Σελίδες

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Αντώνης Σαμαράκης-Το ποτάμι


Απο τη Συλλογη διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).

Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.

Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.

Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.

Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.

Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.

Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.

Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.

Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!

Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.

Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.

Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.

Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...

— Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.

Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.

Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!

Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (...)

Ξύπνησε βαλαντωμένος· δεν είχε ακόμα φέξει...

Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.

Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.

Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.

Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.

Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...

Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.

Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.

Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.

Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.

Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.

Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.

Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.

Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.

Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΑΠΟΔΑ- GALEANO EDUARDO


Παρουσίαση

«Πριν από εκατόν τριάντα χρόνια η Αλίκη, αφού επισκέφθηκε τη χώρα των θαυμάτων, μπήκε σ' έναν καθρέφτη για να ανακαλύψει τον κόσμο από την ανάποδη. Αν η Αλίκη ξαναγεννιόταν στις μέρες μας, δεν θα χρειαζόταν να περάσει πίσω από τον καθρέφτη, θα ήταν αρκετό να ρίξει μια ματιά έξω από το παράθυρο».

Με το συγκλονιστικό βιβλίο του "Ένας κόσμος ανάποδα", στην αναθεωρημένη μετάφραση της Γεωργίας Ζακοπούλου, ο πολυβραβευμένος Ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Εδουάρδο Γκαλεάνο, αποφασίζει να μας ξαναστείλει στο σχολείο.

Σε ένα σχολείο που αποκαλύπτει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και καυστικό χιούμορ την ανεστραμμένη πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου, όπου τα αριστερά βρίσκονται δεξιά, τα πάνω κάτω και τα εμπρός πίσω. Αγανακτισμένος από την κατάφωρη κοινωνική αδικία καταγγέλλει τους διεθνείς οργανισμούς και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, καταδικάζει την εκμετάλλευση και την αδικία, υψώνει φωνή διαμαρτυρίας και καλεί τον καθένα μας σε εγρήγορση και δράση, δίνοντας ένα μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Απόσπασμα, Ενας κόσμος ανάποδα -Eduardo Galeano

Μία γέφυρα δίχως ποτάμι. Ψηλές προσόψεις κτιρίων δίχως τίποτε από πίσω. Ο κηπουρός ποτίζει το πλαστικό γρασίδι. Κυλιόμενες σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά. Ο αυτοκινητόδρομος που μας δίνει την δυνατότητα να γνωρίσουμε τόπους, που εξ αιτίας του έχουν καταστραφεί. Η οθόνη της τηλεόρασης δείχνει μία τηλεοπτική συσκευή που περιέχει μίαν άλλη τηλεοπτική συσκευή μέσα στην οποία υπάρχει μία τηλεοπτική συσκευή…

Αυτός ο πολιτισμός δεν αφήνει κανέναν να κοιμηθεί, ούτε τα λουλούδια, ούτε τις κότες ούτε τους ανθρώπους. Το χειμώνα τα λουλούδια τοποθετούνται κάτω από συνεχή φωτισμό, ώστε να μεγαλώνουν πιό γρήγορα. Στα ορνιθοτροφεία η νύχτα είναι απαγορευμένη για τις κότες. Και οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στην αϋπνία, λόγω της αγωνίας τους να αγοράσουν και του άγχους τους να πληρώσουν.

Εδώ ο ουρανός ποτέ δεν συννεφιάζει, εδώ δεν βρέχει ποτέ.Σ’αυτή τη θάλασσα κανείς δεν διατρέχει τον κίνδυνο να πνιγεί, αυτή η πλάζ προστατεύεται από την κλοπή. Δεν υπάρχουν μέδουσες να σε τσιμπήσουν, ούτε αχινοί να σου καρφώνονται στο πόδι, ούτε κουνούπια να σε τρελαίνουν. Με τον αέρα πάντα στην ίδια θερμοκρασία και το νερό θερμαινόμενο αποφεύγονται τα κρυώματα και οι πνευμονίες.

Τα βρομερά νερά των λιμανιών θα φθονούσαν αυτά τα διάφανα νερά, αυτός ο αμόλυντος αέρας χλευάζει το δηλητήριο που αναπνέουν οι ανθρωποι στην πόλη.

