Σελίδες

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Ο Νοέμβριος στην ποιήση και τη ζωγραφική


Ο Νοέμβριος, ή Νοέμβρης, ή Αεργίτες (ποντιακά), ή Βιέστ (Αρβανίτικα) είναι ο ενδέκατος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και έχει 30 ημέρες.
Το όνομά του προέρχεται από το λατινικό novem = 9 γιατί ήταν ο 9ος  μήνας του ρωμαϊκού νουμιανού ημερολογίου.
Με το Νοέμβρη αντιστοιχεί ο αρχαίος μήνας Νημακτηρίων, ο αρχαίος αιγυπτιακός Αιθήρ και η περίοδος μεταξύ Μπριμέρ Φριμέρ της Γαλλικής επανάστασης.

Οι Ρωμαίοι τον είχαν αφιερώσει στον Ποσειδώνα και γιόρταζαν τα Ποσειδώνια.

Ο λαός τον αποκαλεί Βροχάρη (γιατί πέφτουν πολλές βροχές), Χαμένο (γιατί έχει τις μικρότερες σε διάρκεια ημέρες)

Ανακατεμένο (από τον άστατο καιρό), Σκιγιάτης (σκιά, νύχτα), Κρασομηνάς (επειδή τότε άνοιγαν τα καινούρια κρασιά) Αγιομηνάς (του Αγ. Μηνά), Φιλιππιάτης (του Αγ. Φιλίππου) Αντριάς (του Αγ. Ανδρέα), Αϊ-Ταξιάρχης, Αρχαγγελίτης ή Αρχαγγελιάτης, Αϊ-Στράτης, Αϊ-Στράτηγος και Σποριάς
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Νοέμβρη οργώματα κι ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές». 
               «Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες».               
«Η Πούλια βασιλεύοντας, το μήνυμά της στέλνει.
Ούτε τσοπάνος στα βουνά ούτε ζευγάς στους κάμπους».

                «Άι- Μηνάς εμήνυσε του πάππου του χειμώνα: -Έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ' Άι- Φιλίππου αυτού είμαι».
                «Αν τ' Άη Φιλίππου λείπω, τ' Άγια, των Αγιών δε λείπω».
                «Ο άη- Μηνάς εμήνυσε, πούλια μη ξημερώσει».


                «Ο Νοέμβρης έκλεισε, τα ζευγάρια είν΄ στο στάβλο κι ούτε ζευγάς στον κάμπο».

                «Ο Νοέμβρης σαν θα έλθει τα γομάρια μέσα κλείνει».
                «Οποίος σπείρει τον Νοέμβρη ούτε σπόρο δεν Θα πάρει».

                «Όταν έρθει ο Νοέμβρης σιγομπαίνει ο χειμώνας».
                «Σ' τσι τριάντα, τ' Αγι-Αντριός, αντριεύεται το κρύο».
 
                «Της ελιάς το φύλλο κι αν χαθεί, πάλι θε να ξαναβρεθεί».
                «Τον Οκτώβρη τα κουδούνια, το Νοέμβρη παραμύθια».
                «Του Σαρανταμέρου η μέρα «καλημέρα» - «καλησπέρα».
Γράμμα το Νοέμβριο (Σίλβια Πλαθ)
Αγάπη μου, ο κόσμος
ξαφνικά αλλάζει, αλλάζει χρώμα.
Το φως του δρόμου

ξεχύνεται σκίζοντας τους μακρόστενους
καρπούς του ψυχανθούς εννιά η ώρα το πρωί.
Είναι η Αρκτική.

Αυτός ο μικρός ο μαύρος

κύκλος, με την  καστανόξανθη μεταξένια χλόη του – μαλλιά
      μωρού.
Υπάρχει στον αέρα ένα πράσινο,
απαλό, απολαυστικό.
που με θάλπει τρυφερά.

Είμαι ξαναμμένη και ζεστή.

Νομίζω πως είμαι τεράστια,
είμαι τόσο βλακωδώς ευτυχισμένη,
οι γαλότσες μου
πλατσουρίζουν  και πλατσουρίζουν βαθιά μέσα στο όμορφο κόκκινο.
[…………………………………………………..]

Ω αγάπη μου, ω άσπιλε.

