Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Όταν ανθίζουν πασχαλιές-Ποιήματα

ΠΑΣΧΑΛΙΑ, ΤΟ ΦΥΤΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Η πασχαλιά είναι ίσως ένα από τα λίγα λουλούδια που έχει συνδεθεί τόσο έντονα με την περίοδο του Πάσχα. Κι αυτό δεν το οφείλει μόνο στον όνομα της αλλά και στο γεγονός ότι ανθίζει μία φορά το χρόνο, για είκοσι έως τριάντα μέρες, κοντά στο Πάσχα.
Πρόκειται για ένα λουλούδι σπάνιας ομορφιάς με μεθυστικό άρωμα και λιλά λεπτοκαμωμένα άνθη που δημιουργούν μεγάλες και εντυπωσιακές, κωνικές ταξιανθίες.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΑΣ

Η πασχαλιά λέγετε πως ήταν το δένδρο που πρόσφερε την δροσιά και τον ίσκιο του στην Παναγία και τον Ιωσήφ, όταν εκείνοι όδευαν προς την Αίγυπτο στην προσπάθεια τους να σώσουν τον Χριστό από την δολοφονική μανία του Ηρώδη.

Τότε η Παναγία το ευλόγησε να είναι πάντα φορτωμένο με πανέμορφα, ευωδιαστά άνθη. Σύμφωνα με το μύθο όμως το όνομα του το πήρε λίγο καιρό αργότερα, όταν οι Ιουδαίοι σταύρωσαν τον Χριστό.
Είχε φυτρώσει κοντά στο Γολγοθά και βλέποντας τον Κύριο να σταυρώνεται μαράθηκε, από τον καημό του. Όταν τρεις μέρες μετά ο Ιησούς αναστήθηκε, το δεντράκι ζωντάνεψε για να πάρει κι αυτό μέρος στη μεγάλη χαρά της Ανάστασης.
Τα λουλούδια της Πασχαλιάς έχουν συνδέσει το όνομά τους με το γεγονός ότι ανθίζουν μια φορά το χρόνο, για είκοσι έως τριάντα μέρες, κοντά στο Πάσχα. - See more at: http://www.ftiaxno.gr/2015/04/pasxalia-kalliergeia.html#sthash.tJvF6Rnk.dpuf
PAN AND SYRINX - By Jean François de Troy

  Η Ελληνική μυθολογία μας μιλά για τον νεαρό Πάνα (Pan) — Θεό των δασών και των αγρών. Μια φορά εκείνος συνάντησε την χαριτωμένη, γοητευτική και όμορφη νύμφη Σύριγγα (Syringa) η οποία μιλούσε στην αυγή . 


Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια από πάνω της . Καθώς την ακολούθησε προσπάθησε να της μιλήσει, εκείνη φοβήθηκε και έτρεξε μακριά.  Όταν ο Πάνας προσπάθησε να την ηρεμήσει εκείνη μεταμορφώθηκε  σε καλαμιές των ρηχών νερών   με την βοήθεια της Θεάς 'Αρτεμις.  Ο Πάνας έκοψε μερικές από τις καλαμιές και έφτιαξε τον πρώτο αυλό  του Πάνα.


Το όνομα Syringa προήρθε από το Ελληνικό σύριγξ που σημαίνει “σωλήνας.” Οι βοσκοί   έφτιαχναν  φλάουτα από ξύλο πασχαλιάς . Όποιος ακούει την μουσική από ένα φλάουτο φτιαγμένο από ξύλο πασχαλιάς ποτέ δεν θα ξεχάσει την μελωδία


Tο άρωμα της πασχαλιάς θεωρείται  "μαγικό" στην Κέλτικη παράδοση. Tο άρωμα θεωρείται ότι μεταφέρει τους ανθρώπους στο κόσμο των παραμυθιών και στον υπερφυσικό κόσμο.

Σε πολλές κουλτούρες η πασχαλιά συμβολίζει την αγάπη .
Στην Ελλάδα, τον Λίβανο και την Κύπρο ή πασχαλιά έχει συνδεθεί στενά με το Πάσχα γιατί είναι η εποχή που ανθίζει.


