Σελίδες

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Ένας μικρός, γλυκός Σεπτέμβρης

Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα
θέλει να παίξει ακόμα με τ'άστρα τ' ουρανού
πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές στο νου
πρωτάκι, σχολιαρούδι, του κλέβουν το τραγούδι,
του κλέβουν το τραγούδι...
Ένας γλυκός Σεπτέμβρης στάζει το μέλι του
σωστό παληκαράκι τρυγάει τ' αμπέλι του
στα Σπάτα λινοβάτης, στο Κορωπί γαμπρός
να τρέμουν τα κορίτσια στα βλέφαρά του μπρος
φυσάει ο απηλιώτης, ο ζέφυρος της νιότης
φυσάει ο απηλιώτης...

Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος
καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος
το κόκκινο ραγίζει στα μήλα της Ροδιάς
κίτρινα πέφτουν φύλλα στον κήπο της καρδιάς
Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει,
η νύχτα μεγαλώνει...
Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα
Στίχοι:Hλίας Κατσούλης
Μουσική,ερμηνεία:Παντελής Θαλασσινός

Ποιήματα του Σεπτέμβρη

September Morning by John Worthington

«Ανδρέας Εμπειρίκος: «Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση»

“Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη

βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η

γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους

κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες

των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι

οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών

κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί

όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) ανα-

γαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγε-

λος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε

κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.

Τίποτε μη φοβάσαι.

Έαρ, χειμώνας, θέρος-

όπου κι αν είσαι-

είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-Γιάννης Τόλιας
Από το ανοιχτό παράθυρο
φυσάει μέσα ο Σεπτέμβριος
και σβήνει
το λυχναράκι
του Καλοκαιριού. 

Με τις πρώτες σταγόνες
ανοίγουν τις ομπρέλες τους
οι πυγολαμπίδες
και πλημμυρίζουν
τα μονοπάτια του κήπου. 

Στην ανεμόεσσα κόμη
της λύπης της
ακόμα και το δικό του χάδι
αποδημητικό.

Thomas Benjamin Kennington : Autumn 1900

 (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923,-Κ.Π.Καβάφης)

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —

αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·

όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,

ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,

οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,

τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.


Ο Σεπτέμβρης του 1903-Κ-Π-Καβάφης

Τουλάχιστον με πλάναις ας γελιούμαι τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νοιώθω.
Και ήμουνα τόσαις φοραίς τόσο κοντά,.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίη η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν η επιθυμίαις μου.

Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ' ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι.
BERTOLT BRECHT
Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ Α.
1
Τη μέρα εκείνη, με τη μπλε σεπτεμβριανή σελήνη,
σε μια μικρή δαμασκηνιά αποκάτω, δίχως λέξη
να λέμε, κράταγα στην αγκαλιά μου τη χλωμή μου
αγάπη, κι είταν όνειρο γλυκό – αχ, και να μη φέξει!

Κι απάνω μας, στον όμορφο τον ουρανό του θέρους,
καθόταν ένα σύννεφο που τό ’βλεπα ώρες και ώρες:
λευκό, κατάλευκο, τεράστιο, στον αιθέρα αλλάργα·
μα σαν επήγα να το ξαναδώ, είταν σ’ άλλες χώρες.
2
Από τη μέρα εκείνη και μετά φεγγάρια πλήθος
κολύμπησαν αμίλητα στα πέλαγα τα ουράνια.
Κοπήκαν οι δαμασκηνιές· ξυλεύτηκαν· καήκαν –
κι εσύ όλο με ρωτάς τί απέγινε ο έρωτας. 
Αδράνεια
του νου, σου λέω, με κωλύει να θυμηθώ, κι εν τούτοις
καταλαβαίνω, ναι, καλά τί πας να πεις. 
Αχ, σβήσει
πλέον έχει μέσα μου η όψη της, δεν τη θυμάμαι διόλου·
θυμάμαι, πάντως, πως την είχα τότε, ω ναι, φιλήσει.
3
Αλλά κι εκείνο το φιλί θαν τό ’χα λησμονήσει
από καιρό, αν δεν είτανε παρόν και μας θωρούσε
το συννεφάκι… τότε… που το ξέρω… το θυμάμαι:
λευκό, κατάλευκο, στον ουρανό βραδυπορούσε.

Μπορεί οι δαμασκηνιές να θάλλουν πάντοτε, ν’ ανθίζουν,
κι εκείνη η κοπελλιά ίσως νά ’χει εφτά παιδιά να θρέψει
αυτή την ώρα.
 Αλλά τί λίγο που άνθισε εκεί τότε
το σύννεφο! Και πόσο βιάστηκε ο αέρας να το δρέψει!
“… Γύρισε κι ο Σεπτέμβρης από τις διακοπές.

