Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κική Δημουλά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κική Δημουλά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός


Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.


«Τακτοποιημένη ζωή, άτακτα συναισθήματα. Όλοι έχουμε μέσα μας μια άλλη ζωή η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε».
«Δε με ενδιαφέρει τι θα γίνουν τα ποιήματά μου όταν πεθάνω. Δε με ενδιαφέρει τι θα συμβεί όταν δεν θα ζω. Ο θάνατος είναι απόλυτος. Άμα τελειώνουμε, να τελειώνουμε. Τελεία και παύλα. Όχι αποσιωπητικά. Τα αποσιωπητικά φτάνουν όσο ζούμε. Αν αυτό λέγεται εγωπάθεια, το δέχομαι προθύμως».

 «Έρωτας είναι αυτό που δεν είχες. Το θλιβερό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι ερωτεύτηκαν ενώ δεν έχουν ερωτευτεί ποτέ».
«Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος θέλει κάποιον να τον αγκαλιάσει χωρίς να υπάρξει συνέχεια. Αυτή η στιγμή του αγκαλιάσματος είναι πάρα πολύ μεγάλη στιγμή, περιεκτική. Η αγκαλιά σε παίρνει ολόκληρο και σε προστατεύει. Σχεδόν δεν έχει σχέση με τον σαρκικό έρωτα». (Κική Δημουλά)

Είπε η νύχτα στο φεγγάρι
δώσ’ μου λίγο χρυσαφί
να σπάσω κάπως
το μαύρο που είμαι.
Δεν περισσεύει, αρνήθηκε το φεγγάρι.
Πρώτον έχω να αναδείξω το θέαμά μου.
Μετά να φωταγωγήσω
την Ακρόπολη το Ερεχθείο
τα σοκάκια την απομόνωση
κάποιον έρωτα σβηστό.
Έβαλε τις φωνές η νύχτα
Ε. όχι και να ρίξεις φως στον έρωτα.
Αυτό το σκοτεινό αίσθημα είναι
ο πιο επιμελής μαθητής μου.
Είπε η ρέμβη στο φεγγάρι
δυστυχώς δε θα σε χρειαστώ άλλο
τέρμα οι παραστάσεις.
Μετρημένοι οι θεατές
αν και ήταν ελάχιστο
συμβολικό το εισιτήριο
και όνειρο να δεις πληρώνεις
όσα πλήρωνες
πάντα
κι ας είναι χιλιοπαιγμένο.
Τέρμα, Τι να κάνω;
Να παίξω
δωρεάν για δυο τρεις
τζαμπατζήδες έρωτες;
Δε συμφέρει
εξευτελίζεται το έργο.
Κι όμως κινείται
Σήκω μέρα.
Νίψου έτοιμο το πρωινό σου
σερβιρισμένος ο κόσμος
φρέσκος μόλις τον έκοψαν
από το δέντρο του ύπνου.
Πάρε μαζί σου και τ όνειρό του
για μεσημεριανό σου.
Κράτα λίγο και για το σούρουπο
θα πεινάσεις
θα ναι τα τρόφιμα
κλειστά.
Μόνο συγκράτησε όσο μπορείς
την επιδεικτική φιλάρεσκη εξάπλωσή σου.
Αφού ξέρεις
η πίσω μεριά ενός βουνού
ένα φού να σου κάνει
έσβησες πας.
Η πίσω πλευρά του θέματος
Τι αθώα που βραδιάζει
σα να μην έπονται τα ασυγχώρητα
σα να έσταξε σοκολάτα
μαύρη στο φανταχτερό γενέθλιο
φουστάνι μικρής ημέρας.

Ένας αθώος στην αρχή λεκές
που ένοχα σιγά σιγά
εξαπλώνεται σαν είδηση
ότι τα ορατά υπέκυψαν
στο αόρατο.
Μας περικλείει αυτό μας φοβίζει.