<<Θεέ μου πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές και εσύ. Θεέ μου πρωτομάστορα , μύρισες την ανάσταση.>>Οδυσσέας Ελύτης
Anderson_Sophie_The_Time_Of_The_Lilacs
Η Πασχαλιά στην Ποίηση

Ἡ Λαμπρή-Στέλιος Σπεράντσας

Νἄτην ἡ λαμπρὴ μὲ τὰ λουλούδια.
κόψετε παιδιὰ τὴν πασχαλιὰ
κι ὅλα μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια
τρέξετε ν᾿ ἀλλάξωμε φιλιά.

Σήμαντρα γλυκὰ βαροῦν ἀκόμα
καὶ μοσχοβολοῦν οἱ ἐκκλησιές,
μόσχος τὰ φιλιὰ στὸ κάθε στόμα,
τὰ φιλιὰ τῆς ἄνοιξης δροσιές.

Πᾶμε νὰ στρωθοῦμε στὸ χορτάρι
καὶ τ᾿ ἀρνί μας ψήνεται σιγά.
Καὶ μὲ τῆς Ἀνάστασης τὴ χάρη
φέρτε νὰ τσουγκρίσουμε τ᾿ αὐγά.

(Γ. Σαραντάρης «T’ αηδόνι») απόσπασμα
''το μονοπάτι μυρίζει πασχαλιές
κι είναι το πρόσωπο του ήλιου
μια ελπίδα
που κατεβαίνει
η δική μας χαρά
δεν έχει πίκρα δίχως τον ήλιο
είναι ακόμα ζεστή
όπως τ’ αηδόνι που έρχεται
μαζί μας''

Ρώμος Φιλύρας, Πασχαλιά

Λιλά, και σαν το φραγκοστάφυλο, απαλόχρωμη,
ανθίζεις στην Ανάστασης, το δείλι,
δειλή, μημουαπτική, σεμνή κι ανέγγιχτη
μόλις ονειρευτή, από ένα χείλι.

Ανθίζεις με τα στρογγυλά λουλούδια σου,
σαν αυγουλάκια, κόκκινα και μπλάβα
τονίζοντας, μες στ' άνθη, τα τραγούδια σου,
των τόνων σου, την έβδομην, οχτάβα
Achille Beltrame. Lady with lilac.

Νίκος Μυλόπουλος, Η πασχαλιά

Είδα στον ύπνο μου μια πασχαλιά.
Μπλεχτήκανε τα άνθη της
Απρόσμενα στις σάρκες μου
Τρυφερά με χάιδευε τ' άρωμά της
Σιγά-σιγά άρχισα να φιλώ
Τα νοτισμένα χείλη της.
Την ήθελα τόσο πολύ.
Ώσπου ξύπνησα απ' τα απόνερα
Που κατέβαζε ο δρόμος.
Καθώς ανάπνευσα μου φάνηκε
Πως μύρισα ξανά το άρωμά της.
Άρχισα πάλι να την ψάχνω.

 
Τότε, πρόσεξα ένα πουλί με μάσκα
Να κρατάει στο ράμφος του
Ένα κλωνάρι πασχαλιάς.
Τρέμοντας πλησίασα
Και του 'βγαλα τη μάσκα.

 
Είδα πως ήσουν το πουλί
Και πως στο στόμα σου
Κράταγες τη ζωή μου.
Ταράχτηκα. Κοιμήθηκα.
Είδα στον ύπνο μου μια πασχαλιά...
Από τη συλλογή Παράκτιος πια ο έρωτας (2002)

Στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Καλατζής

Το πρώτο βράδυ που σε πήρα αγκαλιά
θυμάμαι ήτανε γλυκιά πρωτομαγιά


Κι ήσουν ωραία όταν γελούσες
μοσχοβολούσες σαν πασχαλιά


Το άλλο βράδυ στη ζεστή την αμμουδιά
μου είπες λόγια που με βρήκαν στη καρδιά
Τώρα που πέρασε κι αυτή η Πρωτομαγιά
καινούργια όνειρα σε πήραν μακριά

Portrait Oil Painting Girl with Lilacs by Achille Beltrame

Τάσος Λειβαδίτης – Μια γυναίκα(απόσπασμα)

Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
Απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες –α, για να γεννηθείς εσύ
Κι εγώ για να σε συναντήσω
Γι αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
Πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
Ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.

