Σελίδες

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

To κελάδημα της Τσίχλας -Κώστας Βάρναλης

Κώστας Βάρναλης
«Γεννήθηκα στον Πύργο της Βουλγαρίας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 24) δηλώνει ο ίδιος ο Βάρναλης σε μια απόπειρα αυτοβιογραφίας υπογραμμίζοντας εξ αρχής ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του: την ιδιότητα του Έλληνα της διασποράς. 
Αναθρεμμένος με το ιδανικό της Μεγάλης Ιδέας σε ένα περιβάλλον, που -αν και «δίνει την εντύπωση ελληνικής πολιτείας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 27)- αποτελεί επισήμως από το 1886 βουλγαρικό έδαφος, ζει από τα παιδικά του χρόνια, από απόσταση αλλά με αδιάκοπη πατριωτική έξαψη, τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως η ήττα του '97. 
Η Ελλάδα γίνεται η «χώρα των ονείρων του» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 57). Η φοίτησή του στα «Ζαρίφεια Διδασκαλεία» στη Φιλιππούπολη, από το 1898 και για τέσσερα χρόνια, γίνεται υπό την πίεση της οικογένειάς του να «εκμεταλλευτεί» επαγγελματικά την κλίση του στα γράμματα και σημαίνει το τέλος των δικών του παιδικών επαγγελματικών σχεδίων: να γίνει ράφτης. 
Δουλεύει ήδη ως δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου όταν, το 1902, μια υποτροφία για σπουδές φιλολογίας του επιτρέπει να έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου διαπιστώνει ότι «το άσοφο και ανιστόρητο πλήθος των "ιθαγενών" της Ελλάδος μας θεωρούσε εμάς τους Έλληνες της Βουλγαρίας για Βουλγάρους! Άει πήγαινε να βρεις άκρη!» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 25).
Για τη ζωή και το έργο του Κ.Βάρναλη, εδώ 

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

«Ἡ πεῖρα τῆς κοινωνικῆς θεωρίας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀγωγή, μαζὶ μὲ μία ἐκτάκτως λεπτὴ ἕλξη πρὸς τὸ αἰσθητικὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὸ καλλιτεχνικὸ ὡραῖο, ποὺ ρέει στὸ αἷμα του, διαμόρφωσαν ἕνα προσωπικὸ καὶ φιλοσοφημένο λογοτεχνικὸ χαρακτῆρα, -ποὺ συγκέντρωσε τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ στὸν τόπο μας τῆς ἀριστερῆς τέχνης».
Πηγή
 Ilya Yefimovich Repin (Russian painter)

Τσίχλα την παρανομιάζανε στο χωριό την Αννούλα. Κι έζησε και πέθανε τσίχλα.
 Ήτανε μιας μπουκιάς ανθρωπάκι. Αδύνατη, με ψιλά κανιά, δίχως βάρος, πετούμενη. Δεν περπατούσε — πήδαγε κ έτρεχε.

Αλλά για ποιο χωριό μιλάμε;

Για έν’ από κείνα τα βουνίσια, που σκαρφαλώνουνε στην πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους.

Μια ρεματιά στην κατηφοριά με τις κόκκινες ροδοδάφνες και μια γιδόστρατα, που φέρνει μες από το δάσος των πεύκων στην κορφή του βουνού. 
Τόσο απόμερο, ξεχασμένο χωριό, που σχεδόν είχε κι αυτό ξεχάσει τ’ όνομά του.

Δεν του χρειαζότανε, λες και του ’πεφτε βάρος.
Αλλ’ όσο τους λείπουνε των μικρών αφτών χωριών πολιτισμός, φροντίδα και χορτασιά, τόσο τους περισσεύ’ η ψυχή. Ψυχή του λαού.
 Είμαστε στον τελεφταίο χρόνο της Κατοχής.
Το χωριό, που λέμε, βρισκότανε στα σύνορα των δυο Ελλάδων: της λεύτερης και της συνεργαζόμενης. Αλλά προς τα εδώ.

Ένα γερμανικό φυλάκιο προσπαθούσε με τους ναζήδες τους δικούς του και τους τσολιάδες τους «δικούς μας» να μποδίζει τη λευτεριά να κατέβει απ’ την κορφή του βουνού προς τα κάτου - στον κάμπο.
 Γιατί κει ψηλά στην κορφή του βουνού είχανε φωλιάσ’ οι αγωνιστές του έθνους κι ετοιμάζανε «καλά Χριστούγεννα» για τους εχθρούς.

Με την απελευθερωτικήν επιτροπή του χωριού είχανε συχνήν επαφή. Αλλά πώς; Μέσον της Τσίχλας. Ήτανε κόρη μιας φτωχιάς χηρευάμενης του χωριού, που ο άντρας της σκοτώθηκε στην Αλβανία. 
Οχτώ με δέκα χρονών η Τσίχλα. Μα γεμάτη φωνή, ξυπνάδα και μίσος εναντίον των εχθρών. Και σβέλτη και μπασμένη στη ζωή — σαν ώριμο πλάσμα — κι αδείλιαστη.
Καλός καιρός στα τέλη του Δεκέμβρη. Ήλιος και στέγνη — μα και κρύο τσουχτερό.

Η Τσίχλα μαζί μ’ άλλα παιδιά (τα σκολειά κλεισμένα!) βγαίναν έξω απ’ το χωριό σ’ ένα πλάτωμα προς το ρέμα και παίζανε μπροστά στα μάτια των Γερμανών και των τσολιάδων.