Τελευταίος.

Με το τελευταίο δρομολόγιο

του κατάφορτου Αυγούστου: τσουμπλέκια

ποδήλατα ψησταριές ψυγεία ονόματα

ξεφούσκωτα κυμάτων αφρολέξ, κελαρύσματα

ορεινών χωριών δεμένα σε πτυσσόμενα πλατάνια.

Και πολλά δέρματα. Τέλεια κατεργασμένα

στον ήλιο. Για εξαγωγή.

Μερικοί ξέχασαν τελείως να γυρίσουν.

Οψόμεθα…”

(Κική Δημουλά, απόσπασμα  από το ποίημα «Λυόμενο»)
Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο και μας χώρισε.
Κι αυτό που δεν προχώρησε
δεν ήμασταν εμείς.

Σεπτέμβριο το λέγανε
το κύμα που μας γνώρισε.
Τι κρίμα που δεν ένοιωσε
κανένανε κανείς.

Χωριστά θα μας βρει ο καινούργιος χειμώνας,
με πουλόβερ καινούργια και παλτά περσινά.
Μια κουρτίνα μπροστά ο καινούργιος χειμώνας
που θα γράφει στην ούγια: “Δυο καρδιές χωριστά'.

Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο θα μετρήσει.
Το αίνιγμα κι η λύση
δεν ήμασταν εμείς.

Σεπτέμβριο τη λέγανε
την πέτρα που δεν κύλησε.
Και πες της πως δεν φίλησε
κανένανε κανείς.

 Από το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη "Το Σκισμένο Ψαθάκι"
.......
Ήταν ένα απομεσήμερο του ΣεπτέμβρηΈνα μοβ απομεσήμερο που τα ηλιοτρόπια ήταν δακρυσμένα, γιατί ο ήλιος τα είχε ξεχάσει και ταξίδευε πίσω από σκούρα σύννεφα
Κουράγιο έλεγα μέσα μου. Μην ιδρώνεις. Την μεριές καλά την πόρτα του. Ακόμα και αν φωνάξεις., θα σε ακούσει. Αφού στο είπε. Στ΄ ορκίστηκε πώς θα σε περιμένει
Φώναξα δυνατά ώσπου βράχνιασα.
Χτύπησα δυνατά ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου
Κανείς....

 Τι όμορφα που είναι τα μοβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη.. Ακόμα και όταν ξέρεις πως αυτός που νόμιζες πως θα σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε.
Lauri Blank | American Romantic Figuritism painter
Art by Lauri Blank
«… Καιροί καλοί σαν μήλα του Σεπτέμβρη
Στους εραστάς πηγαίνουνε τα φρούτα
Των κήπων και των ασπασμών
Της ανδρικής και γυναικείας συσχετίσεως
Πάσης μορφής του έρωτος…»
(Α. Εμπειρίκος, απόσπασμα από το
ποίημα “Επαλήθευσις”)

ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ-(Κική Δημουλά)

Ἄρχισε ψύχρα.

Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη

ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.

Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.

Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,

λόγια, πουλιά,

πλαστογραφία ζωῆς.


Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,

πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες

ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα

κι ὅλα νὰ φεύγουν.


Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.

Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια

ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη

μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.


Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση

κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.

Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.

Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,

ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,

ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.


Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;

Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.

Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:

«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;». 

Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».

Ἄρχισε ψύχρα.

Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.


"Σεπτέμβρη μήνα μου"

Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
 Μουσική: Γιάννης Γκούμας
Ερμηνεία: Πόπη Αστεριάδη

Σεπτέμβρη μήνα μου, βροχή, φωνή μου
νησί που σώπασες, πικρό νερό
όλα τελειώνουνε κάτω απ'τον Ήλιο
όλα αρχίζουνε με τον Καιρό

Σεπτέμβρη, δρόμε μου, νησί, φωτιά μου
πόσα τελειώνουνε μες τον καιρό...
αίμα, που έδωσα πέρα στην άμμο
έρωτα, έσβησες μες το λυγμό

Εδώ γεννήθηκα, κάτω απ' την άμμο
κι εδώ είν' η ώρα μου που θα σε βρω
Αίμα που σ' έχασα στο κύμα πάνω
μέσα στη θάλασσα σ' αναζητώ

Θάλασσα, αίμα μου, πού να μιλήσω
και ήλιε πόνε μου, πού να το πω;
Εδώ γεννήθηκα, κάτω απ' την άμμο
μέσα στην πίκρα μου θ' αναστηθώ.


Art, Helene Beland
''Χάθηκα μές στη ζωή μου''
Λούλα Αναγνωστάκη
Αύγουστος, φώτα στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.
Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.
Με γέλασες και είναι αργά.

Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου, 

χαθηκες μέσα στη βροχή...