Οδυσσέας Ελύτης-Προσανατολισμοί(1041) 
 Αιθριες(απόσπασμα)
 5
Τα κορίτσια που πάτησαν τα λιγα
Λόγια μεγαλωμένα του 
ήλιου
Γέλασαν! Και ποια κίνηση
Στις άσπρες πασχαλιές
Στις φυλλωσιές που ανίδεες
Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων
Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές

Giovanni Boldini - Italian - A Beauty with Lilacs

- Ὀδυσσέας Ἐλύτης (β)(απόσπασμα)

– Ἂχ μὲ τί βιόλες μὲ τί πασχαλιές
Θὰ κάρφωνα ἔλεος μιὰν εὐχή στὰ στήθια σου
Νὰ ὅριζες ἄλλο ριζικό μου ἐμένα!


Όταν ανθίζουν πασχαλιές -
Στίχοι:  
Σταύρος Κουγιουμτζής
Μουσική:  
Σταύρος Κουγιουμτζής
 Είπες πως θα ‘ρθεις να με βρεις
μα γέρασ’ η καρδιά μου
κι ούτε πουλί φτερούγισε
μέσα στην ερημιά μου

Χελιδονάκι του Μαγιού

πόσο πολύ σου μοιάζω
όταν ανθίζουν πασχαλιές
κι όταν αναστενάζω

Μάνος Χατζιδάκις & Νίκος Γκάτσος, Σερενάτα


Πασχαλιές πριν ξεκινήσεις κόψε
να γίνει ο δρόμος ουρανός
σ΄ αγαπώ και θα στο πω κι απόψε
όταν σημάνει εσπερινός.

Σιγοσβήνει το δειλινό
και σε περιμένω
τ’ αστεράκι το βραδινό
βλέπω στο βουνό.

Πασχαλιές πριν ξεκινήσεις κόψε
να γίνει ο δρόμος ουρανός.

Παλικαράκι παλικαράκι
αχ, δε μπορώ
στο μπαλκονάκι στο μπαλκονάκι
να καρτερώ.

Αν θες μην αργείς.
Αν θες μην αργείς.

Παλικαράκι παλικαράκι
αχ, δε βαστώ
το φεγγαράκι το φεγγαράκι
να ‘ναι σβηστό.

Αν θες μην αργείς.
Αν θες μην αργείς.

Πασχαλιές πριν ξεκινήσεις κόψε

να γίνει ο δρόμος ουρανός.

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Εδώ Πολυτεχνείο-Ποιήματα



Γιάννης Ρίτσος - 16 και 17 Νοέμβρη 1973

Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;

17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Το αγόρι και η πόρτα
Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! - φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι.
Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα-
καλπασμός, - η ιστορία
Να προφτάσουμε.

Γιάννης Ρίτσος

Το σώμα και το αίμα
(Ακόμα μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου)

ΙΙ
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι
Γιώργης Σαράντης
Εδώ Πολυτεχνείο

Τρείς  νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
            λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκρυαγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
                                    Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ’ όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.

ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ
«Εδώ Πολυτεχνείο»
Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!

Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.

Στα παλληκάρια που’ πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...

 Ο εκφωνητή του Πολυτεχνείου Δημήτρης Παπαχρήστου

ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ


Ο εκφωνητής
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη φωνή σου
γενναίο παιδί:
Εδώ Πολυτεχνείο!
Εδώ Πολυτεχνείο!

Σας μιλάει ο σταθμός
των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών
των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων!