Παίζανε τόπι.

Η Τσίχλα, πάνου στο φούντωμα του παιχνιδιού, τίναζε το τόπι όσο μπορούσε μακρύτερα προς το ρέμα κι ύστερις έτρεχε, όσο μπορούσε πιότερο, να το φτάσει.

Το τόπι κυλούσε κάτου στη ρεματιά κι η Τσίχλα κυλούσε κι αυτή.

Όχι πολύ ψηλά, μέσα στο δάσος την περιμένανε κατά το μεσημέρι, κάθε μέρα δυο αντάρτες.
 Τους έδινε το μήνυμα γραμμένο ή στοματικά της Επιτροπής και ξαναγυρνούσε πίσου λαχανιασμένη (για να μην αργήσει) με το τόπι στα χέρια!

Αλλ’ αυτό το ταχτικό χάσιμο της Τσίχλας μέσα στο δάσος πονήρεψε τους «εχθρούς» ξένους και δικούς.
— Πρέπει να ιδούμε τι τρέχει, με τρόπο –γιατί το μωρό είναι πολύ πονηρό...

Αλλά δε χρειάστηκε τρόπος. 
Ο πρόεδρος του χωριού, δεξί χέρι των Ναζήδων, έκανε την τελευταία του υπηρεσία «προς την πατρίδα». Τους πληροφόρησε τι συμβαίνει.

Όταν την άλλη μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, η Τσίχλα ξανάκανε το «παιχνίδι» της, τρέξανε πίσω από το τόπι ναζήδες και «δικοί», σταματήσανε το τόπι τη σταματήσανε κι αυτήνε. Και την ψάξανε.
Βρήκανε χωμένο μέσα στα μαλλιά της ένα χαρτάκι.
— Έλα δω, πουλάκι μου, τη ρώτησε o πρόεδρος. Ποιος σου το ’δωσε τούτο;
— Μόνη μου το ’γραψα.
— Και τι ξέρεις εσύ από τέτοια πράματα;
— Όλοι μας ξέρουμε.
— Και τι άλλο «παιχνίδι» ξέρεις;
— Όλα. Και να τρέχω. Και να πηδώ. Και να τραγουδώ. Να σκαρφαλώνω στα δέντρα να καρπολογώ και να πιάνω πουλάκια στις φωλιές τους.
— Για σκαρφάλωσε σ’ αυτήνε την ελιά να σε ιδούμε; Η Τσίχλα βρέθηκε σ’ ένα λεπτό πάνω στο δέντρο.
— Ξέρεις, είπες, να τραγουδάς. Για πες μας κανένα «σκοπό» ν’ ακούσουμε; Ό,τι σου αρέσει.
Κι’ η Τσίχλα με λαγαρή παιδιάστικη φωνή κελάηδησε.
— «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά...» (Αυτό το τραγούδι ήτανε τότες το πιο συνηθισμένο τραγούδι των σκλαβωμένων Ελλήνων).

Μπαμ!, μπαμ!, μπαμ!...

Οι Γερμαναράδες κι οι τσολιάδες τη βάλανε στο σημάδι και τη σκοτώσανε σαν πουλί. Και το πουλί σωριάστηκε χάμου, μιας φούχτας σώμα κι απέραντη ψυχή.
 Η ψυχή όλης της Ελλάδας.

Περασμένα μεσάνυχτα, την ώρα που οι καμπάνες διαλαλούσανε τη γέννηση του «Σωτήρος», πέσανε ξαφνικά στο χωριό οι αντάρτες — και ναζήδες και «δικοί» κι ο πρόεδρος πλήρωσαν με τη ζωή τους το άναντρό τους έγκλημα.
Κ’ ύστερα;
Ύστερα από ένα χρόνο η «Ελευθερία» είχε κυνηγηθεί στεριάς και πελάου απ όλην την Ελλάδα. Αλλά κάθε Χριστούγεννα, μετά τα μεσάνυχτα, οι χαρούμενοι αντίλαλοι της καμπάνας δεν μπορούν να πνίξουνε το θλιβερό κελάηδημα της Τσίχλας και το κλάμα της Πατρίδας...  http://itzikas.files.wordpress.com/2012/05/image005178.jpg



Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Μάνος Κατράκης - ''Εγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός.''

«Η ζωή, αχ η ζωή! Πάρε λίγο φως από τον ήλιο, λίγα λουλούδια, λίγα κελαηδήματα πουλιών, κάτι από το ποταμάκι που τρέχει, κάτι από την αγάπη, βαλ’ τα όλα μαζί και τότε θα δεις τι όμορφη που είναι η ζωή...», Μάνος Κατράκης.
Το Μάρτη του 1981 διοργανώνεται στο Παρίσι τιμητική εκδήλωση από τον σκηνοθέτη Γιάννη Ιορδανίδη.
Στην εναρκτήρια βραδιά της εκδήλωσης ο Μάνος Κατράκης απευθύνεται στους παρευρισκόμενους με τη γλώσσα της καρδιάς όπως έκανε πάντα:


«Και να γνώριζα τη γλώσσα του Ρακίνα και του Μολιέρου πάλι θα σας μίλαγα ελληνικά.
Δεν θέλω τίποτα να ψευτίσει τη συγκίνησή μου και την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που μου κάνετε. Γι' αυτό χρησιμοποιώ τις λέξεις της γλώσσας μου που ταυτίζονται με την ψυχή μου.
Είναι λέξεις που κρύβουν μέσα τους την καθαρότητα του ελληνικού ουρανού και του ασίγαστου πόντου. Εσείς τιμάτε τα 50 χρόνια της καλλιτεχνικής μου δραστηριότητας.