Η είσοδος δεν είναι ακριβή, 30 δολάρια το άτομο, αν και πρέπει να πληρώσεις επί πλέον τις καρέκλες καί τις ομπρέλες. Στο ίντερνετ λέει : «Τα παιδιά σας θα σας μισήσουν αν δεν μας τα φέρετε…» Wild blue, ή κλειστή με κρυστάλλινους τοίχους πλάζ της Γιοκοχάμα είναι ένα μεγαλειώδες έργο της γιαπωνέζικης βιομηχανίας. Τα κύματα έχουν το ύψος που τους δίνουν οι κινητήρες. Ο ηλεκτρονικός ήλιος βγαίνει και κρύβεται σύμφωνα με τη θέληση της επιχείρησης, προσφέροντας στην πελατεία εντυπωσιακά τροπικά ξημερώματα και κατακόκκινα δειλινά πίσω από τις φοινικιές. Είναι τεχνητό –λέει ένας επισκέπτης. Γι’ αυτό μας αρέσει.

Λιχουδιές από πλαστικό, όνειρα από πλαστικό. Πλαστικός είναι και ο παράδεισος που υπόσχεται η τηλεόραση σε όλους αλλά παρέχει σε λίγους. Είμαστε όλοι στις διαταγές της.

Σ’ αυτόν τον πολιτισμό όπου τα πράγματα αποκτούν συνεχώς μεγαλύτερη αξία και οι άνθρωποι μικρότερη, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας καθορίζουν τους κανόνες: δεν αγοράζεις εσύ τα πράγματα, αυτά σε αγοράζουν, το αυτοκίνητο σε χρησιμοποιεί., ο υπολογιστής σε προγραμματίζει, η τηλεόραση σε παρακολουθεί.

Η έκρηξη της κατανάλωσης στον σύγχρονο κόσμο δημιουργεί μεγαλύτερο θόρυβο από όλους τους πολέμους και προκαλεί μεγαλύτερο πανδαιμόνιο από όλα τα καρναβάλια.

Όπως λέει μία παλιά τουρκική παροιμία, όποιος πίνει με πίστωση μεθάει διπλά. Το γλέντι ζαλίζει και θολώνει την όραση, αυτό το μεγάλο παγκόσμιο μεθύσι μοιάζει να μην έχει ούτε χρονικά ούτε χωρικά όρια. Αλλά ο πολιτισμός της κατανάλωσης είναι κενός σαν το ταμπούρλο γι’ αυτό και κάνει τόση φασαρία. Την ώρα της αλήθειας, όταν ο σαματάς σταματήσει και τελειώσει η γιορτή, ο μεθυσμένος ξυπνάει μόνος, συντροφιά με τη μοίρα του και τα σπασμένα που οφείλει να πληρώσει.

Οι καταναλωτικές μάζες δέχονται τις εντολές σε παγκόσμια γλώσσα.

Η διαφήμιση κατάφερε να κάνει αυτό που ήθελε να κάνει η εσπεράντο αλλά δεν μπόρεσε. Όπου και να βρεθούμε όλοι καταλαβαίνουμε τα μηνύματα που μεταδίδει η τηλεόραση. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα οι δαπάνες για την διαφήμιση έχουν διπλασιαστεί. Χάρη στις διαφημίσεις τα φτωχά παιδιά πίνουν ολοένα περισσότερη coca cola και ολοένα λιγότερο γάλα και ο χρόνος της σχόλης γίνεται σιγά σιγά χρόνος υποχρεωτικής κατανάλωσης.

Ελεύθερος χρόνος, φυλακισμένος χρόνος. Στά σπίτια των πολύ φτωχών μπορεί να μην υπάρχει κρεβάτι, υπάρχει όμως τηλεόραση και η τηλεόραση έχει τον πρώτο λόγο. Αγορασμένο με δόσεις, αυτό το ζωάκι, αποδεικνύει τή δημοκρατική ροπή της προόδου. Δεν ακούει κανέναν αλλά μιλάει γιά όλους. Έτσι πλούσιοι και φτωχοί γνωρίζουν τα προσόντα του τελευταίου μοντέλου των αυτοκινήτων και, πλούσιοι και φτωχοί, ενημερώνονται για τα πλεονεκτικά επιτόκια που προσφέρει κάθε τράπεζα.