Είχες βραχνιάσει να μιλάς με τις ώρες
μα πιο πολύ ήταν το πάθος που ράγιζε
το πυρωμένο μέταλλο της φωνής σου
γεμίζοντας τους αιθέρες μ' ανατριχίλες και δάκρυα.
Κι ο πλανταγμένος λαός συσπειρωμένος
μισός στους δρόμους και μισός στα σπίτια
ρουφούσε λαίμαργα το τραύλισμα της λευτεριάς
που σπαρταρούσε μέσα στο στήθος σου
κι αγωνιούσε και παθαίνονταν κι έκανε
προσευχές, Χριστέ μου, να μη σωπάσεις.
Γιατί χρόνια και χρόνια σ' αυτό τον τόπο
είναι στη μοίρα του ν' ακούει αυτό το τραύλισμα
που δεν προφταίνει να γίνει φωνή
που δεν προφταίνει να γίνει φθόγγος
και μουσική αναστάσιμη.

Γιατί χρόνια και χρόνια
στην κρίσιμη στιγμή
τα δολερά χέρια των τυράννων
υπογράφουν το διάταγμα της σιγής σου.

19 Νοέμβρη 1973
                                                     
Νικηφόρος  Βρεττάκος
Μικρός τύμβος
(17 Νοεμβρίου 1973)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
της Κωστούλας Μητροπούλου
Πίσω απ' τα κάγκελα ελεύθεροι χιλιάδες στο δρόμο περπατάει αργά η φοβέρα,
πίσω απ' τα σίδερα ονειρεύονται μανάδες
παιδιά που έχουνε αλλάξει σε μια μέρα.
Μπροστά απ' τα κάγκελα οι σκλάβοι που φοβούνται
όπλα κρατάνε και ο δρόμος τους ανήκει
πίσω απ' τα κάγκελα φωνές που δε φοβούνται
και μοιάζουν θάλασσα που πλέει ένα καϊκι.
Πίσω απ' τα σίδερα τα μάτια της γενιάς τους
χαμογελάνε σ' ένα φως που ξημερώνει
έξω στο δρόμο η ντροπή κι η παγωνιά τους
βήμα με βήμα την ελπίδα τη σκοτώνει.

Το Πολυτεχνείο δεν είναι η γενιά του Πολυτεχνείου
«Ενθυμούμαι…» – Κώστας Βασιλάκος
Πολυτεχνείο 47η επέτειος της Φοιτητικής εξέγερσης

«Τότε…»
Τότε…
Σφίγγαμε τα χέρια µας πάνω στα κάγκελα ,
γιατί είχαμε τη λευτεριά στο αίµα µας.
Ήταν µαύρος ο ουρανός απ’ τα γεράκια ,
αλλά οι νεανικές καρδιές θέλαν αγάπη ,
θέλαν όμορφα τραγούδια.

Ήμασταν φοιτητές.
Τι κι αν τα δάκτυλά µας λιώσαν στα κάγκελα ,
τι κι αν μείναν οι σάρκες στις ερπύστριες.
Σήμερα είμαι λεύτερος να σου λέω
«σ’ αγαπώ».
Να τραγουδώ την ομορφιά σου, σαν επανάσταση.
Κι αν δεν υπήρχα, θα έφτανε λίγο δάκρυ,
λίγο χώμα να ριζώσει και ν’ ανθίσει η λευτεριά.

Θα ‘ταν κάποιος άλλος να σου λέει «σ’ αγαπώ».
Ίδια τα λουλούδια, ίδιος ο ήλιος ,
ίδιος κι ο σταυρός µε την επιγραφή.
Κώστας Βασιλάκος
( Σκέψεις θραύσματα” / Άνεμος Εκδοτική)
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της 17 Νοεμβρίου 1973:














Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Μαρία Πολυδούρη -Ποιήματα

«Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική».
Αυτή αναγνωρίζει ως απόλυτη χαρά της ζωής της η Μαρία Πολυδούρη σε επιστολή της προς τον αφοσιωμένο φίλο της Βασίλη Γεντέκο τον Οκτώβριο του 1927 από το Παρίσι.
Είναι 25 ετών και γράφει από παιδί.
Αγωνιά για την τύχη του μυθιστορήματος που έχει παραδώσει στον εκδότη Γανιάρη προς έκδοση, αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης και μαθαίνει ραπτική στη σχολή Pigier, αναζητώντας εφόδια για να εργαστεί στη γαλλική λογοτεχνική μητρόπολη.
Ζώντας απερίσκεπτα, με πενιχρά μέσα, στον άγριο χειμώνα του Παρισιού, προσβάλλεται από φυματίωση.