Σας ευχαριστώ. Εγώ όμως θέλω να σας πω ποιος είμαι. Θέλω να με γνωρίσετε σωστά. Θέλω να σας πω πως γεννήθηκα στην Κρήτη.
Μεγάλωσα ξυπόλητο παιδί στις αμμουδιές της πατρίδας μου, που έβαζα στ' αυτιά μου τα κοχύλια της θάλασσας να ακούσω τη βουή του ωκεανού.
Δεν ήξερα να αποζητώ την ομορφιά, μα η ομορφιά ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μου. Δεν ήξερα να αποζητώ τη λεβεντιά.

Μα η λεβεντιά με συνέπαιρνε μέσα μου από τις ιστορίες του παππού μου. Αφήστε να παινέψω την πατρίδα μου.
Το αξίζει.
Εγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ηθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβαν τα μπράτσα μου και η ψυχή μου»...

Πηγή http://www.rizospastis.gr/story.do?id=2469208
Ο Μάνος Κατράκης με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Χαρίλαο Φλωράκη
Δον Κιχώτης (1973)-Μάνος Κατράκης (Δον Κιχώτης), Μαρία Σκούντζου (Μαριτόρνα (Δουλτσινέα)

«Εμάς τότε το περιβάλλον μας διαμόρφωσε αλλιώς. Μας έμαθε ότι το Θέατρο δεν είναι απλά ένα επάγγελμα αλλά, ένα κοινωνικό λειτούργημα, ένα Λαϊκό Πανεπιστήμιο.
Σ' αυτό δεν μαθαίνουν μόνο όσοι έρχονται να το παρακολουθήσουν αλλά, και οι Ηθοποιοί.
Εκεί πάνω στο σανίδι, πίσω από τη σκηνή, μαθαίνεις να είσαι Ηθοποιός. 
Εκεί πάνω συντελείται ο καθημερινός σου Αγώνας, εκεί δίνεις τις εξετάσεις σου. Εκεί συμπυκνώνεται το πάθος σου για το Θέατρο, η ανησυχία σου, το μεράκι σου.
Αλίμονο στον ηθοποιό, που θα πάψει ν΄ ανησυχεί για το ρόλο του, έστω κι αν τον παίζει δυο χρόνια συνέχεια. Εγώ δεν ησυχάζω ποτέ. Μέσα μου, υπάρχει πάντα το μικρόβιο της Αναζήτησης»(Μάνος Κατράκης)
Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν....

«(…) Σε λίγα λόγια, γροίκα μου, φουκρού καλά ίντα λέγω:
εγώ δε δίδω πείραξην, ουδέ μαλιές γυρεύγω, αμ΄ όποιος κι ά με πείραξεν, εκείνος με κατέχει:
μα καυχησά το στόμα μου και ψόματα δεν έχει: και τιμημένα τα βαστώ ως τώρα τα΄ άρματά μου κι ολπίζω κι αποδά κι ομπρός ντροπή να μη μου κάμου.
Πούρι ά σ΄ αρέση το σπαθί και θέλης να το πάρης, να το νικήσης πάσκισε, πεζός γη καβαλάρης:
κ΄ εγώ δεν εφοβήθηκα ποτέ άθρωπο κανένα (μ΄ όλον οπού ΄μαι ανήμπορος) και δε δειλιώ ουδ΄ εσένα.(…)»


Το 1932, ένας νεαρός από το Καστέλι Κίσσαμου, της Κρήτης, πρόφερε αυτούς τους λεβέντικους στίχους, υποδυόμενος έναν από τους πρώτους του ρόλους στο θέατρο: τον Κρητικό Χαρίδημο, στον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Και ο άνθρωπος και καλλιτέχνης που έγινε αυτός ο νεαρός, σε μια μακρόχρονη πορεία στο θέατρο και στον αγώνα κράτησε πάντα τιμημένα τα δικά του άρματα.
Ο Μάνος Κατράκης, με το πέρασμά του από τη ζωή και την τέχνη, δημιούργησε ιστορία.
«Ποίησε ήθος» πάνω στο θεατρικό σανίδι, αλλά και πάνω στον ιερό βράχο της Μακρονήσου.
Αυτός, ο μέγιστος των ελλήνων ηθοποιών (ανάμεσα στους κορυφαίους ήδη πριν από το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο) απολύθηκε για τις ιδέες και τη δράση του από το Εθνικό Θέατρο.
Μέλος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, τόσο στην Εθνική Αντίσταση, όσο και στον εμφύλιο.
Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και στον Αη – Στράτη, μέχρι το 1952.