Κανείς εκτός από μένα
δεν περπατά σε τούτο τον υγρότοπο μέχρι το κόκαλο βρεγμένος.
Τα αναντικατάστατα
χρυσαφιά ματώνουν και βαθαίνουν, τα στόματα των Θερμοπυ-
        λών.
(Σίλβια Πλαθ, Ποιήματα, εκδ. Κέδρος)

Letter In November - Poem by Sylvia Plath

Love, the world
Suddenly turns, turns color. The streetlight
Splits through the rat's tail
Pods of the laburnum at nine in the morning.
It is the Arctic,

This little black

Circle, with its tawn silk grasses -- babies hair.
There is a green in the air,
Soft, delectable.
It cushions me lovingly.

I am flushed and warm.

I think I may be enormous,
I am so stupidly happy,
My Wellingtons
Squelching and squelching through the beautiful red.

This is my property.

Two times a day
I pace it, sniffing
The barbarous holly with its viridian
Scallops, pure iron,

And the wall of the odd corpses.

I love them.
I love them like history.
The apples are golden,
Imagine it ---

My seventy trees

Holding their gold-ruddy balls
In a thick gray death-soup,
Their million
Gold leaves metal and breathless.

O love, O celibate.

Nobody but me
Walks the waist high wet.
The irreplaceable
Golds bleed and deepen, the mouths of Thermopylae.
  Άνεμος του Νοεμβρίου – Τάσος Λειβαδίτης-

''τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν.

Τάσος Λειβαδίτης ''τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''

Διαβάστε εδώ
Η δόξα των ανέμων – Μάνος Ελευθερίου
Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων –
γυαλί σπασμένο το κορμί σου καταγής.
Ντυμένη θαύματα στη δόξα των ανέμων
τον αιματόφυρτο καιρό αιμορραγείς.

Οχτώ Νοέμβρη πια ποτέ δε θα ξανάρθει
σαν θεατρίνα που έχει σβήσει αλκοολική
κι ένα παιδί που μεγαλώνει μες στη στάχτη
θα διδαχτεί απ’ τους θεούς τη μαντική.

Μες στα νεκρά τα καφενεία πέφτει χιόνι
κι έξω περνάει μια κηδεία της συμφοράς.
Των αισθημάτων λάμπει πάντοτε το αφιόνι
σ’ ένα κουτί μέσα κλεισμένο ζαφοράς.

Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις το σκοτάδι
σαν ένα σώμα, στην αρχή συλλαβιστά.
Να κατακτήσεις και το μπλέ που είναι στον Άδη.
Να ιδρώνουν θάνατο οι χορδές και τα πνευστά.

Σ’ ένα δωμάτιο τρεις γιατροί συλλογισμένοι
πίνουν θανάτους μιας ζωής πριν μ’ αρνηθεί.
Και συνεχώς με ψηλαφίζουν σαστισμένοι
γιατί το μέλλον μου λυσσάει για να σωθεί.

Παλιά φεγγάρια της αγάπης τα μπακίρια.
Πλεχτές κουβέρτες με τοπάζι και χρυσό.
Μυρίζουν κίτρινο και δάφνη τα σανίδια
και πίνω αρώματα και οινόπνευμα να ζω.

Μες στις βελόνες του ένας ράφτης καρφωμένος –
διαμάντια το αίμα του, καρφίτσες και κλωστές.
Ένα παλτό μεταποιεί σαν μαγεμένος
να το φορέσουν των ανέμων εραστές.

Οχτώ Νοέμβρη και το σπίτι ταξιδεύει
σ’ ενός σουλτάνου τις αυλές ψηφιδωτό.
Του σώματός μας τα κρυφά και τα ερέβη
μόνο της τέχνης μας φυλούν την κιβωτό.

Ποιμένες άγγελοι στα μωβ των αθανάτων
πενθούν και ψάλλουν τη μεσίστια ζωή.
Κι εγώ στο έλεος πενθώ των αοράτων
και των προβάτων που πηγαίνουν για σφαγή.

Απόψε τίποτα δεν έχεις να δηλώσεις.
Η νομιμότητά σου εξωπραγματική.
Αρκεί σαν γράμμα τη ζωή σου να διπλώσεις
κι ύστερα παίζεις κοπτική και ραπτική.

Οχτώ Νοέμβρη. Εορτή των Αρχαγγέλων.
Των Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών.
Δεν έχει νόημα πως κάψαμε το μέλλον.
Το κέρδος μένει και σωμάτων και ψυχών.