Παρατηρώντας όμως το ένα
και μοναδικό αστέρι να ξεναγεί
τόσο πολυάνθρωπο σκοτάδι
σε ολόκληρο ουρανό απερίφραχτον
δίχως να φοβάται
κάπως ηρεμούμε,

Κι όμως φοβάται.
-παλικαριές με το χάος;-
κι από το φόβο του τρεμοφέγγει έτσι.
«Η παγίδα»: «ακόμα/ ακόμα και τώρα με τόσα/ αξεπέραστα που πέρασα/ ακόμα τις τρέμω τις λέξεις./ Απορώ πώς αφέθηκα./
Μόνες τους όμως/ μόνες τους προσφέρθηκαν/ να χτίσουν/ αυτό που θέλω/ γράφοντάς το να υψωθεί -αν μη/ τι άλλο- σε κάτι άλλο./ (...) Α, θα ’πρεπε θα ’πρεπε/ με τόσο δύσκολη/ φτύνοντας αίμα πείρα/ που έχω εξοικονομήσει/ θα έπρεπε βλέποντας τις λέξεις/ έτσι στο άψε σβήσε/ να χτίζουν μια σιωπή/ εμφανώς μασουλώντας ομιλία/ θα έπρεπε αμέσως να διακρίνω/ ότι μου έστηνε παγίδα/ η τόσο παρορμητική των λέξεων/ προσφορά».
Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός


«Οταν βρέχει / δεν παίρνω ομπρέλα. / Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι / από το ξεκάθαρο. // Οταν δε βρέχει / όσο κι αν ευτυχεί ο ουρανός / όσο κι αν το πιστεύω // ανοίγω την ομπρέλα μου / δεν είναι ξεκάθαρη / καιρική συνθήκη η ευτυχία»Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός 


 Η ατελής προδοσία
 Δέ θυμάμαι άν φεύγοντας μου έδωσες
το σεσημασμένο φιλί.
Είπες μόνο φεύγω για λόγους αναψυχής
αφήνω ανοιχτή την πόρτα της προδοσίας
θα επιστρέψω εξ' ολοκλήρου
αυτό ναι, το θυμάμαι καλά
κεντήθηκε με καυτή βελόνα
τατουάζ ανεξίτηλο στην παρειά μου.

Ξέρεις τι είναι προδοσία;
Η ανάγκη φυγής που κυριεύει
κάθε σώμα
καθηλωμένο στην ίδια κουραστική στάση
όπως είναι η στάση της πίστης
η στάση της αγάπης
μπροστά σ΄ένα παράθυρο αμετακίνητο
με μόνη θέα νύχτα μέρα
καρφωτή στα μάτια
την ανυπόφορη αντηλιά του εαυτού της.
Ξέρεις ποιός είναι ο διαφημιστής
ο αντζέντης της προδοσίας;
Το προδοτικό φιλί.
Εκείνο μεριμνά για τη φήμη της
της κλείνει κερδοφόρα συμβόλαια
με την αθανασία
εκείνο φέρνει γενεές και γεμίζουν
οι οθόνες των αιώνων
γιατί αυτό το φιλί
είναι που διεγείρει
την καταπιεσμένη αγριότητα
προσηλυτίζει το αίμα
στη θρησκεία του θανάτου
εκείνο είναι που
κόβει την ανάσα των θρήνων
κι αν ανασαίνουν ακόμα οι δικοί μου
είναι γιατί θυμάμαι
ότι φεύγοντας άφησες μεν ανοιχτή
την πόρτα της προδοσίας
αλλά το προδοτικό φιλί της
δεν μου το έδωσες.
Γράψε μου σε παρακαλώ
τη διεύθυνσή του.


Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός
-«Λεγόσουν Περιέργεια./ (…) Στα σκοτεινά φιλιούνται / τα αισθήματα από φόβο/ μην μπεις ανάμεσα σε ενωμένα χείλη».