Ο Μάνος Κατράκης, στην Μακρόνησο
Αδάμαστος και ευαίσθητος

Η βιογραφία του αρχίζει από τα γεννητούρια και τα παιδικά του χρόνια στο Καστέλι Κισσάμου, όπου ξαναγύριζε όποτε μπορούσε για να ξαναθυμηθεί τον έμπορο πατέρα του, Χαράλαμπο Κατράκη, από τον οποίο ορφάνεψε νωρίς, τα άλλα τέσσερα αδέρφια του και την κυρα - Ειρήνη, τη μάνα του, που τη λάτρευε και της έμοιαζε πολύ στο πρόσωπο, στον πεισματικό χαρακτήρα και στην αδάμαστη ψυχή.
Ας θυμίσουμε έναν, καταγραμμένο, σχεδόν δύο δεκαετίες πριν στο «Ρ», διάλογό του με τη μάνα του, ως δείγμα του χαρακτήρα και των δυο,
Η κυρα - Ειρήνη, όπως όλες οι μανάδες των κρατουμένων αγωνιστών, υπέφερε με τον εγκλεισμό του παιδιού της.
Σε μια συνάντησή τους στην εξορία, ο Κατράκης δοκίμασε την ψυχική αντοχή της μάνας του:
-«Τι είναι Μανόλη;»
-«Θες να 'ρθω στο σπίτι, μάνα;»
-«Πώς θα 'ρθεις;»
-«Ε... θα υπογράψω και θα 'ρθω»
- «Ιντα να υπογράψεις;»
-«Δήλωση»
-«Ιντα δήλωση;»
-«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι...»
-«Και δεν είσαι;»
-«Είμαι»
-«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις...».


http://www.kar.org.gr
Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.

Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή.
Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της. Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του '21.

Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη.

Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.
Πλήρη αναφορά στον Μάνο Κατράκη /εδώ
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/173#ixzz3Qmu57RHY


«Στ' ακροθαλάσσι του Αϊ - Στράτη/ κρυφά από του Θεού το μάτι/ Ζουν άνθρωποι και ωριμάζουν/ καινούριο κόσμο ετοιμάζουν». «Κείνο το βράδυ στη χαράδρα.../
Δεν το ξεχνάω φίλε/ Είχανε σπάσει δυο μπαμπού/ στα κόκαλά μου.../ Η ανανδρία θυμάμαι / τα 'βαλε με τη λεβεντιά/ κείνο το βράδυ/ Μα το νεράκι πού το βρήκες/ σύντροφέ μου;/
Τώρα που πέρασαν οι πόνοι/ σε βλέπω αδύνατο κι ωχρό / να σεργιανάς/
Κι είπα να σου 'δινα το χέρι/ για να ξοφλήσω τη δροσιά/ κείνης της νύχτας/
Μα το νεράκι πώς το βρήκες/ το νεράκι/ σ' εκείνο τ' άνυδρο το ρέμα».
- Ποίημα του Κατράκη, γραμμένο  στην Μακρόνησο

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2B5qWIe9ITHRQfG5Q6qZH8NHRVs0Q5zYyvKHhprvFa7P-Uw6LwteSHR1hOuocufVZpaiAB_MHrHIIkE1U84AiZX13ux35swHfUP20AuI5DOrHSEHsnU2kmIjbUbaZr-JrJYr2ej01LqOj/s1600/Ritsos-Katrakis81.JPG
ΟΤΑΝ Ο ΡΙΤΣΟΣ ΕΓΡΑΦΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΡΑΚΗ
«Στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη...»
«Σύντροφε Μάνο, κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας, άξιε γιε της Ρωμιοσύνης

Ερωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη
στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη
μες στη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του
μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου.
Σύντροφε Μάνο, εσένανε σου πρέπουν αψηλόκορφοι ύμνοι σαν τον πάππο σου τον Ψηλορείτη...
λόγια τρανά για την
αντρειά σου και την τέχνη σου καθώς αυτά
 στις ραψωδίες του Ομήρου όμως εγώ φτωχές
 ακούω τις λέξεις μου μπροστά στην ελατόφυτη
 καρδιά σου κι έτσι μονάχα δέκα στίχους σου
 αφιέρωσα κι ένα μεγάλο <<Γεια σου ορέ
 ΛεβεντοΜάνο” ένα μεγάλο “Γεια>>

http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8145049

 Από τις αναμνήσεις του Θύμιου Καρακατσάνη
Τότε στη Μακρόνησο, σ’ εκείνο το «σχολείο επανένταξης», όταν έβλεπε να δέρνουν κανέναν αδύναμο, τους έλεγε «ρε, δέρνετε το γεροντάκι, ελάτε να δείρετε εμένα».
Στο έργο «Ντα», έφευγα απ’ το θέατρο κι έτρεχα να προλάβω τη σκηνή που περνάει πίσω από μια κλαίουσα (ήταν το σκηνικό), και πέρναγε ένας μεσήλιξ και έβγαινε απ’ έξω ένας ενενήντα τόσο χρονών, με πάρεση… και τρόμαζα με την ταχύτητα που γινότανε. Ήτανε ένα δέντρο, και μόλις το πέρναγε, μεταμορφωνότανε! Εννιά, δέκα φορές θα το είχα δει…
(Ένα από τα τελευταία όνειρα της ζωής του Μάνου Κατράκη ήταν να παίξει τον Βασιλιά Ληρ με τον Θύμιο Καρακατσάνη ως γελωτοποιό).
Όταν ήρθε το ασθενοφόρο και τον πήρε, πήγα να κάτσω δίπλα, και μου λέει όπως είχε τη μάσκα του οξυγόνου:
“Πήρα μαζί και το έργο, τον Βασιλιά Ληρ».
Ε, δεν μπόρεσα να κάτσω δίπλα του, να πάω στο νοσοκομείο, λέω πηγαίνετε εσείς και θα ‘ρθω με το αυτοκίνητο, και βγήκα έξω κι άρχισα να χτυπιέμαι…, δεν μπορούσα να καταλάβω αν υπάρχει Θεός, πώς το κάνει αυτό…
από διήγηση του Θύμιου Καρακατσάνη στην Εύη Κυριακοπούλου
από την εκπομπή της ΕΡΤ ΑΝΤ' ΑΥΤΟΥ «Ο αγωνιστής της υποκριτικής».

https://nikiana.files.wordpress.com/2009/05/giannis_ritsos_03.jpg
O Μάνος Κατράκης (αριστερά) με τον Γιάννη Ρίτσο (κέντρο). Από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη.