Εκσυγχρονισμός, μηχανοκρατία: Ο θόρυβος από τους κινητήρες των μηχανών σκεπάζει τις φωνές που καταγγέλλουν αυτό τον τεχνητό πολιτισμό, ο οποίος μας κλέβει την ελευθερία κι ύστερα έρχεται να μας την πουλήσει. Εξασθενίζει τα πόδια μας για να μας υποχρεώσει στη συνέχεια να αγοράσουμε αυτοκίνητα και μηχανήματα γυμναστικής.

Ο εφιάλτης των πόλεων, όπου τα αυτοκίνητα έχουν τον πρώτο λόγο, έχει επιβληθεί στον κόσμο σαν το μοναδικό δυνατό πρότυπο ζωής. Οι πόλεις της Λατινικής Αμερικής ονειρεύονται να γίνουν σαν το Λός Άντζελες, όπου οκτώ εκατομμύρια αυτοκίνητα ορίζουν τους ανθρώπους. Ελπίζουμε να γίνουμε κάποτε μία γκροτέσκα απομίμηση αυτής της τρέλας. Πέντε αιώνες τώρα, αντί να δημιουργούμε εξασκούμαστε στην απομίμηση. Αφού λοιπόν είμαστε καταδικασμένοι στην απομίμηση, ας επιλέγουμε με λίγο μεγαλύτερη προσοχή τα πρότυπά μας. \ Αν συμμορφωθούμε προς τας υποδείξεις τότε εγγυημένα θα βλέπουμε όλοι τις ίδιες εικόνες, θα ακούμε όλοι τους ίδιους ήχους, θα φοράμε τα ίδια ρούχα, θα τρώμε όλοι τα ίδια χάμπουργκερ και θα είμαστε όλοι μόνοι μες στην ίδια μοναξιά, μέσα σε σπίτια ίδια, σε γειτονιές ίδιες, σε πόλεις ίδιες, όπου όλοι θα αναπνέουμε την ίδια βρώμα και θα υπηρετούμε τα αυτοκίνητά μας με την ίδια προσήλωση και θα ανταποκρινόμαστε στις διαταγές των ίδιων μηχανών σε έναν κόσμο που θα είναι θαυμαστός για όποιον δεν έχει πόδια, ούτε φτερά, ούτε ρίζες…

Οι περισσότεροι άνθρωποι χρεώνονται για να αποκτήσουν αγαθά και τελικά δεν τους μένουν παρά χρέη, για να πληρώσουν άλλα χρέη τα οποία δημιουργούν καινούργια χρέη. Καταλήγουν να καταναλώνουν φαντασιώσεις, που για να τις πραγματοποιήσουν καμιά φορά καταφεύγουν στο έγκλημα. Η μαζική διάδοση της πίστωσης, προειδοποιεί ο κοινωνιολόγος Τόμας Μούλιαν, έδωσε τη δυνατότητα στην καθημερινή ζωή της Χιλής, να περιστρέφεται γύρω από τα σύμβολα της κατανάλωσης, δηλαδή, την εξωτερική εμφάνιση ως πυρήνα της προσωπικότητας, το τεχνητό τρόπο ζωής, την ουτοπία σε σαρανταοκτάμηνες δόσεις.

Η καταναλωτική κοινωνία είναι μια παγίδα για τους κουτούς. Αυτοί που κρατάνε τα ηνία παριστάνουν ότι το αγνοούν αλλά όποιος έχει μάτια μπορεί να δεί ότι η ύπαρξη της λίγης φύσης που μας έχει απομείνει διασφαλίζεται επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων καταναλώνει λίγο, πολύ λίγο, και μόνο τα αναγκαία.

Η κοινωνική αδικία δεν είναι πλέον ένα σφάλμα που πρέπει να διορθωθεί, ούτε ένα ελάττωμα που πρέπει να ξεπεραστεί: έχει γίνει θεμελιώδης αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει φύση που να μπορεί να θρέψει ένα shopping center στο μέγεθος του πλανήτη. Αυτό το μοντέλο ζωής το οποίο μας παρουσιάζουν σαν τον οργασμό της ζωής κι’ αυτή η καταναλωτική φρενίτιδα που λένε ότι είναι η φρενίτιδα της ευτυχίας, αρρωσταίνουν το σώμα μας, δηλητηριάζουν τη ψυχή μας και μας αφήνουν ανέστιους: χωρίς εκείνη την εστία που κάποτε ήθελε να γίνει ο κόσμος μας.

Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, ένας από τους γνωστότερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής του 20ού αιώνα, γεννήθηκε το 1940 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης.
Εκεί κάνει τα πρώτα του βήματα στο χώρο των έντυπων μέσων δημοσιεύοντας γελοιογραφίες και χρονογραφήματα στο περιοδικό "El Sol". Το 1961 γίνεται διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας "Epoca" και αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας επιθεώρησης "Marcha". Το 1973 εξορίζεται εξαιτίας των ιδεών του και καταφεύγει στην Αργεντινή, όπου ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό "Crisis". Μετά το πραξικόπημα του 1976 αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και εγκαθίσταται στην Ισπανία. Το 1985, ύστερα από την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στο Μοντεβιδέο.

Στο έργο του συγκλίνουν η λογοτεχνική αφήγηση και το δοκίμιο, η ποίηση και το χρονικό. Συγγραφέας πολλών άρθρων και βιβλίων για τη Λατινική Αμερική, μεταξύ των οποίων γνωστότερα είναι τα: "Su majestad el futbol" ("Η αυτού μεγαλειότης το ποδόσφαιρο", 1968), "Las venas abiertas de America Latina" ("Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής", 1971, ελλ. εκδ. Θεωρία, 1982· Κουκκίδα, 2008), "Cronicas latinoamericanas" ("Λατινοαμερικανικά χρονικά", 1972), "Dias y noches de amor y de guerra" ("Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου", 1978, ελλ. εκδ. Εξάντας, 1978), "La trilogia, Memoria del fuego" ("Τριλογία: Μνήμες φωτιάς", 1
982-1986, ελλ. εκδ. Εξάντας, χ.χ.· Πάπυρος, 2009), "El libro de los abrazos" ("Το βιβλίο των εναγκαλισμών", 1989, ελλ. εκδ. Κέδρος, 2001), "Patas arriba" ("Ένας κόσμος ανάποδα", ελλ. εκδ. Στάχυ, 2000· Πιρόγα, 2008), "El futbol a sol y sombra" ("Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου", 1995, ελλ. εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998), κ.ά. Το 1975 και το 1978 τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο της Λατινικής Αμερικής, το Casa de las Americas, το 1989 με το American Book Award για τις "Μνήμες φωτιάς" (Washington University, ΗΠΑ) και το 1999 με το Βραβείο Cultural Freedom Award, που του απονεμήθηκε από το Ίδρυμα Lannan Foundation (Σάντα Φε, ΗΠΑ). Έφυγε από τη ζωή στις 13 Απριλίου 2015, σε ηλικία 74 ετών.

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Σαίρεν Κίρκεγκωρ-Αποσπάσματα απο τα βιβλία του -Το κεντρί της ύπαρξης-Ο κατάσκοπος του Θεού


Ο Δανός φιλόσοφος Soren Kierkegaard (1813-1855) υπήρξε μία από τις κυριότερες μορφές της ευρωπαϊκής θεολογίας, κατά πολλούς ο σπουδαιότερος σύγχρονος χριστιανός στοχαστής.
Ο Wittgenstein, που έμαθε δανικά για να τον διαβάζει στο πρωτότυπο, τον θεωρεί τον πιο βαθυστόχαστο φιλόσοφο του 19ου αιώνα και ο George Steiner ισάξιο σε οξυδέρκεια με τον Dostoevsky και τον Nietzsche. Για πρώτη φορά στα ελληνικά παρουσιάζονται κείμενα από ολόκληρο το έργο του ανθρώπου που μετέτρεψε το μύθο του χριστιανισμού σε πνευματικότητα, όπως παρατηρεί ο γνωστός Βρετανός φιλόσοφος Don Cupitt. Στο βιβλίο αυτό ανθολογούνται ορισμένα από τα σημαντικότερα κείμενά του. Ένας πρωτοπόρος του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού.

Αποσπάσματα
«Οι άνθρωποι παραπονιούνται ότι η ζωή είναι άχαρη και θλιβερή – όμως στην παραπάνω φράση πιστεύω πως υπάρχει αιώνια χαρά! Παραπονιούνται πως η ζωή είναι μονότονη και άνοστη – όμως σε μια τέτοια σκέψη υπάρχει αιώνια ένταση! (…) Οταν υποφέρεις, προσπάθησε να ακούσεις!