Θα πεθάνει τρία χρόνια αργότερα στην Αθήνα, σε ηλικία 28 ετών, έχοντας εκδώσει στο αναμεταξύ τις ποιητικές συλλογές ''Τρίλλιες που σβήνουν'' (1928) και ''Ηχώ στο χάος'' (1929).
Ηταν ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, ακριβώς όπως προφήτευε στο ποίημά της, «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη», στο περιοδικό Εσπερος της Σύρου, τον Νοέμβριο του 1922, μόλις λίγους μήνες μετά τη λήξη του δεσμού της με τον Κώστα Καρυωτάκη.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ-Μαρία Πολυδούρη

Ζωή, πὼς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους
καὶ τώρα ἀκούω τὸ γέλιο σου παντοῦ σαρκαστικὸ
γιὰ μένα, ποὺ ἀποτόλμησα ψευτοευγενεῖς καὶ τίμιους
μεσ᾿ στὴ γενιά σου, νὰ τοὺς δῶ σὰν ὑποστατικό.
Ἐγὼ ἤμουν ἕνας γνήσιος κι ἄγνωστος τῆς γενιᾶς σου
κ᾿ ἦρθα χωρὶς ἀπαίτηση μ᾿ ὅλους μαζὶ καὶ γώ
κι᾿ οὔτε ποτὲ σοῦ ζήτησα δεῖγμα τῆς συμπονιᾶς σου,
ἀπ᾿ τὰ περίσσια χρέη μου δίκαια ν᾿ ἀπαλλαγῶ.

Μὰ καθὼς ἤμουν κύριος ἄμαθος νὰ δουλεύω
καὶ παιδικὴ γαλήνευεν ἡ δίκαιή μου ψυχή,
ἐκέρδισα τὸ μίσος σου, Ζωή, καὶ τὸ πιστεύω
τώρα ποὺ ἡ δυστυχία μου στὸ γέλιο σου ἀντηχεῖ.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον-Μαρία Πολυδούρη

Τι θέλω πια να δέχομαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτεί
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είναι μοίρα μου κ' είναι και διαλεχτή!

Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ' στων δακρύων την ευχαριστία
κι όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.

Κι ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποιά δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τού'φερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.

Τώρα καμιά, καμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του Άδη.

Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;
 Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.

Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
 Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες-Μαρία Πολυδούρη
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια. 
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρνα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

 (Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928)

[ΚΑΙ ΣΤΑΘΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ...]

 ...........................................................................
Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.

Κοντά σου-Μαρία Πολυδούρη

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.

Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ᾿ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.


Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι᾿ ανύποπτα περνά μέσ᾿ στη  ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκὰ κι᾿ όλα σα χνούδι,

σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ-Μαρία Πολυδούρη

Ἔμεινα, καρτερώντας σε, ὡς ποὺ τὸ ἀστέρι ἐφάνη
τῆς χαραυγῆς ψηλά.
Μὰ ἡ φλόγα τους τὰ δάκριά μου τἄχε ὅλα πιὰ ξεράνει
κι᾿ οὔτε ὁ ψυχρὸς Λυκαβηττὸς μ᾿ ἄκουσε, σιωπηλὰ
καθὼς θρηνοῦσα τὄνειρο πὤσβηνε στὴν καρδιά μου.
Ὤ, τώρα ποὺ σὲ φέρανε οἱ στιγμὲς σιμά μου, πάλι
τ᾿ ἄστρο θὰ καρτερῶ,
γιὰ νὰ τοῦ πῶ, κρατώντας τὸ δάκρι πὤχει προβάλει
στὰ μάτια μου σὰν τὴ χαρὰ θερμὸ καὶ λαμπερό,
 -τον είχα απόψε όλον καημό μέσα στην αγκαλιά μου!