Η εξορία Ναι, ήταν εξορία στη Μακρόνησο. Στον Αϊ-Στράτη. Ζούσε σε σκηνές που τις έπαιρνε κάθε τόσο ο δυνατός αέρας του νησιού. Κουβαλούσε άσκοπα πέτρες απ’ τη μια άκρη της πλαγιάς στην άλλη.
Μετά έπρεπε να τις φέρει πάλι πίσω. Ώρες αυτή η δουλειά. Και τα μεγάφωνα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο να τσιρίζουν το ίδιο τραγούδι: «Ως και γράμματα μου στείλανε ανώνυμα, από δω και πέρα κάτσε φρόνιμα».
Ψηλός και στητός, γίγαντας παραμυθιού, άντεχε κάτω απ’ τις βροχές και τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, το σακί μαζί με τη γάτα μέσ’ στη θάλασσα, και τις προσβλητικές βρισιές του ομαδάρχη, που σκύλιαζε απ’ το κακό του μπροστά στην αφοσίωση και την πίστη στην ιδέα. Όλ’ αυτά για μιαν ιδέα!
Κυνηγητό αδυσώπητο στη μισή του ζωή. Για μιαν ιδέα! Συνεχής αγώνας για μιαν ιδέα! Στέρηση… για μιαν ιδέα!



Η μητέρα του

Η Αλίκη Γεωργούλη θυμάται τη μητέρα του Μάνου Κατράκη:

Τη θυμάμαι την κυρά Ειρήνη, μύτη με μύτη με το ραδιοφωνάκι, η χρυσή μου είχε κι αυτή μεγάλη μύτη. Θεός σχωρέσ’ την, να ακούει τις εκπομπές του γιου της. 
Τη χάζευα. Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι της. Με κοίταζε επίμονα και έλεγε: «Την άκουσες ετούτη τη φωνή; Εγώ του την έχω δώκει».

Όταν έβρεχε ή χιόνιζε, κι ο Μάνος ήταν ακόμα εξορία, αυτή η κοντακιανή γριούλα, πετσί και κόκαλο, και ρυτίδα, ανέβαινε στην ταράτσα της οδού Αβέρωφ να βρέχεται και να κρυώνει μαζί με το παιδί της που το βασάνιζαν στο νησί.
 «Παναγιά μου να λευτερωθεί, μα να μην την ηπατήσει!», την υπογραφή ήθελε να πει, να μην την πατήσει, πως καταδικάζει τον κομμουνισμό και τέτοια… Να μην τα υπογράψει εκείνα τα χαρτιά του εξευτελισμού που είχαν εφεύρει για να καταρρακώνουν τον άνθρωπο.

Δε γινόταν να έχει ελαττώματα;

Και βέβαια του άρεσε ο τζόγος. Δεν καταλαβαίνω. Επειδή ήταν κομμουνιστής, δε γινόταν να έχει ελαττώματα; Είχε άλλωστε δικαιολογίες. Πάντα στην τσέπη του υπήρχε ένα δίφραγκο, ένα μόνο δεκάρικο ή ένα μόνο κατοστάρικο. 
Ε, αυτό το μοναδικό κατοστάρικο το έπαιζε ή στη λέσχη ή στον ιππόδρομο ή στον τηλεφωνικό κατάλογο, μονά – ζυγά, μπας και κερδίσει, να καλύψει κανένα χρέος. Και πάντα έχανε. Και πάντα χρωστούσε.Γέμιζε το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, μεγάλες εισπράξεις, όμως υπέρογκα και τα έξοδα. Δεν τσιγκουνευόταν ούτε τα κοστούμια, ούτε τα σκηνικά, ούτε τους μουσικούς, ούτε τους χορευτάδες.


Και στα «Κύθηρα» του Αγγελόπουλου. Και εκεί ήταν υπέροχος. 
 Πολλοί βγήκαν και κατηγόρησαν το Θόδωρο ότι τον σκότωσε: Μέσα στα κρύα, στις βροχές, στα κύματα τόσες ώρες… Απάνθρωπα γυρίσματα!

Ξέροντας τον Μάνο πιστεύω πως ήταν ευτυχισμένος. Στην ηλικία του, τον εμπιστεύονταν και τον χρησιμοποιούσαν σαν να ‘ταν ο παλιός λεβέντης. Νομίζω πως δε θα τον πείραζε καθόλου ακόμα και αν ξεψυχούσε πάνω σε κείνη την ανεμόδαρτη σχεδία της ταινίας.
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ “ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ ΒΕΡΣΑΤΣΕΕκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

Πηγή http://aspromavrestainies.blogspot.gr/2013/04/blog-post_20.html


Ο Μάνος Κατράκης ως Κρέοντας

Ο Μάνος Κατράκης, Προμηθέας Δεσμότης


Σκηνή από τη θεατρική παράσταση του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου του Μάνου Κατράκη (1966). (Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από τo Αρχείο του Μουσείου Καζαντζάκη και το Αρχείο των Εκδόσεων Καζαντζάκη.)