Κι όπως τις ροζ τις εποχές των χρυσανθέμων
πλανόδιοι θίασοι πουλούσαν μαγικά
έτσι κι εσύ μέσα στη δόξα των ανέμων
τα αινίγματά σου αθροίζεις με μηδενικά.


Η Πόρτα της Πηνελόπης, 2003
Οκτάβιο Παζ, «Μετ’ επιστροφής»
 
“Λασπωμένος Νοέμβρης,
πέτρες λερές και οστά που μαυρίσαν
απροσδιόριστα χτίρια.
 
Από καμάρες πέρασα και γέφυρες διαβήκα,
ήμουν γεμάτος ζωή και αυτήν εζητούσα.
 
Στη σάλα της σελήνης
αιμορραγεί το φως. Άνθρωποι ψάρια
ανταλλάσσουν ψυχρούς στοχασμούς.
 
Ήμουν ζωή γεμάτος και αντίκρισα
φαντάσματα πολλά,
όλα με σάρκες και οστά κι άπληστα όλα.
 
Πύργος τοπάζι και αίμα,
μαύρες πλεξούδες και στήθη κεχριμπάρι,
η υπόγεια δέσποινα.
 
Τίγρη, δαμάλα, χταπόδι, φλογισμένος κισσός:
μου έκαψε τα κόκαλα μου ρούφηξε το αίμα.
 
Κρεβάτι, πλανήτης πεθαμένος
οφθαλμαπάτη η νύχτα και το σώμα,
κι η δέσποινα, μία στήλη από αλάτι.
 
Να φας το λείψανό μου, ήλιε του οροπεδίου:
ήμουνα ζωντανός και πήγαινα το θάνατο γυρεύοντας.”
 
(Οκτάβιο Παζ.\, Η πέτρα του ήλιου κι άλλα ποιήματα, Ίκαρος)
 
F. G. Lorca, «Νοέμβρης»
Όλα τα μάτια/ ήταν ανοιχτά
κατάντικρυ στη μοναξιά/ με δάκρυα ξεπλυμένη.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Τα πράσινα κυπαρίσσια/ φύλαγαν την ψυχή τους
ζαρωμένη απ’ τον άνεμο/ και οι λέξεις ίδιες κλαδευτήρια
θέριζαν την ψυχή των λουκλουδιών.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Ο ουρανός μαραίνονταν.
Ω βραδινό, σκλάβε των νεφελών,
σφίγγα τυφλή!/ Οβελίσκοι και καμινάδες
φτιάχνανε πομπές από σαπουνόφουσκες.

Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Οι ρυθμοί καμπυλώναν,/ και καμπύλωνε ο αγέρας.
Πολεμιστές από καταχνιά
φτιάχνανε με τα δέντρα/ καταπέλτες.
Ντριγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Ω βραδινό,/ βραδινό του παλιού φιλιού μου,
μακρινή του ίσκιου μου τυραννική ιδέα,
δίχως καμιά χρυσή αχτίδα!

Κασκαμπέλι απατηλό.
Βραδινό σωριασμένο/ σε πυρές σιωπής.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ.
( Φ. Γκ. Λόρκα, Ποιητικά άπαντα, τ. α’, Εκάτη)
Κική Δημουλά, [Αδιατάρακτος Νοέμβρης]
 […] Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης
με σημαίες παντού χθεσινής βροχής
παραδομένα στη γύμνια τα δέντρα –
δυο τρία φύλλα μόνον εστασίαζαν υπάρχοντας.

Το στρογγυλό λιβάδι σαν περιβραχιόνιο
στην ελεύθερη εξάπλωση της φύσης
και πάλι έσκυβα να πιω μέσα από την ίδια ακινησία
που έπιναν σκυμμένα εκείνα τα μουλάρια.

Αστραφτερή η διάταξη του ήλιου
πάνω στο τρίχωμά τους
δεμένη χαλαρά σε ζουζουνιού κορμό
για να μη φύγει. […]
(απόσπασμα από το ποίημα «Ατροφικό ένστικτο»,
Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)

November - Poem by Thomas Hood

No sun - no moon! 

No morn - no noon - 

No dawn - no dusk - no proper time of day. 

No warmth, no cheerfulness, no healthful ease, 

No comfortable feel in any member - 

No shade, no shine, no butterflies, no bees, 

No fruits, no flowers, no leaves, no birds! - 



The month of November in paintings

John Ottis Adams Blue and Gold