«Ένα βράδυ στο σταθμό» Πολυδούρη

 «Τι θλιβερό πράμμα ο Σταθμός, που μόλις νάχη φύγει το τραίνο.
Ούτε στιγμή, μόλις που εδώ
στις ράγιες του βαριά σταματημένο
και πηγαινόρχονταν γοργά,
ανίδεα γελώντας ταξειδιώτες. Κι όσοι που μείνανε κι αυτοί δεν έχουνε την όψη τους σαν τότες. Η άδεια θέση κ’ η σιωπή μεσ’ στο Σταθμό που τούφυγε το τραίνο.

 Κι αυτοί που μείνανε σκορπούν
κ’ έχουν το βήμα το αποφασισμένο
όσων τη μοίρα ακολουθούν.
Κάθε φορά τους φεύγει κι από κάτι
και κείνοι μένουν στο Σταθμό
λυγίζοντας το θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στα ίδια θαρρετοί
δήθεν κ’ η πλάτη τους κυρτώνει πίσω.

-Καταραμένε χωρισμέ, όμως και σένα απόψε θα αγαπήσω. Γιατί το “χαίρε” ήταν γλυκό καθώς το χέρι σειόταν στον αέρα, απ’ το μαντίλι πιο λευκό κι απ’ τον ανθό, σα φως που έφευγε πέρα, που δεν το είχα δει ποτέ, τόσο γαλήνια ωραίο τ’ όραμά σου.

Καταραμένε χωρισμέ, μου τρέμουν τα χείλη στ’ όνομά σου.»

«Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» Μαρία Πολυδούρη-

  Πηγή-tvxs

 «Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν! Μα τι τους  ενδιαφέρει η φτώχεια κι η αρρώστεια μου; Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» Μαρία Πολυδούρη
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο Τα ποιήματα. Μαρία Πολυδούρη,  σε επιμέλεια της Χριστίνα Ντουνιά. Σελ. 300-312. Εκδόσεις Εστία, 2014

 Μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και την κυκλοφορία της πρώτης της συλλογής Οι τρίλλιες που σβήνουν, η περίπτωση της νεαρής ποιήτριας είχε γίνει θέμα συζήτησης στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας.

Όπως μας πληροφορεί η αδελφή της Βιργινία, «το μικρό δωματιάκι, από θάλαμος μελλοθανάτων, μεταβλήθηκε σε σπουδαστήριο, γραφείο συγγραφής και ανθοστόλιστο σαλόνι υποδοχής φίλων, ποιητών και λογίων».

Εκεί δημιουργεί τον προσωπικό της χώρο, και γράφει σχεδόν το σύνολο του ποιητικού της έργου: «διακόσμησε τους τοίχους  με πορτραίτα ποιητών, Μπωντλαίρ, Πόε, Μπάυρον κ.λ.π., στο κομοδίνο ένα μικρό σκίτσο του Καρυωτάκη...».

Η ισχυρή της προσωπικότητα, η ιδιότυπη ομορφιά και το γνήσιο ταλέντο της, την καθιστούν ένα είδος ερωτικής μούσας. Ο Τερζάκης, ενεργητικό μέλος των νεανικών λογοτεχνικών κινήσεων, και συνδιευθυντής του βραχύβιου περιοδικού Πνοή, στις σελίδες του οποίου φιλοξενούνται ποιήματά της, αναφέρεται ρητά στην έντονη γοητεία που ασκούσε η Πολυδούρη στο τέλος της δύσκολης  δεκαετίας του 1920:

Ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική. Από τους τέσσερις ή πέντε νέους -δεν καλοθυμάμαι- που ξεκινήσαμε νωρίς κείνο το δειλινό να πάμε στη «Σωτηρία», για να κάνουμε επίσκεψη στη Μαρία Πολυδούρη, οι τρεις τουλάχιστον ήταν ερωτευμένοι μαζί της. Θανάσιμα. Ή το πίστευαν.