Καπετάν Πολυξίγκης (Βύρων Πάλλης), Καπετάν Μιχάλης (Μάνος Κατράκης) Πηγή: Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη
Μάνος Κατράκης (Οιδίπους), Γκίκας Μπινιάρης (Τειρεσίας), Λόυσκα Αβαγιανού (εκτός διανομής, Παιδί).
Μπροστά: Γρηγόρης Βαφιάς (Θεράπων Λαΐου), Μάνος Κατράκης (Οιδίπους). Θίασος.
Μάνος Κατράκης (Οιδίπους), Γκίκας Μπινιάρης (Τειρεσίας). Θίασος.
ΠΗΓΗ
 http://www.nt-archive.gr/viewfiles1.aspx?playID=820&photoID=5206

 Μάνος Κατράκης (Δον Λούις), Χριστόφορος Νέζερ (Κοσμάς), Νίκος Δενδραμής (Δον Μανουέλ Ενρίκες), Βάσω Μανωλίδου (Δόνια Αγγέλα).
ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ (1974) Μ.Κατράκης Α.Κατσέλη
Μάνος Κατράκης και Ειρήνη Παππά. «Ηλέκτρα» (1962) του Μιχάλη Κακογιάννη.

Ταινία «Συνοικία το Ονειρο» Μάνος  Κατράκης, Αλέκος Αλεξανδράκης

Βασιλεύς Ληρ (1939)
Μάνος Κατράκης (Δούκας της Κορνουάλης).



Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

"Περί βροχής" Μαρτέν Παζ (Martin Page)

Μια φιλοσοφική και ποιητική αιτιολογία της βροχής...

 Κάτω από τη βροχή, η ημέρα δεν ανήκει πια στην εργασία, μήτε στις πεζές κουβέντες που ανταλλάσσουμε, μήτε στα γεύματα, μήτε στις διαδρομές. Τα φύλλα τρεμίζουν, οι ομπρέλες ανοίγουν, τα καφέ, οι κινηματογράφοι και τα βιβλιοπωλεία γεμίζουν.
 [...] Ο ρυθμός της ζωής μας σπάει· δεν πρόκειται παρά για μικρούλες ρωγμές, αλλά ξαφνικά μοιραζόμαστε τη χαρά του ερχομού μιας ποιητικής αναρχίας.

Η βροχή επικυρώνει τα αισθήματά μου. Μερικοί έρωτες δεν την άντεξαν.Τα ασταθή χρώματά τους ξεπλύθηκαν. Μερικές φορές η βροχή μου επιτρέπει να είμαι ερωτευμένος δίχως αντικείμενο...
[...] Η βροχή πέφτει έτσι καθώς πέφτουμε στα δίχτυα του έρωτα: αψηφώντας τις προγνώσεις.
 
"Περί βροχής" Μαρτέν Παζ (Martin Page)
Οι φρόνιμες ψυχές έχουν δίκιο να φοβούνται,επειδή η βροχή έχει τη δύναμη να τις αλλάζει.
Εκείνοι που  της ξεφεύγουν,ξεφεύγουν από την ευκαιρία να δουν τις βεβαιότητές τους να λιγοστεύουν και τη καρδιά τους να μεταμορφώνεται.Προτιμούν να καταφεύγουν σε μια εξιδανικευμένη άποψη περί ήλιου και ξηρασίας,όπου δεν συμβαίνει τίποτα,όπου κανείς δεν ζει πραγματικά.Κάτω από τη βροχή,βρισκόμαστε εκτεθειμένοι:είναι ένα ρίσκο,ένα στοίχημα.

Martin Page,Περί βροχής
Εκδόσεις:ΑΣΤΑΡΤΗ

Ήταν μια ξαφνική μπόρα. Διάρκεσε λίγο αλλά ήταν πολύ δυνατή. Πετάχτηκα έξω με τη φωτογραφική μου μηχανή -μου αρέσει τρελά η βροχή ως φωτογραφικό θέμα. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες πριν τρέξω να βρω καταφύγιο -είχα γίνει μούσκεμα σε μηδέν χρόνο. Να γιατί μου αρέσει η βροχή: σε αναστατώνει, σε κάνει να σκέφτεσαι, σε ταξιδεύει, σε κινητοποιεί.

Ιδιαίτερα, οι ξαφνικές μπόρες με στέλνουν! Μόνο για τους δείκτες του ρολογιού διαρκούν λίγο. Για μένα διαρκούν πολύ, έρχονται για να μείνουν. Εμμένουν και επιμένουν, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη μπόρα. 

«Κάτω από τη βροχή, η ημέρα δεν ανήκει πια στην εργασία, μήτε στις πεζές κουβέντες που ανταλλάσσουμε, μήτε στα γεύματα, μήτε στις διαδρομές. Τα φύλλα τρεμίζουν, οι ομπρέλες ανοίγουν, τα καφέ, οι κινηματογράφοι και τα βιβλιοπωλεία γεμίζουν.

Ο ρυθμός της ζωής μας σπάει· δεν πρόκειται παρά για μικρούλες ρωγμές, αλλά ξαφνικά μοιραζόμαστε τη χαρά του ερχομού μιας ποιητικής αναρχίας.