Λένε ότι ο κόσμος, το περιβάλλον, οι συναναστροφές εμποδίζουν κάποιον στο δρόμο προς την ευτυχία. Στην ουσία ο ίδιος ο άνθρωπος εμποδίζει το δρόμο. Είναι τόσο προσκολλημένος σε όλα αυτά, που δεν μπορεί να αποσπάσει τον εαυτό του για να ανανεωθεί και να αντλήσει ελπίδα. Είναι διαρκώς στραμμένος προς τα έξω αντί να είναι στραμμένος προς τα μέσα. Διατηρεί επικοινωνία με τον εχθρό μέσα από… την ελπίδα της ανωριμότητας.

»Η δοκιμασία στερεί αυτή την ελπίδα. Η δοκιμασία σού στερεί αυτά που θες να ξαναζήσεις, ακόμη κι αν η διβουλία δεν σε έχει εγκαταλείψει. Κι εσύ πρέπει να ελπίζεις πως, αν δεν τα καταφέρεις με την πρώτη, έχεις κι άλλες ευκαιρίες να επανορθώσεις για τις τόσες σου αποτυχίες…

Ομως η δοκιμασία βαστά ακόμα, γιατί σκοπός της είναι να επαναφέρει την ελπίδα. Οχι να σου τη δώσει, αλλά να την επαναφέρει. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του κρυμμένη την ελπίδα του αιώνιου. Η δοκιμασία είναι αυτή που την επαναφέρει… Διδάσκει την αφύπνιση…».


Αναφερόμενος στον ρόλο του ως συγγραφέα, ο Δανός φιλόσοφος Σαίρεν Κίρκεγκωρ γράφει: "[...] σε ό,τι αφορά την έννοια της ύπαρξης και την έννοια της χριστιανοσύνης, ενεργώ σαν ένας κατάσκοπος που υπηρετεί μια ανώτερη υπηρεσία, αυτή μιας ιδέας. Δεν έχω κάτι νέο να διακηρύξω, ούτε την εξουσία να διακηρύξω, δεν λειτουργώ φανερά αλλά μυστικά [...] είμαι σαν ένας κατάσκοπος που πληροφορείται τις παρανομίες, τις απάτες και τις ύποπτες υποθέσεις, ένας που δεν παύει να παρακολουθεί, ενώ ο ίδιος βρίσκεται κάτω από την πιο αυστηρή παρακολούθηση [...]" Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, ο επονομαζόμενος Κατάσκοπος του Θεού, παρατηρεί με προσοχή το θρησκευτικό κατεστημένο της χώρας του, προκειμένου να διασαφηνίσει, για τον απλό άνθρωπο, την εικόνα του πραγματικού χριστιανού, επαναπροσδιορίζοντας τις θεμελιώδεις έννοιες της εσωτερικότητας και της πίστης. Στο βιβλίο παρουσιάζεται η εξέλιξη της προσωπικότητας του φιλοσόφου-επιθεωρητή από τα νεανικά γραπτά του έως τα τελευταία του ημερολόγια. Πολλά από τα κείμενα μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά.

Søren Kierkegaard [Ο κατάσκοπος του Θεού]
«Σκοπός μου είναι ο απλός άνθρωπος» τονίζει στα ημερολόγιά του. Απευθύνεται σε εκείνον που έχει την αγνότητα της καρδιάς να θέλει μόνο ένα πράγμα, σε εκείνον που αν θέλει αγνά και ειλικρινά μόνο ένα πράγμα, μόνο το καλό μπορεί να θέλει, είτε είναι καθηγητής είτε υπηρέτης.

«Για να μπορώ να αντέξω μια πνευματική ένταση σαν τη δική μου χρειάζομαι την ψυχαγωγία που παρέχει η τυχαία συνάντηση με τους απλούς ανθρώπους στο δρόμο, αφού η επαφή με τους λίγους εκλεκτούς δεν είναι ψυχαγωγία».

 «Όταν μέσα από το παράθυρο βλέπουμε κάποιον να παραπατά στο δρόμο, η συμπεριφορά του μας φαίνεται παράξενη. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι πασχίζει να βαδίσει ενάντια στη θύελλα».
ΠΗΓΗ

Kierkegaard, Soren, 1813-1855-Βιογραφικό
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