Σελίδες

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

ΜΟΝΑΞΙΑ-Rilke Reiner-Maria


 Μοναξιά

Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή. Τα βράδια
απ' του πελάγους αναθρώσκει τον καθρέφτη.
από κοιλάδες μακρινές κι από λιβάδια
στον ουρανό ανεβαίνει πάντα, που την έχει.

Κι ύστερα, από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.
Πέφτει την ώρα που το φως πια δεν αντέχει,
όταν τους δρόμους βάφουν πάλι τα σκοτάδια,
κι όταν τα σώματα χωρίζουν λυπημένα
δίχως να βρουν ό,τι ζητούν, μένοντας ξένα.

κι όταν οι άνθρωποι εκείνοι, που μισούνται,
πάλι στο ίδιο στρώμα πέφτουν και κοιμούνται:
τη μοναξιά τη παίρνουν τότε τα ποτάμια...





Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Α-Ταξίδευτες επιθυμίες


Αυτές οι επιθυμίες οι α-ταξίδευτες.
Κάποτε, απο καιρό εις καιρό, όλοι φορτωνόμαστε δυσβάσταχτες επιθυμίες, τις κουβαλάμε στον ανήφορο, μας πάνε, δεν τις πάμε.
Κάποτε κουράζονται κι αυτές, αλλάζουν, αλλάζουμε  κι εμείς.
Κουραζόμαστε να τις περιφέρουμε στους ώμους, χωρίς ποτέ να τολμήσουμε ακόμα κι όταν ξέρουμε πως αυτές οι επιθυμίες οι ανείπωτες, είναι σαν τα κλειδωμένα συρτάρια που όλοι ή σχεδόν όλοι κρύβουμε τα πιο βαθειά μας μυστικά.
Κι όμως, γιατί <αυτές τις επιθυμίες> δεν θελήσαμε να τις φανερώσουμε;.
Και το χειρότερο γιατί δε θελήσαμε να τις κάνουμε πράξη;
Απο φόβο ό,τι μπορεί να πραγματοποιηθούν;
Και τότε ;
 Πρέπει να βρούμε άλλες, έτσι για να έχουμε κάτι απλά να το επιθυμούμε;
Μοιάζει με την ιστορία ενός συγγραφέα, όλη του τη ζωή επιθυμούσε, ονειρευόταν να επισκεφτεί το Παρίσι.
χρόνια και χρόνια το ετοίμαζε αυτό το ταξίδι.
Και όταν στα 75 αποφάσισε να το πραγματοποιήσει, δεν κατέβηκε ποτέ τη σκάλα του αεροπλάνου.
-Τώρα  είπε, τώρα;  Τι θα έχω να ονειρεύομαι;.
Ομως. μη με ρωτήσετε, αν έτσι έπρεπε να κάνει-αλήθεια δεν ξέρω, άλλωστε,  δεν ονειρεύτηκα ποτέ να πάω στο Παρίσι. Αλλες είναι οι δικές μου επιθυμίες, για αλλού φτιάχνω τα καραβάκια μου και τα ρίχνω στο γιαλό.
Και που ξέρετε;
Ισως κάποια μέρα να μπω σ'ένα απ'αυτά για να κάνω το δικό μου ΤΑΞΙΔΙ.Μαρία Λαμπράκη.


   

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

ΕΛΕΝΗ ΑΡΒΕΛΕΡ- ΓΛΩΣΣΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ .

Μάθετε να μιλάτε καλά ελληνικά !

Στην γλώσσα αυτή δικάζει ο Πανταχού 

Παρών.

Ήγγικεν οσονούπω η βασιλεία των 

ουρανών.

Κι εκεί, στου φοβερού κριτήριου τον χώρο,

ίσως δεν βρείτε μεσολαβητή και δικηγόρο,

αφού η Παναγιά μιλάει μονάχα εβραϊκά,

κι ο Παύλος τρέχει και δεν φτάνει, άρον-

άρον,

την υπεράσπιση να κάνει πολυπληθών 

βαρβάρων.

Για τον καθένα οι Άγγελοι, σε απλή 

δημοτική

έγραψαν και κρατούν κιτάπια μ’ έπαινους 

και ψόγους.

Δεν είν’ λοιπόν ανάγκη σοφούς να πείτε 

λόγους.

Η γλώσσα του παππού και της γιαγιάς αρκεί.

Μέμφομαι τον αιώνα, 2001.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Τ΄' απλό παιδί -που εγώ αγαπώ -Ν.Λαπαθιώτης.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiRRNrzoyazs5XEQ-MSIwSedGxFdczsT9M7kplvv9N5_HI3cgBwurTii9yc644WWN1ZJclalYsUh_G4vdTtywTR-zuTxyXwV_ClyvZmnJmmwO_MjtTgwH_hv4kNnfitz6_ZdRJNAFNUB3Q9/s400/%25D0%2592%25D0%25B8%25D0%25BA%25D1%2582%25D0%25BE%25D1%2580+%25D0%2593%25D0%25B0%25D0%25B1%25D1%2580%25D0%25B8%25D1%258D%25D0%25BB%25D1%258C+%25D0%2593%25D0%25B8%25D0%25BB%25D0%25B1%25D0%25B5%25D1%2580%25D1%2582+%25281847-1933%2529%25D0%259C%25D0%25B0%25D0%25BB%25D1%258C%25D1%2587%25D0%25B8%25D0%25BA%25D0%25B8%252C+%25D0%25B8%25D0%25B3%25D1%2580%25D0%25B0%25D1%258E%25D1%2589%25D0%25B8%25D0%25B5+%252C+boys_playing-large.jpgΤο απλό παιδί που εγώ αγαπώ…

Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
– μα ’ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη,
μπορεί ν’ απαντηθεί!

Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
– μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά…

Κι άλλοτε μου ’τυχε ξανά στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
– μ’ αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια μικρή καρδιά…

Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι,
κι αυτό δεν έχει πιο καλό κοστούμι να ντυθεί,
τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί…

Σε πρώτη μορφή γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 1929, ξαναδουλεύτηκε τον Μάιο του 1934 και πήρε οριστική μορφή το καλοκαίρι του 1935. Από επιστολή του ποιητή, προκύπτει ότι ο Πέτρος Χάρης αρνήθηκε να το δημοσιεύσει στη Νέα Εστία «για λόγους ηθικής» αλλά ο ίδιος ο Χάρης αρνήθηκε στον Δικταίο ότι είχε ποτέ απορρίψει Λαπαθιώτη. Πάντως δεν μπήκε ούτε στην έκδοση του 1939 ίσως για το φόβο της λογοκρισίας.

Μελοποιήθηκε πρόσφατα (οι τρεις πρώτες στροφές) από τη Μάρθα Μεναχέμ στο δίσκο «Μικρή ελεγεία». Το πήρα από τις σελίδες της εταιρείας και έκανα αντιπαραβολή με την έκδοση του Ζήτρου. Εδώ μπορείτε να δείτεχειρόγραφο του ποιήματος με αλλεπάλληλες διορθώσεις και παραλλαγές, όπου αναφέρεται ως  χρονολογία οριστικοποίησης της μορφής του ποιήματος το 1935