 Ειδικά μετά την κυκλοφορία της δεύτερης ποιητικής της συλλογής Ηχώ στο χάος, η φήμη της Πολυδούρη είχε τόσο απλωθεί, ώστε όλο και περισσότεροι εκδήλωναν την επιθυμία να τη γνωρίσουν και ανηφόριζαν στη «Σωτηρία» για να την επισκεφτούν.

 Έτσι, εκτός από τον φιλικό κύκλο της ποιήτριας, ένα ετερόκλιτο πλήθος από γνωστά και άγνωστα πρόσωπα περνούσαν, άφηναν λουλούδια και έλεγαν μερικές φράσεις παρηγοριάς σε ένα ιδιότυπο προσκύνημα, που μάλλον της δημιουργούσε αμφίθυμα συναισθήματα.

Πάντως το ενδιαφέρον του πνευματικού κόσμου ήρθε μάλλον αργά και δεν στάθηκε ικανό να συνδράμει την άρρωστη νέα που πάλευε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της μέσα σε συνθήκες πραγματικά αξιοθρήνητες. Ένας από τους διασημότερους επισκέπτες ήταν ο Άγγελος Σικελιανός:
Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη. Ήτανε τους τελευταίους μήνες του 1929 και τους πρώτους του 1930, σ’ ένα από τους πιο ζοφερούς τότε κύκλους της Νεοελληνικής κόλασης, στο φθισιατρείο η «Σωτηρία». 
Της χρωστώ πως δεν μ’ έμπασε από την πόρτα της κοινής εισόδου που την μισάνοιγαν τότε κάποιοι «θαυμαστές» βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο από το φόβο των μικρόβιων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό κλινάρι, μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος.

Ο Σικελιανός  τής χάρισε ένα ποίημα στο οποίο την αποκαλεί «αδελφή» του. Η τρυφερότητα που αισθάνεται για την ποιήτρια, όπως ο ίδιος εξομολογείται, ενισχύεται από τη θύμιση της αδελφής του Πηνελόπης που πέθανε επίσης φυματική.

 Ωστόσο, παρά τη συμπάθεια που εκδηλώνει για την Πολυδούρη  ο Σικελιανός δεν μπόρεσε να βοηθήσει ουσιαστική, καθώς ήταν πολύ απασχολημένος με τη διοργάνωση των δεύτερων Δελφικών εορτών, που πραγματοποιήθηκαν την πρωτομαγιά του 1930, μια μέρα μετά τον θάνατό της.

Γνωρίζουμε επίσης ότι την ίδια περίοδο την επισκέφθηκαν ο Φώτος Πολίτης, που ήταν δάσκαλός της στη σχολή θεάτρου, και η Μαρίκα Κοτοπούλη. Κοντά στην άρρωστη ποιήτρια βρέθηκαν επίσης ο Σωτήρης Σκίπης, ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη (δηλαδή την κριτικό Άλκη Θρύλο) και ο σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης.