Η βροχή επικυρώνει τα αισθήματά μου. Μερικοί έρωτες δεν την άντεξαν. Τα ασταθή χρώματά τους ξεπλύθηκαν. Μερικές φορές η βροχή μου επιτρέπει να είμαι ερωτευμένος δίχως αντικείμενο...

Η βροχή πέφτει έτσι καθώς πέφτουμε στα δίχτυα του έρωτα: αψηφώντας τις προγνώσεις».

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Η ''Φωνή'' της Ποίησης

Από τη συλλογή Τα Κατοικίδια (1997) του Σταύρου Ζαφειρίου
Θα σου τσακίσω τα φωνήεντα
ένα-ένα.
Τότε να δω (ν’ ακούσω πες),
με σύμφωνα μονάχα μες στο
στόμα
πώς θα ταΐζεις του έρωτά σου τις
φωνές.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Η διάλυση της φωνής
Το ποτάμι στο βάθος, ψηλά το βουνό
κι’ ο ουρανός από πάνω από μια θαλασσιά
πολιτεία καμπάνες. Θυμάμαι πως είχα
κ’ εγώ μια φωνή, μιλούσα και μ’ άκουες, ενώ-
Δεν μ’ ακούς που φωνάζω; Ένας ήλιος μικρός
σαν μια μέλισσα, κάπου, βομβύζει η καρδιά σου.
Μα πες μου:
Που είσαι;
Μ’ ακούς;
Δεν μ’ ακούς; Εγώ σε φωνάζω,
εγώ που σιωπώ

Το έγκλημα της μοναξιάς (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

Κάθε που πέφτει επικίνδυνα το βράδυ,
ξυπνάει η φωνή σου μέσα μου και με ρημάζει·
κι όταν η νύχτα όλες τις γλυκιές εικόνες διώχνει,
προβάλλει εντός μου η βρώμικη ομορφιά σου
και σβήνει από τα μάτια τη λάμψη του Θεού.

Και τότε δίνομαι στο έγκλημα της μοναξιάς,

που χρόνια τώρα μέσα μου το ετοιμάζω,
και πια δεν έχει ουράνιο φεγγοβόλημα,
δεν έχει πια παιδικές χορωδίες,
μονάχα μια προσπάθεια για σπασμούς,
νυχτερινά χαρτονομίσματα τσαλακωμένα.

Τα σκήπτρα της φωνής (Σταύρος Σταυρόπουλος)

Σ’ τα έλεγα όλα
-Μισού αιώνα αβέβαιος-

Κι ας λένε ότι δεν μίλαγα

Απλώς ανοιγόκλεινα τον αέρα στο στόμα μου
Μ΄ ένα σχεδόν αόρατο φόβο
Σου έλεγα
Για βουβά πλοία
Που ανοίγουν στη μνήμη μου
Τρύπες θάλασσας
Κόβοντας τον ίσκιο στα δύο
Σου έλεγα
Για κορμιά – αυλές νεκροταφείου
Που ξεροσταλιάζουν
Με ζωγραφισμένες θηλές
Στα ενδότερα του σαλονιού
Μ’ άρεσε
Να σωπαίνω τις λέξεις πάνω σου
Να κοιμούνται
Μ’ άρεσε
Να αρρωσταίνω από φυγή
Κι όμως
Ποτέ μου δεν έφυγα
Ποτέ δεν μίλησα
Κι ας σ’ τα έλεγα όλα
 Κείμενο «Σαρκικός λόγος» του Γιάννη Ρίτσου
«Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θάχω πια φωνή να τα μιλήσω.

Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα.

Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτετεμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.

Να με θυμάσαι ? μούλεγες- έτσι?
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου? με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου ? γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω.
Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή.
Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου».

 Απόσπασμα απο το ποίημα "Ανάγκες":ΡΙΤΣΟΣ

"Τίμια φωνή απερίφραστη/ ένα κι ένα, δύο και δύο./ Φέρε τ' αλάτι στο τραπέζι/ το ψωμί/ το μαχαίρι./ Θα καθίσω - είπε - μαζί σας/ να μοιραστούμε/ ότι μας έλειψε από πάντα./ Αυτό το αναλαμβάνω εγώ".
 Από τη συλλογή Πορεία (1940)-Ζωή Καρέλλη
  Είμαι σαν άνεμος χωρίς φωνή στην αναζήτηση σιωπής… ... όπως η ζωή που αναβλύζει απ' τη γη στην ορμή ...
 Έχασα τη φωνή εντός μου,
ομιλώ με τα εκστατικά μάτια,
με την αφή που τυραννεί.

Aπόσπασμα, Οδυσσέα Ελύτη ''Το Μονόγραμμα''

Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου

Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο καί το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ-ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
 ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζωο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα

Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα

ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (Οδυσσέας Ελύτης)
Γέννηση της μέρας(Απόσπασμα)

 Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα
τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους

Sappho- Julius Johann Ferdinand Kronberg
Κέλομαι σε Γογγύλα-Σαπφώ-Μετάφραση -Οδ, Ελύτης
Σε φωνάζω Γογγύλα
Φανερώσου πάλι κοντά μου
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.
Αποσπάσματα ποιητικού λόγου, Τάσος Λειβαδίτης
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη

 Φύλλα ημερολογίου-Τάσος Λειβαδίτης
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα, σε όνειρα
αλλά καμιά φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει

με το αντίο μιας ηλικίας που τέλειωσε
 Κι ίσως ό,τι μένει να ʼναι στην άκρη του δρόμου μας
ένα μικρό μη με λησμονεί

Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια (1958) - Τάσος Λειβαδίτης(απόσπασμα)

 Kαι μέσα στη φωνή μας τρέμαν όλοι οι αιώνιοι χωρισμοί.
...μη μας στερήσεις ποτέ, ω άγια, γλυκειά ζωή
την αγάπη μας για σένα!
Mα τα χέρια τους είναι τυφλά,
σακατεμένα απ' το βάρος όλων αυτών
που δεν έδωσαν.
 Αργύρης Χιόνης
(από την ποιητική συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ)
Με τα πόδια χωμένα ως τον αστράγαλο
Μέσα στη νιοσκαμένη γη
Με τους μηρούς σφιγμένους για να κρύβουν
Τη φωλιά του φύλου της
Με τα μπράτσα σηκωμένα σ’ ικεσία
Έλεγε με φωνή που μόλις ξεπερνούσε
Το θρόισμα του ανέμου μέσα στα μαλλιά της
Δεν είμαι δένδρο είμαι Γυναίκα

Γιώργος και Μαρώ Σεφέρη (αρχές του ’36)

Γιώργος Σεφέρης-Απόσπασμα από την αλληλογραφία στην αγαπημένη του Μάρω

 «η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο»
«πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω-γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι το δικό μου-δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου..»
«ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Aυτό το «μόνη μου έπρεπε» είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει»
«μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου.
Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί…Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται.»

Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις
Πάμπλο Νερούδα (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.

Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας

κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.

Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,

σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.

Κι άμα κλαις μου αρέσεις,

απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή

τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.

Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Φωνές, Αναγνωρισμένα 


Κ-Π-Καβάφης
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·

κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν

ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.

Ἡ νοσταλγία γυρίζει-Μ-Σαχτούρης

Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά
Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:
Οἱ μέρες περνοῦν
τὸ χιόνι μένει
 Γιώργος Σαραντάρης, Αλλοτε η Θάλασσ
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Σὰν Πνοὴ τοῦ Ἀέρα».

 Ἄλλοτε ἡ θάλασσά μας εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ' τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνά μας ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεὸς



Η φωνή-Ναπολέων Λαπαθιώτης

Μέσα στο κάθε μου τραγούδι ,
που μοιάζει πάντα να πονεί,
κι είναι σαν άρρωστο λουλούδι,
- σαλεύει πάντα μια φωνή,
φωνή που αν φαίνεται έτσι ξένη
κι έτσι κλεισμένη στη χαρά,
μα σ' όλα τα μεγάλα μπαίνει,
με τα μικρά της τα φτερά,
και σ' όλα, γύρω, βρίσκει ταίρι,
και μ' όλα τ' άφθαστα μιλεί,
κι όλα τα ανείπωτα τα ξέρει
- κι ας είναι τόσο χαμηλή ...

Κι αν, όμως, σ' όλα βρίσκει ταίρι,
κι όλα τα βλέπει καθαρά,
μοιάζει καλύτερα να ξέρει
τον πόνο, παρά τη χαρά ...

Μέσα στο κάθε μου τραγούδι,
Που μοιάζει πάντα να πονεί
- σαν το χυμό μες στο λουλούδι,
σαλεύει πάντα μια φωνή,

που ανίσως και το ζωντανεύει,
σαν το χυμό του λουλουδιού,
θαρρείς και δεν μπορεί ν' ανέβει,
σα να' ναι ανήμπορου παιδιού ...

Γιατ' είμαστε σαν κάποια ρόδα,
πεσμένα μες στην παγωνιά,
- ρόδα, που τά' λιωσε μια ρόδα,
καθώς περνούσε στη γωνιά,

που αν και κομμένα, κι όλο χώμα,
και κυλισμένα καταγής,
δεν ξέρω τι θυμίζει ακόμα,
πως ήταν άνθη της αυγής ...
 Γραμμένο στις 23.5.1935, σύμφωνα με το χειρόγραφο, που προσθέτει ότι ήταν σχεδόν έτοιμο από πολύ καιρό.
Δημοσιεύτηκε τον ίδιο χρόνο στη Νέα Εστία και συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του 1939.

 
ΝΗΠΕΝΘΗ 1921-Κώστας Καρυωτάκης

 ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η κούνια μου ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, βαβήλ σκοτεινό, όπου μυθιστορήματα, επιστήμη, μυθολογία, τα πάντα, η λατινική τέφρα και η ελληνική σκόνη, ανακατεύονταν.  Δεν ήμουν μεγαλύτερος από ένα βιβλίο.
Δύο φωνές μου μιλούσαν. Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «Η γη είναι ένα ωραίο γλύκισμα ωραίο (και η ευχαρίστηση σου θα είναι τότε χωρίς τέλος!) μπορώ να σου δώσω μία όρεξη παρόμοια μεγάλη.»
Και η δεύτερη: «Έλα! Ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!»
Και η φωνή αυτή τραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε, που χαϊδεύει το αυτί κι όμως το τρομάζει. Σου απάντησα: «Ναι γλυκιά φωνή!»
Από τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! Να ειπωθεί πληγή και πεπρωμένο μου. Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απέραντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και , θύμα της οξυδέρκειας μου , σέρνω φίδια που μου δαγκώνουν τα πόδια.
Κι από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς.
Αλλά η φωνή με παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα ‘όνειρα σου. Οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!»
CHARLES BAUTLAIRE