 “Πόσο έχω επιθυμήσει
δεμένη στο ένα έστω φτερό
κάποιου μεγάλου ταξιδιάρικου πουλιού

ξαπλωτή όχι ανάσκελα
γιατί τα υπεράνω μου
όλα σχεδόν τα έχω δει
μπρούμυτα δεμένη στο ένα φτερό
να φωτογραφίσω
αν είναι από το ίδιο υλικό φτιαγμένες
οι σκεπές μας
και συ με ταπεινώνεις, μου λες
ότι κανένα πουλί
με αχρηστευμένο το ένα φτερό του
από το βάρος μου
δε διακινδυνεύει τέτοιο ταξίδι
λάθος κάνεις
έχω πολλές φορές ψηλά πετάξει
στο βάρος μου δεμένη.”
Κική Δημουλά
Τα εύρετρα
εκδ.Ικαρος/2010

 Kική Δημουλά, Άκουσέ με απόσταση
Αν ήμουν δικαιοσύνη
θα σε φυλάκιζα
σε απόσταση αναπνοής.
Έσφαλες να είσαι απροσμέτρητη
βλάπτοντας τη μέγιστη σημασία
της εγγύτητας.
Όσο απλοϊκά κι αν σε μετρήσω
με γνώμονα
την αίσθηση το φόβο την άγνοια
σε πιο αμετακίνητη κι από τη μοίρα
αθροίζεται η επιρροή σου.
Μπροστά σου σαν τίποτα
φαντάζει η αιωνιότητα
και ο Θεός
σαν έμμονη ιδέα του χάους.
Εσύ σε ερημότοπο μετέβαλες
το πολυσύχναστο αγνάντεμα
σε απολωλός
το κάθε δυσδιάκριτο ξωκλήσι.

Όσο για μας
ενώ μας γέννησε
μια πρόθεση να μην απέχουμε πολύ
ο ένας απ’ τον άλλον
στην πλήρη απομάκρυνση μας ώθησες
στην εξορία των χωρισμών καταδικάζοντας
το καθετί που φάνταζε ενωμένο.
Το τέλος μας
γιατί το άφησες τόσο κοντινό;
Kάνεις πως δεν μ’ ακούς.
Έχεις βέβαια άλλοθι τρανταχτό:
την τεράστια απόστασή σου
τη μισάνθρωπη.
Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός, Άκουσέ με απόσταση, σελ. 82, Eκδόσεις Ίκαρος, 2014



Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Πάει κι αυτή η Κυριακή

Πάει κι αυτή η Κυριακή ...
Κάθε Κυριακή κρύβει μέσα της  /τη γεύση του''ανολοκλύρωτου''
Τα όνειρα /που δε ζήσαμε 
Τα λόγια /που δεν ακούσαμε
Οι μουσικές /οι ζωγραφιές κι οι σελίδες /που δεν μας έφτασαν ΠΟΤΕ
Η νύχτα απλώνει σεντόνια δίχτυα 
Εκεχειρία /ανακωχή στ' όνειρο της καινούργιας μέρας 
Μα τα μάτια /θέλουν να βλέπουν /πάντα /θάλασσα
Εκεί ξεδιψά ο πόθος/ για ό,τι δεν υπήρξαμε /παρά μόνο /σε επίπεδο φαντασίας .(M. Λαμπράκη)



Ανυδρο /ερωτικό τοπίο ...
ΑΧ! Ποια όνειρα καίγονται απόψε και πήρε φωτιά η νύχτα; 


Κική Δημουλά, Ανέβα να ξεκρεμάσεις αυτόν τον Πόθο

Φυτολόγια (από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της
 Κικής Δημουλά)

Πήρα διαταγή. Σήμερα που έχεις καιρό, μου ’παν, πάρε τη σκάλα κι ανέβα να ξεκρεμάσεις αυτόν τον πόθο από τους τοίχους, πνίγηκε η είσοδος με δαύτον, τόσα χρόνια θέριεψε, παράγινε πια, μαζεύει και τόση σκόνη.

