Πρέπει να το καταλάβουμε ότι ο ποιητής π ο ι ε ί.
Εάν θέλει να βγάζει από μαύρο, μαύρο λογαριασμός δικός του.
Αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης που αναλογεί στην ψυχή του.
Εμένα, όπως σας είπα και στην αρχή, μου αναλογεί το λ ε υ κ ό.
Και σας εξομολογούμαι πως η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου.
Αλλά πώς να κάνω αλλιώς;
Σε τι θα ωφελούσε να γίνω ένας απλός αναμεταδότης της ασχήμιας, με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα;
Είναι κάτι που το ξέρουμε και δεν υπάρχει λόγος να το επαναλαμβάνουμε.
 Τουλάχιστον εγώ αποβλέπω στην μεταμόρφωση.

Απάνθισμα  ποιημάτων -Οδυσσέας Ελύτης
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

(1941)
 Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο ‐ Έρωτας

  Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος
  Δίνει στον ορίζοντα Κύματα φεύγουν έρχονται Αφρισμένη απόκριση στʹ αυτιά των κοχυλιών

Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή
Της μέρας
Ήλιος -

  ς'
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει
        στόμα που ανοίγει
Σ' άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα

        έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο

        αγνάντεμα

   XVII
Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη
Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη

Φίλη ξανθή της θάλασσας.



ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ
 Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Γύρω απʹ την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες
Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή.
 ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
 Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τʹ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.

ΕΛΙΓΜΟΣ
Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης
Στʹ αγάλματα της αγωνίας
Στις υγρές σιωπές
Υπάρχει ένα πρόσωπο
Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα...

Η θητεία του καλοκαιριού
Στα πεύκα και στα κύματα
Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός
Με γυμνές ώρες
Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη
Πίνακας, Michael & Inessa Garmash
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ  
 Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τʹ άρωμα των γυακίνθων ‐ Μα πού γύριζες

ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. 
Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απʹ την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα

Νʹ ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θʹ αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου 
 ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)

 "ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ
ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ.
ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ
"


ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά


 ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ
 -Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!


 Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα
Μ' ένα σουγιά στο χέρι
Πάει το ναυτάκι του περιβολιού
Κόβει τα κίτρινα σκοινιά
Λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα


 XIV
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
 ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ


 Ι
ΚΟΚΚΙΝΟ
Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας 
Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού 
Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης 
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα 

II
ΠΡΑΣ1ΝΟ

Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά 
Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου 

Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα
Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα 
Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων.

ΚΙΤΡΙΝΟ
Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές
Φωνές και χρώματα ηχερά
Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε...
Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος
Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν!
Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια...

IV

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ 
Στον Αντρέα Καμπά
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!



 V
ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ
Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό 
απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας 
απ' το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέρι 
Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη 
Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει.


VI
ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ
Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού 
Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες 
Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού 
Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου 
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο 
Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.



 VII
ΜΕΝΕΞΕΛΙ

Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός
Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.



Το Άξιον Εστί (1959)

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Kαι η ώpα η πpώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί  

Εκεί μόνος απίθωσε
κρήνες λευκές μαρμάρινες
μύλους ανέμων
τρούλους ρόδινους μικρούς
και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες  

 Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγους
και σταυρούς θαλάσσης
και λιγνές αμίλητες ανεμώνες
και πιο ψηλά στα χείλη του νερού
πεταλίδες τριανταφυλλιές
 ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡEΣ
γύριζαν όπως οι μέρες
με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου
Δείχτης ήμουν εγώ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος

 ΜΟΝΟΣ κυβέρνησα * τη θλίψη μου
Μόνος αποίκησα * τον εγκαταλειμμένο Μάιο
Μόνος εκόλπωσα * τις ευωδιές
Επάνω στον αγρό * με τις αλκυονίδες
Τάισα τα λουλούδια κίτρινο * βουκόλισα τους λόφους
Επυροβόλησα την ερημιά * με κόκκινο!
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει
αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη
μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα
μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα
 Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ (1971)

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του αλλού πελάγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
το φως το κόκκινο έριξε
''  ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ''
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου. Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες.
 Ολόκληρο ''ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ''-ΕΔΩ  

ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ
Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία του μαύρου. 
Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα.
Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου.

 Ε, τι! Συμπληγάδες όλοι μας περνούμε
Άλλες του κίτρινου στενές κι όλες του κόκκινου κατάμαυρες
Στηθήτω μία Παρθένος κατάστικτη φιλιών η αμώμητος.


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1984)

  Η Πρωτομαγιά 

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:

Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη

ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας

οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά

και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα

ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα

τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες

λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

Θα 'λεγες, έτοιμα όλα τους να παν

στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.

 ΔΕΥΤΕΡΑ. 4 Μ β
Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες στη ζωή μου.
Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η
λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι,
τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω τόσο
πολύ αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτε-
ρικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.


ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ  (1991)-αποσπάσματα
Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης
        οφθαλμού που πρωτο-
Εισέρχεται στον έρωτα και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το
        τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι.
Να με πάτε κει που
        οι άλλοι παν

Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:
Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
Και πως εκείνος την κοιτάζει!
Πως, υστέρα που επάλεψε να βγει
Μέσ' από τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο
        ψηλότερα απ' το έδαφος

Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο!

ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (1995)


Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη
'Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά
Μαζί μώβ άνθύλλια όλα στραμμένα
Δυτικά της λύπης
 ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ


Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου

Εκείνο που εννοώ. Θέλει να 'χε άγριες πείνες άπνοιας

ο Αύγουστος

Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν' αφήνει λίγο αλάτι και

Στον ουρανό ένα μπλε που τ' όνομά του μέσα στα πολλά τ' ακούς

ευώνυμο

Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
να διαβάζεις
ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (1995) 
Ταράσσεται ο των ήχων εύσκιος φυγάς και ας
Εξαναγκάζεται ο Μεσημβρινός να του υπακούει
Τολύπες ρόδινες ο γαλανός καπνός εξαπολύει
Και συγχέονται μνήμη και αγαθό στο ίδιο ύψος
Α σεις πετεινάρια της αφύπνισής μου και των άσπρων αιφνιδιασμών
Αγριοπερίστερα. Όχι εγώ αλλ' εκείνα που αγαπώ με προχωράνε

        από Βενετία
Κόρδοβα σε Αμμόχωστο Αλεξάνδρεια Κάιρον


Πίνακας, 

Michael & Inessa Garmash


ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ (1971)


ΤΩΝ ΒΑΪΩ
Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά κατέ-
βαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου
Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξε-
κούμπωτο
 ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

Τι είναι το κόκκινο χρώμα; Ένα χαστούκι από παπαρούνες...

Από τα πεζά κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη, «Ανοιχτά Χαρτιά».
Θέ μου τί μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!



Όταν ο άγγελος είναι κόκκινος / και νυχοπατάει / στο σφουγγαρισμένο άσπρο / πιστεύοντας στην εσωτερική του φλόγα / κι αερίζοντάς τη στο παράθυρο / είναι που ’χει ερωτευτεί τα εγκόσμια / τόσο πολύ / που αποφεύγει να τα συγκρίνει με τα επάνω./ […] Ο άγγελος / που θα γίνει λουλακής προς το βράδυ / θα τελειώσει το τσιγάρο του / και θα φύγει». («Αγγελικά Ποιήματα», 1978) Πηγή: www.lifo.gr