Ο Ουράνης δημοσίευσε στο Ελεύθερον Βήμα σε δύο συνέχειες ένα άρθρο με τίτλο «Η ποιήτρια του έρωτα και του θανάτου» συνοδευμένο από τα σκίτσα του Δημητριάδη. Αυτό το κείμενο, γραμμένο από έναν καταξιωμένο και προβεβλημένο ποιητή και κριτικό που επηρέασε σημαντικά την πρόσληψη της ποίησης της Πολυδούρη στο μεταίχμιο των δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών, μετέφερε στο ευρύ κοινό το δράμα της μελλοθάνατης ποιήτριας:
Ένα μικρό φτωχικό δωμάτιο...
Ένα κοινότατο μικροσκοπικό τραπέζι και δυο μονά σιδερένια κρεβάτια, στρωμένα με στρατιωτικές κουβέρτες -αυτό είταν όλο.
Από το ανοιχτό παράθυρο, το χειμωνιάτικο κρύο πάγωνε τους τοίχους, και τα κρεβάτια, και τις πλάκες του δαπέδου. 
Και σ’ ένα από τα δυο κρεβάτια, με τους ώμους ανασηκωμένους από ένα πλήθος μικρών μαξιλαριών, συγυρισμένη για μια αναμονή, μια νέα κόρη, που θα είταν άλλοτε ένα άνθος ομορφιάς, ακίνητη τώρα σε μια βαθειά εξάντληση, μας κοίταζε με δυο μεγάλα μαύρα μάτια που, μέσα στην κέρινη χλωμάδα του προσώπου της έλαμπαν από τον πυρετό σαν δυο κάρβουνα. [...]
 Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έχει ζήσει από πολύ κοντά τους τελευταίους μήνες της αγωνίας της άρρωστης ποιήτριας και γνωρίζει τόσο τον χαρακτήρα της όσο και τις ιδέες της για τη ζωή και το θάνατο.

Όλοι όσοι τη συναναστράφηκαν συνομολογούν στην εικόνα μιας περήφανης προσωπικότητας που απέφευγε τις θρηνωδίες και δεν ζητούσε ελεημοσύνη, είτε υλική είτε συναισθηματική.
 Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους «συντρόφους» της Σωτηρίας, αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την πλευρά στην Πολυδούρη, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της:

- Ω! φίλη Πολυδούρη, ξέρω πως μια τέτοια ώρα τραβηγμένη μακριά απ' τους ανθρώπους, κλεισμένη σ’ ένα θλιβερό σανατόριο έγραψες τους ωραιότερους στίχους σου:

''Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου 

κανείς δε θέλω να τη νιώσει.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε 
χωρίς γι’ αυτό να την πληγώσει.''
Θαρρώ πως βλέπω την περίτρομη κίνηση σου για να κρύψεις «περήφανα και στοργικά» το θησαυρό της καρδιάς σου που δεν μπορούσε κανείς να τον νιώσει.

[ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ...]-Μαρία Πολυδούρη

Πρὶν φύγω γιὰ τὸ μακρινὸ ταξίδι, θὰ περάσω,
διασχίζοντας ἀδιάφορα τῶν δρόμων τὴ βοή,
ἀπὸ τὸν κῆπο ποὺ ἄλλοτε, κάποια ἀπροσδόκητη ὥρα
τὰ μάτια σου μοῦ μίλησαν γιὰ μίαν ὡραία ζωή.

Καὶ λησμονώντας πὼς κ᾿ οἱ δυὸ βγήκαμε γελασμένοι
κ᾿ ἔγινε τὄνειρο φωτιὰ μέσ᾿ στὴν ἀνατολή,
θὰ ἰδῶ τἄνθη ν᾿ ἀνοίγωνται στὸ φῶς καὶ νὰ προσφέρουν
τὴν εὔοσμη ψυχούλα τους στῆς αὔρας τὸ φιλί.

Θὰ ἰδῶ τὰ δέντρα στὴ βαριὰ πρασιὰ ντυμένα πάλι.
Περιπλοκάδες νὰ ρουφοῦν ζωὴ στὰ ταπεινά,
χωρὶς νἆναι λιγότερο χαρούμενες γιὰ τοῦτο
καὶ τἄνθη τους λιγότερο περήφανα κι᾿ ἁγνά.

Καὶ σὰν ἀπὸ ἕνα μάταιο πεῖσμα καὶ ἐγὼ νὰ ζήσω
ὅσα μοὖπαν τὰ μάτια σου στ᾿ ὡραῖο βραδινό,
θὰ ἰδῶ νὰ γέρνης πάνω μου καὶ θἆναι τόσο λαῦρο,
τόσο μεγάλο τὸ φιλὶ σὰν πρῶτο, σὰ στερνό.

Περισσότερα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη/εδώ