Κάπως έτσι δόθηκε η διαταγή, κι όσο μίλησε το φυτό άλλο τόσο μίλησα κι εγώ. Είπα μόνο τη λέξη «κρίμα», που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μακρινή, πολύ μακρινή, λυπητερή καμπάνα, την ακούς, λες κάτι πέθανε.
Ανεβαίνω τη σκάλα. Πολύ βαριά η καρδιά μου. Ανησυχώ, ρωτάω, βαστάει η σκάλα; Βαστάει, απαντάνε. Δεν κατάλαβαν.


Αρχίζω την αποκαθήλωση. Το ’φερε η μάνα μου, τόσο δα πριν από αρκετά χρόνια μέσα σ’ ένα μικρό ευτελές γλαστράκι, με δύο όλα-όλα φυτά αναποφάσιστα. Κλειστά. Το λένε «πόθο». Θεώρησαν ως την πιο ακατάλληλη θέση την είσοδο του σπιτιού, κι εκεί το ’βαλαν. 
Σκοτεινά, πληκτικά, ανέβα κατέβα τα ίδια πρόσωπα, πάνω κάτω οι δυσκολίες, πάνω κάτω τα κακονυχτισμένα όνειρα. Και όμως φαίνεται ότι όλα αυτά γίνονται λίπασμα άριστο στο φυτό. Κι αντί να μαραθεί πεισμώνει.
 Πετάει ανόητα φύλλα, καινούργια. Κάθε μέρα και μια αντίσταση, κι ένα τρελό αισιόδοξο φύλλο. Κάθε χαμένη μέρα κι ένα ονειροπαρμένο φυλλαράκι.
Εγώ ανέβα κατέβα. Το βλέπω. Στην αρχή του μιλάω ψυχρά, τυπικά. Του λέω, μπράβο, μπράβο, καλημέρα. Αργότερα ξανοίγομαι περισσότερο. Βάστα, του ψιθυρίζω. Περνάνε τα χρόνια. Άδικα επιμένεις, του λέω, μόλις βλέπω ένα καινούργιο φύλλο.
Είχαμε δω στο κάτω πάτωμα, κάποτε ένα νοικάρη. Αγάπαγε πολύ τα λουλούδια, κι είχε πάρει υπό την προστασία του το μέλλον αυτού του φυτού. Κι είχε αναλάβει να δίνει μια διακοσμητική κατεύθυνση στο κάθε καινούργιο κλωνάρι, βλαστάρι, ξέσπασμα, ούτε ξέρω πώς να το πω.
 Αυτός ήταν που το στήριζε με καρφάκια στους τοίχους, πολύ μερακλίδικες γιρλάντες, το τύλιξε γύρω από τα φώτα, στεφάνωσε την πόρτα, κάδρωσε μέσα σ’ αυτό την κακόκεφη όψη της εισόδου.


Όσες φορές τον έβλεπα ανεβασμένο στη σκάλα να εξαπατά αυτό το πράσινο, να το βάζει σε καινούργιο δήθεν δρόμο, δεν ξέρω γιατί, τον ρωτούσα κάθε φορά την ίδια βλακεία, τι λες κύριε Άγγελε, θα πραγματοποιηθεί; Αυτός πάλι, θες γιατί καταλάβαινε την ερώτησή μου, θες γιατί δεν την καταλάβαινε, απαντούσε κάθε φορά την ίδια ποθητή βλακεία,βεβαιότατα, βεβαιότατα.
Αυτά τα καρφάκια βγάζω τώρα εγώ, αυτό το πολύφυλλο «βεβαιότατα» ξεριζώνω. Κρίμα. Οι τοίχοι σιγά-σιγά ξεφορτώνονται αυτό το πράσινο προσωπείο τους. 
Καιρός ήταν. Γιατί εδώ που τα λέμε τώρα, το να ’χει κανείς τόσα χρόνια τον ίδιο πόθο, και σκόνη πιάνει και αράχνες τον καταπατούν, αφήνω που θεωρείται και μπανάλ.